Της Δήμητρας Φαντίδου,
Σε κατάσταση αποσύνθεσης, θα λέγαμε πως βρίσκεται σήμερα ο πυρήνας της Ευρώπης, δημιουργώντας πολλών ειδών αμφιβολίες για άλλης εποχής προοπτικές, που αταλάντευτα, επαναλαμβάνονται μπροστά μας. Πράγματι, αρθρώνονται κίνδυνοι που αλλάζουν την οπτική της Ευρώπης, μεταθέτοντας το επίκεντρο της προσοχής, σε ένα καθόλα παγκόσμιο πλαίσιο. Στις επιμέρους δημόσιες σφαίρες των εθνικών κρατών της Γηραιάς Ηπείρου, οι νεοσύστατες προκλήσεις τείνουν να θεωρούνται προκλήσεις που δρουν καταλυτικά επί των εθνικών κρατών.
Και το κρίσιμο ερώτημα έχει ως εξής: «Είναι η Ευρώπη ικανή να ασκεί πολιτική;»
Για τις φιλελεύθερες πολιτικές ελίτ, η πρόοδος της ευρωπαϊκής συνεργασίας, σηματοδοτεί πρώτιστα στην ευρωπαϊκή κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική και την προοπτική μιας αυτεξούσιας στον στρατιωτικό τομέα Ευρώπης. Ζητούν ακόμη μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για το εξωτερικό εμπόριο, καθώς και την υπεράσπιση του υπάρχοντος παγκόσμιου εμπορικού καθεστώτος στις διαπραγματεύσεις με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Σε ορισμένες ωστόσο χώρες, δεν υφίσταται καν η αντιφατικότητα μεταξύ κενών περιεχομένου φιλοευρωπαϊκών ομολογιών αφενός, και κοντόφθαλμης, μη συνεργάσιμης δράσης αφετέρου. Παίρνοντας το παράδειγμα της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, Τσεχικής Δημοκρατίας, τώρα της Ιταλίας, αυτή η αντιφατικότητα παύει να υπάρχει, προς όφελος ενός αντιευρωπαϊκού εθνικισμού.
Και αυτό, εγείρει δύο ερωτήματα: Ποιες αιτίες επέτρεψαν να γίνει τόσο οξεία η αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτές τις παραμένουσες φιλοευρωπαϊκές ρητορικές μεγαλοστομίες αφενός και στην έμπρακτη παρεμπόδιση των απαραίτητων βημάτων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αφετέρου, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας; Και γιατί η ευρωπαϊκή νομισματική κοινότητα μπορεί ακόμη να κρατιέται ενωμένη, παρόλο που σε όλες τις χώρες η αντίσταση των δεξιών λαϊκιστών «κατά των Βρυξελλών» ενισχύεται;
Προχωρώντας δεν έχει ακόμη σχηματοποιηθεί η πολιτική κρίσιμη εναλλακτική επιλογή. Η επιλογή δηλαδή μεταξύ του στόχου σταθεροποίησης του κοινού νομίσματος, αλλά και του ευρύτερου στόχου της πολιτικής μείωσης των οικονομικών ανισοτήτων. Δε διαφαίνεται στον ορίζοντα καμιά φιλοευρωπαϊκή Αριστερά που να στοχεύει στην αναβάθμιση της Νομισματικής Ένωσης λειτουργώντας αποτελεσματικά σε διεθνές επίπεδο, με ταυτόχρονη διατήρηση ευρύτερων στόχων. Κι εδώ αναφερόμαστε στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής που θα πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα από τις σκέτες διακηρύξεις Σόιμπλε, φορολογία δηλαδή επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών κέρδους.
Τότε και μόνο τότε θα διαφοροποιούνταν αισθητά οι σοσιαλδημοκράτες από τους φιλελεύθερους σκοπούς ενός ασαφούς και ιδιάζοντος άμορφου κέντρου. Η παρακμή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έγκειται εδώ ακριβώς. Δυστυχώς στερούνται πολιτικού προφίλ και ταυτότητας. Και αυτό, διότι οι σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν πλέον την τόλμη να θέσουν στόχους, να ενημερώσουν και να εξευμενίσουν τον καπιταλισμό, εκεί όπου οι απορυθμισμένες, κατά τα λοιπά, αγορές λειτουργούν άνευ ορίων και ελέγχου.
Βέβαια, γεγονός αποτελεί η αδυναμία των υπαρχόντων πολιτικών κομμάτων της Ευρώπης να σχηματίσουν πολιτικές πλατφόρμες και επί αυτών να αντανακλώνται επαρκώς διακριτές, οι σημαντικές θέσεις για τις αποφάσεις του μέλλοντος της Ευρώπης. Από την άποψη αυτή, οι προσεχείς ευρωπαϊκές εκλογές θα αποτελέσουν σίγουρα ένα πειραματικό πεδίο για τον σχεδιασμό τους.
Φοιτεί στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, έχοντας παρακολουθήσει και μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα εντοπίζονται στην Πολιτική Ανάλυση, την Πολιτική Επικοινωνία και τις Ευρωπαϊκές Δημόσιες Πολιτικές. Μιλάει Γερμανικά, Αγγλικά, έχοντας και γνώσεις ιταλικών. Έχει εργαστεί για το Γερμανικό Ινστιτούτο του Μονάχου, και συνεργαστεί σε επίπεδο ερευνών με το Ινστιτούτο Έρευνας και Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων. Εκπονεί την πρακτική της άσκηση στο Γραφείο της Προέδρου της ΕΡΤ3.