Της Ερμιόνης Μπάδα,
Το 2020 ήταν αναμφίβολα ένα ιδιαίτερο έτος, με έντονο το στοιχείο του περιορισμού, του εγκλεισμού και της «αόρατης απειλής». Με μία ανασκόπηση αυτής της ξεχωριστής χρονιάς, τα στοιχεία που αποκομίζουμε για τον χώρο της δημοσιογραφίας είναι, κατά αποκλειστικότητα, απογοητευτικά, παρά τα εμπόδια μετακίνησης που έθεσε η εμφάνιση του νέου ιού και τη γενικότερη στασιμότητα που προκάλεσε σε πολλούς τομείς. Οι έρευνες δείχνουν πως η ελευθερία του τύπου βρίσκεται σε κίνδυνο τόσο από εγκληματικές οργανώσεις όσο και από κυβερνητικούς αξιωματούχους διεθνώς. Η απειλή αυτή μεταφράζεται σε μεροληπτικές παραβιάσεις, συλλήψεις, αστοιχείωτες εκδικάσεις ή και ατιμώρητες δολοφονίες. Και αυτό συμβαίνει όταν το μόνο κίνητρο για την άσκηση της δημοσιογραφίας είναι η εύρεση της αλήθειας.
Την πρωτιά, με τον τίτλο της πιο επικίνδυνης χώρας για τους δημοσιογράφους, κατέχει το Μεξικό, όπου σημειώνονται εν ψυχρώ δολοφονίες που έχουν ως κίνητρο το περιεχόμενο της δημοσιογραφικής έρευνας. Σε γενικές γραμμές, κύριοι ύποπτοι είναι τοπικές, και μη, εγκληματικές οργανώσεις, καρτέλ αλλά και «συνεργαζόμενες» τοπικές αρχές, των οποίων το έργο απειλείται από την έκθεση των δημοσιογραφικών ευρημάτων. Περίπου το 90% των υποθέσεων που αφορούν δολοφονίες δημοσιογράφων μένουν ανεξιχνίαστες, εφόσον οι δημοσιογράφοι στερούνται την χείρα βοηθείας των αρχών, στις οποίες βρίσκονται διεφθαρμένα στελέχη και αξιωματούχοι που συνεργάζονται με τις εγκληματικές οργανώσεις. Η εκλογή του Προέδρου Andres Manuel Lopez Obrador το 2018 είχε δώσει μία ελπίδα για βελτίωση των συνθηκών, κατ’ ακολουθία των υποσχέσεών του, όμως όλες οι προσδοκίες έπεσαν στο κενό, καθώς οι επιθέσεις και δολοφονίες δε μειώθηκαν, τουναντίον πληθώρα υποθέσεων έμειναν ανεξιχνίαστες χωρίς να επιρρίπτονται κατηγορίες, ενώ η ίδια η κυβέρνηση, και κυρίως ο Πρόεδρος, υποβίβαζε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το έργο τους σε συστηματική βάση. Τα κυβερνητικά προγράμματα προστασίας δεν απέφεραν αποτελέσματα και σε ύστερο επίπεδο, διακόπηκε η χρηματοδότησή τους, άλλη μία ένδειξη κυβερνητικής αμέλειας.
Στη σειρά κατάταξης, μετά το Μεξικό, ακολουθούν το Αφγανιστάν και οι Φιλιππίνες, καθώς και άλλες χώρες, όπως η Ονδούρα και το Ιράν. Αναλυτικότερα, στην Ονδούρα απαντώνται παρόμοια γεγονότα με δολοφονίες από το οργανωμένο έγκλημα. Στις Φιλιππίνες, οι δολοφονίες δημοσιογράφων εκδικητικού χαρακτήρα οργιάζουν κάτω από την τύφλωση των κυβερνητικών αρχών, οι οποίες επιδοκιμάζουν με έμμεσο τρόπο την απειλητική και απαξιωτική κατάσταση. Ιδιαίτερες περιπτώσεις αποτελούν το Αφγανιστάν και το Ιράν, όπου οι υποθέσεις χαρακτηρίζονται από μία πιο θρησκευτική χροιά αλλά πάντα με το στοιχείο της εκδικητικότητας προς το δημοσιογραφικό έργο είτε από τρομοκρατικές οργανώσεις η κυβερνητικές ομάδες. Τούτων λεχθέντων, τα γενικά στοιχεία δείχνουν ότι παρά τη μείωση θανάτων δημοσιογράφων στα πεδία της μάχης, λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που δημιούργησε η εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού, ο γενικός αριθμός θανάτων αυξήθηκε σε 30 άτομα παγκοσμίως.
