20.3 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΣυγκυριακά (και όχι μόνο) ερωτήματα

Συγκυριακά (και όχι μόνο) ερωτήματα


Της Μαριλίνας Γερασίμου, 

Αν υπήρξε κάτι θετικό, στην ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά του 2020, είναι ο άπλετος χρόνος για παρατηρήσεις και σκέψεις που μας προσέφερε, ο επιβληθείς από τον φόβο και τα μέτρα, εγκλεισμός. Βασική προϋπόθεση, βέβαια, για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας είναι ότι ο «έγκλειστος» είχε (και εξακολουθεί να έχει) το ενδιαφέρον και την επιθυμία να κάνεις παρατηρήσεις και σκέψεις. Όπως, όμως, συμβαίνει συνήθως, των παρατηρήσεων και των σκέψεων έπονται απορίες και παρόλο που η χώρα μας προσφέρει πολλές δυνατότητες για τη διατύπωσή τους, δυστυχώς, δεν παρέχει και τις αντίστοιχες λύσεις ή απαντήσεις.

Εν μέσω, λοιπόν, μιας πανδημίας, η πρώτη απορία που ζητάει απάντηση είναι μια σκέψη που υπό φυσιολογικές συνθήκες κανένας πολίτης καμίας χώρας δεν θα ήθελε να κάνει. Χρήζει, πιστεύω, εγώ και πολλοί άλλοι, εξηγήσεως από τους εξαιρετικούς –χωρίς καμία διάθεση ειρωνείας– ειδικούς, που αντιμετωπίζουν πραγματικά την COVID-19, το πώς και το γιατί η Ελλάδα παρουσιάζεται τόσο ψηλά σε ποσοστό θανάτων σε διάφορους διεθνείς πίνακες. Να εξηγήσουν στην «ψυχοπλακωμένη» κοινή γνώμη, γιατί αυτό συμβαίνει, οι επιστήμονες και όχι οι πολιτικοί. Φταίει το γεγονός ότι το λεγόμενο δεύτερο κύμα χτύπησε ανελέητα τα γηροκομεία; Μήπως οι άνθρωποι που νοσούν φτάνουν με μεγάλη καθυστέρηση στα νοσοκομεία, κι αν ναι γιατί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ή τελικά πάσχει τόσο σοβαρά η νοσοκομειακή περίθαλψη, κάτι που φυσικά δεν θέλουμε να πιστέψουμε. Η κατάσταση που βιώνουμε απαιτεί σοβαρές απαντήσεις, για να μην επικρατούν ανεύθυνες εξηγήσεις, μύθοι και δοξασίες. Και απαιτεί απαντήσεις από ειδικούς, ώστε να μην υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης από κανέναν. 

Η παραπάνω απορία προκύπτει από τη σημερινή συγκυρία, όπως προανέφερα. Ωστόσο, τους συμπολίτες μας βασανίζουν και διαχρονικά ερωτήματα, στα οποία δεν έχουν δοθεί ακόμα απαντήσεις. Ας πούμε τι σημαίνει «προοδευτικός» στην Ελλάδα και ποιες είναι οι προδιαγραφές του; Τι εννοούν εκείνοι, οι οποίοι έχουν κάνει παντιέρα αυτή την ιδιότητα στον δημόσιο διάλογο και εμφανίζονται ως εκφραστές της προόδου; Ποια είναι η σχέση του «προοδευτικού» με τον «εκσυγχρονιστή», τον «αποτελεσματικό», τον «κοινωνικά ευαίσθητο» και κατά πόσον η αυτοπροσδιοριζόμενη ελληνική «Αριστερά» του δημόσιου βίου, σήμερα, σχετίζεται στο σύνολό της με τους καιρούς και την πρόοδο, όπως θέλει να διατείνεται; Στην εποχή του διαδικτύου και σε μια χώρα, όπου ο καθένας είναι ό,τι δηλώνει, είναι μάταιο να αναμένει κάποιος πειστικές απαντήσεις. Υπό αυτήν την έννοια, μάλλον, δεν θα βρεθεί ποτέ ποιος είναι και ποιος δεν είναι «προοδευτικός» στη χώρα μας. Έχουμε, άλλωστε, μάθει να ζούμε με αυτή την απορία. 