Η διάβρωση της ελευθερίας του τύπου δεν υλοποιείται βέβαια μόνο από δολοφονίες. Εξαιρετικά υψηλά ποσοστά εμφανίστηκαν σε συλλήψεις και καταδίκες εις βάρος δημοσιογράφων ανά τον κόσμο. Με πρόσχημα και κύρια κατηγορία την αντικυβερνητική δράση, δημοσιογράφοι σε πολλές χώρες του κόσμου συλλαμβάνονται και οδηγούνται ακόμη και στη φυλακή για συμμετοχή σε αντικυβερνητικές και τρομοκρατικές ομάδες. Με άλλα λόγια, η πιθανή δυσαρέσκεια της δημοσιογραφικής κάλυψης της εκάστοτε κρατικής δράσης μπορεί να αποβεί καταστροφική για ένα δημοσιογράφο σε χώρες όπως η Κίνα, η Τουρκία, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Στις προαναφερθείσες χώρες σημειώνεται η πλειονότητα των συλλήψεων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δημοσιογράφοι βρίσκονται υπό κράτηση χωρίς να τους έχει απαγγελθεί κατηγορία. Εντούτοις, η εν λόγω κατάσταση είναι ένα γεγονός που εμφανίζεται και σε πιο «δημοκρατικές χώρες». Στον ευρωπαϊκό χώρο, κράτη όπως η Λευκορωσία βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης, λόγω της ακροδεξιάς κυβέρνησης που βρίσκεται στο πηδάλιο της εξουσίας, ενώ και στις Η.Π.Α. σημειώθηκαν πολλές προπηλακίσεις και παραβιάσεις δικαιωμάτων απέναντι σε δημοσιογράφους.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία βοηθούν ουσιαστικότερα στην κατανόηση της γενικευμένης ανησυχίας της διεθνούς κοινότητας, όπως φαίνεται άλλωστε από τις προειδοποιήσεις των ειδικών του Ο.Η.Ε. και της Ε.Ε. Η ανάδυση αυτού του ζητήματος έρχεται ως απόρροια ευρύτερων προβλημάτων που απασχολούν τις κοινωνίες, με τις διακρίσεις, την οικονομική ανισότητα, τη διάβρωση της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς λόγω διαφθοράς και την επανεμφάνιση του απολυταρχισμού να είναι ορισμένα εξ αυτών. Ο τρόπος που αντιδρούν οι κυβερνητικές αρχές απέναντι στα ΜΜΕ αποτελεί δείκτη δημοκρατικότητας για τις κοινωνίες. Οι τρέχουσες τριβές ανάμεσα στους δύο αυτούς παράγοντες οδηγούν σε άνισες συγκρούσεις, με κύριο ηττημένο τον θεσμό της δημοκρατίας και κατ’ επέκταση τους ίδιους τους πολίτες. Η ελευθερία του λόγου αποτελεί πάγιο συστατικό της δημοκρατικότητας των κοινωνιών και γι’ αυτό η ανασκόπηση του 2020 πρέπει να αποτελέσει εφαλτήριο για τη μετατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος στο δημοσιογραφικό τομέα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Murders of journalists more than double worldwide, Committee to Protect Journalists, διαθέσιμο εδώ
- Record number of journalists jailed worldwide, Committee to Protect Journalists, διαθέσιμο εδώ
-
Journalism under fire: UNESCO raises alarm over surge of attacks on media workers covering protests, UN News, διαθέσιμο εδώ
-
Attacks on the Press Track a Democratic Backslide, Foreign Policy, διαθέσιμο εδώ