Από την άλλη πλευρά, όχι μία, αλλά άπειρες απορίες γεννώνται συνεχώς σε γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς γύρω από το διαχρονικό πρόβλημα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Είναι αναμφίβολο ότι δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που να ασχολείται καθημερινά και αδιάλειπτα με την Παιδεία της. Θα ήταν, βεβαίως, άξιο θαυμασμού εάν η συνεχής δημόσια ενασχόληση αφορούσε τον εμπλουτισμό των μελλοντικών πολιτών της με γνώσεις, τη βελτίωση της συμπεριφοράς τους και την προώθηση της ιστορίας και της κουλτούρας. Όλοι, όμως, κατά βάθος ξέρουν ότι η συζήτηση που γίνεται, συμπεριλαμβανομένου κάθε νέου λαμπρού μεταρρυθμιστικού νομοσχεδίου, είναι συνήθως ανούσια. Οι λόγοι είναι ότι, πρώτον, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της δημόσιας εκπαίδευσης ανήκουν στη λεγόμενη «ελληνική πραγματικότητα», η οποία πλέον έχει καταλήξει να είναι αστικός μύθος, και δεν αλλάζουν, και δεύτερον μεγάλο κομμάτι όσων εμπλέκονται στη δημόσια εκπαίδευση βολεύονται με την απερίγραπτη κατάσταση και ούτε θέλουν ούτε πιέζουν να αλλάξει. Και το χειρότερο είναι ότι συχνότερα αυτοί που εμπλέκονται στη διαμόρφωση της δημόσιας εκπαίδευσης δεν είναι καν εκπαιδευτικοί! Η κατάσταση στην εκπαίδευση, λοιπόν, παραμένει αναλλοίωτη. Οι απορίες περί τη δημόσια εκπαίδευση, επομένως, προσκρούουν πάνω στον αδιαπέραστο τοίχο της ελληνικής στασιμότητας και μεγαλώνουν τη στοίβα των αναπάντητων ερωτημάτων.

Τέλος, μία ακόμη απορία είναι από πού αντλεί έσοδα αυτό το κράτος. Όλα δείχνουν ότι η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και η παραοικονομία εξακολουθούν να αποτελούν χαίνουσες πληγές της ελληνικής οικονομίας, η εφαρμογή νέων τεχνολογιών δεν τις έχει δαμάσει, και είναι φανερό ότι η περίφημη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας που απαρτίζεται από τους λεγόμενους «μικρομεσαίους» και τους αυτοαπασχολούμενους βυθίζεται όλο και περισσότερο στο βούρκο που οι απανωτές κρίσεις την έχουν ρίξει. Οι αποδείξεις σπανίζουν, το «μαύρο» χρήμα ρέει άφθονο, και δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για τους πολίτες τόσο στο κομμάτι της κατανάλωσης όσο και στο κομμάτι της επιχειρηματικότητας. Επομένως, και αυτή η απορία προστίθεται στη λίστα των αδύνατων να απαντηθούν, αφού σύμφωνα με την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας, δεν είναι δυνατόν να πάρεις λογική απάντηση. 

Θέτω, λοιπόν, το ερώτημα: πως είναι δυνατόν να καταφέρουμε να απαντήσουμε στα κρίσιμα ερωτήματα που ανέδειξε η πανδημία, εάν δεν είμαστε ικανοί να διαχειριστούμε τα χρονίζοντα ζητήματα που απασχολούν τη χώρα μας από τη μεταπολίτευση; Είναι φανερό πως η αντιμετώπιση μιας κρίσης απαιτεί συντονισμό και κρατική οργάνωση που μόνο μια κυβέρνηση, η οποία θα καταφέρει να επιλύσει, έστω ικανοποιητικά, τα προηγούμενα ζητήματα μπορεί να επιδείξει. 


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαριλίνα Γερασίμου
Μαριλίνα Γερασίμου
Γεννημένη το 2001 στην Αθήνα, είναι φοιτήτρια της Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μεγαλύτερο πάθος της είναι οι αντιλογίες και ένα πράγμα που δε θα μπορούσε να λείπει από τη ζωή της είναι τα ταξίδια. Μετράει συμμετοχές σε μοντέλα προσομοιώσεων και διεθνή συνέδρια, ενώ στο κέντρο των ενδιαφερόντων της βρίσκονται η μουσική, η τέχνη και τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα.