Της Κωνσταντίνας Αυγερινού,
Κάποιες εικόνες δύσκολα τις ξεχνάς. Όπως την εικόνα ενός νεαρού άνδρα που «σπαρταρούσε» στο πάτωμα, όσο εγώ ένα πρωινό Σαββάτου έκανα τα ψώνια μου σε πολυσύχναστο εμπορικό κατάστημα της Αθήνας. Ούσα πολύ μικρότερη, η εικόνα του μου φαινόταν εντελώς «ξένη» και άκρως τρομακτική. Οι υπάλληλοι του καταστήματος απλά καθόντουσαν με απόλυτη ψυχραιμία συνεχώς δίπλα στον νεαρό, περιμένοντας πότε θα επανέλθει. Ίσως και αυτή να είναι η καλύτερη αντιμετώπιση που μπορεί να έχει κανείς σε ένα αιφνίδιο επιληπτικό επεισόδιο.
Οι σπασμοί είναι οι ακούσιες κινήσεις μυών ή μυϊκών ομάδων, που συστέλλονται ανεξέλεγκτα, διακρίνονται σε τονικούς, κλονικούς ή κλονικοτονικούς και η επιληψία αποτελεί μια ιδιαίτερη κατηγορία αυτών. Υπάρχουν τρεις όροι που πρέπει να διευκρινιστούν: η επιληψία, οι επιληπτικές κρίσεις και το επιληπτικό σύνδρομο. Η λέξη επιληψία ταυτίζεται με την επιληπτική διαταραχή. Πρόκειται για μια χρόνια νόσο του εγκεφάλου που χαρακτηρίζεται από σταθερή προδιάθεση για δημιουργία επιληπτικών κρίσεων, που εμφανίζονται αναίτια και σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, χωρίς να υπάρχουν εμφανή σημεία για την έναρξη των κρίσεων αυτών. Οι επιληπτικές κρίσεις είναι σύνηθες σημείο δυσλειτουργίας του εγκεφάλου και ορίζονται ως τα παροδικά επεισόδια σημείων ή συμπτωμάτων που οφείλονται σε παθολογική, υπερβολική ή σύγχρονη νευρωνική δραστηριότητα στον εγκέφαλο. Τη στιγμή της πρόκλησης αναπτύσσεται στον εγκέφαλο μια ανώμαλη ηλεκτρική δραστηριότητα, πολύ διαφορετική από την τυπική. Το επιληπτικό σύνδρομο αναφέρεται σε νοσολογική οντότητα όπου εκδηλώνονται συγκεκριμένοι τύποι επιληπτικών κρίσεων και σε συνδυασμό με την κλινική εξέταση, την εργαστηριακή απεικόνιση και το ιστορικό του ασθενούς συνιστούν ένα ενιαίο σύνολο και έτσι διαφοροποιούν τη μία μορφή επιληψίας από την άλλη.
Αναφορικά με την αιτιολογία των επιληψιών, αυτές διακρίνονται σε γενετικής αιτιολογίας (π.χ. μεταλλάξεις γονιδιώματος), δομικής ή μεταβολικής αιτιολογίας (π.χ. όγκος, δυσπλασία) και άγνωστης αιτιολογίας. Παράλληλα, ταξινομούνται και με βάση τα κλινικά σημεία και τη συμπτωματολογία τους. Οι εκδηλώσεις τους εξαρτώνται από το αν η έναρξη της λανθάνουσας ηλεκτρικής δραστηριότητας περιλαμβάνει όλο τον εγκεφαλικό φλοιό ή ένα μόνο τμήμα του και από το ποια θα είναι η πορεία της διάδοσής της. Συνεπώς, χωρίζονται σε εστιακές, που ξεκινούν από ένα τμήμα του φλοιού, και γενικευμένες, που ξεκινούν ταυτόχρονα σε διάφορα σημεία του εγκεφάλου.
Η ταξινόμηση των επιληπτικών συνδρόμων είναι πολυπλοκότερη, καθώς εξαρτάται από μια πληθώρα παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του τύπου της κρίσης, της αιτιολογίας, της παρουσίας γενετικών μεταλλάξεων, των νευροαπεικονιστικών αποτελεσμάτων και της ανταπόκρισης του ασθενούς στη θεραπεία. Από τη Διεθνή Ένωση ενάντια στην Επιληψία (International League against Epilepsy, ILE) δίνονται οι εξής τρεις κατηγορίες: η εστιακή επιληψία, η ιδιοπαθής γενικευμένη επιληψία και η συμπτωματική γενικευμένη επιληψία. Η εστιακή επιληψία χωρίζεται σε δύο υποκατηγορίες: στην ιδιοπαθή εστιακή επιληψία, η οποία σχετίζεται με αναπτυξιακές ανωμαλίες που εκδηλώνονται κατά την παιδική ηλικία και μετριάζονται όσο πλησιάζει το άτομο στην εφηβεία, και στην συμπτωματική εστιακή επιληψία, που αφορά δυσλειτουργία σε έναν από τους λοβούς του εγκεφάλου, με συνηθέστερη αυτή του κροταφικού λοβού. Μια επιπρόσθετη κατηγορία είναι αυτή των αδιευκρίνιστων κρίσεων ως προς το αν είναι γενικευμένης ή εστιακής αρχής. Όλα τα επιληπτικά σύνδρομα που είναι αναγνωρισμένα αυτή τη στιγμή υπάγονται σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες.
Οι κρίσεις αυτές αυτοτελώς δεν συνιστούν τη νόσο της επιληψίας. Ένα άτομο, δηλαδή, που εμφανίζει μία επιληπτική κρίση δεν μπορούμε να το διαγνώσουμε ως επιληπτικό. Η διάγνωση της επιληψίας λαμβάνεται τυπικά, όταν το άτομο εμφανίσει τουλάχιστον δύο απρόκλητες επιληπτικές κρίσεις με μεσοδιάστημα άνω των 24 ωρών μεταξύ τους ή μία απρόκλητη επιληπτική κρίση που θα γίνει στο πλαίσιο αυξημένης πιθανότητας για επακόλουθες κρίσεις, που θα επιβεβαιωθούν από επιληπτικόμορφο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ). Παράλληλα, η κλινικοεργαστηριακή εκτίμηση θα πρέπει να υποδεικνύει την παρουσία κάποιου επιληπτικού συνδρόμου. Οι βασικές κλινικές εξετάσεις είναι το ΗΕΓ και η μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου (MRI). Βάσει μόνο κλινικών κριτηρίων, η λανθασμένη θετική εκτίμηση μπορεί να αγγίξει ακόμη και το 20%. Για τον λόγο αυτό, συνιστάται και η παρακλινική εξέτασή της.
Η χρονική περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται η κρίση ονομάζεται επιληπτική φάση. Ο χρόνος που απαιτείται μετά την κρίση ώστε να επανέλθει ο ασθενής και να ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις του ονομάζεται μετακριτική φάση και το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο επιληπτικά επεισόδια, ανεξάρτητα από τη διάρκειά του, ονομάζεται μεσοκριτική φάση. Η διάρκεια της τελευταίας είναι ακαθόριστη.
Το επιληπτικό επεισόδιο χωρίζεται σε τρεις φάσεις από τις οποίες περνά ο ασθενής και μπορούν να αποδοθούν από το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα.
Α) Τονική φάση: ξεκινά με πτώση του ατόμου στο έδαφος και γενικευμένη ακαμψία σώματος, κυρίως των άκρων, με χαρακτηριστική τοξοειδή κύρτωση της ράχης προς τα πίσω. Ξεκινά η κυάνωση του προσώπου, όπου το χρώμα αυτού χλομιάζει και συνοδεύεται με επιληπτική κραυγή ως αδυναμία των μυών της γλώσσας να ελεγχθούν. Στη φάση αυτή το άτομο εμφανίζει συχνά ακράτεια.
Β) Κλονική φάση: έχουμε υπερτονία του σώματος που εκδηλώνεται με κλονικές συσπάσεις των άκρων, σιελόρροια σε αφρώδη μορφή και ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων.
Γ) Μετακριτική φάση: στην τρίτη και τελευταία φάση του επεισοδίου, τα συμπτώματα της κρίσης σταδιακά υποχωρούν, τα άκρα χωλαίνουν, εμφανίζουν αναπάντεχα μεγάλη μυϊκή χαλάρωση και το άτομο εξακολουθεί να μην έχει ανάκτηση των αισθήσεών του.
Η σημαντικότητα του να γνωρίζουμε την συμπτωματολογία της κάθε φάσης έγκειται στο να μπορούμε να αναγνωρίσουμε την όποια κατάσταση και να παρέχουμε την απαιτούμενη βοήθεια, αφού το 10% του πληθυσμού κάποια στιγμή, σε ανύποπτο χρόνο, μπορεί να εκδηλώσει μια κρίση. Η επικινδυνότητα του επεισοδίου δεν αφορά τόσο το πρόβλημα που δημιουργείται από νευρολογικής ή παθολογικής σκοπιάς στον οργανισμό, αλλά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα γίνει το επεισόδιο. Για παράδειγμα, αν το άτομο είναι μόνο του ή ακόμα και αν υπάρχει η παρουσία κάποιου στον χώρο ο οποίος όμως δεν καταφέρει να το φέρει στην κατάλληλη θέση, υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού, συστροφής ή δαγκώματος της γλώσσας και αναρρόφησης των υγρών που απεκκρίνει το άτομο.
Έτσι, ευρισκόμενοι σε μία τέτοια κατάσταση προστατεύουμε αρχικά τον εαυτό μας, ως πάροχοι πρώτων βοηθειών, δεν εκτιθέμεθα δηλαδή σε επαφή με τα υγρά που εκκρίνονται. Προστατεύουμε τον επιληπτικό από τυχόν κακώσεις, τοποθετώντας τον σε ένα όσο το δυνατόν πιο ασφαλές σημείο, με λιγότερο αιχμηρά-σκληρά αντικείμενα. Κάθε μετακίνηση απαγορεύεται και δεν συνιστάται η προσπάθεια ανακοπής των σπασμών σε καμία περίπτωση, εφόσον δεν πρόκειται για κάτι που μπορεί να ελεγχθεί. Παραμένουμε δίπλα στο άτομο και καλούμε βοήθεια σε περίπτωση που οι επιληπτικές κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη ή έχουν διάρκεια μεγαλύτερη, περίπου, των τριάντα λεπτών.
Στο πίσω μέρος του μυαλού μας ας έχουμε πως το άτομο δεν έχει συνειδησιακή επαφή με το περιβάλλον του και μετά το πέρας του επεισοδίου δεν θα θυμάται τι έχει συμβεί τα προηγούμενα λεπτά. Καλό θα ήταν μόλις επανέλθει να του εξηγήσουμε τις συνθήκες που επικράτησαν όσο «απουσίαζε» ώστε να μην πανικοβληθεί. Ας προσφέρουμε ανιδιοτελώς την υπομονή και την κατανόησή μας!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Benjamin, I., Griggs, R., Wing, E. & Fitz, G. (2016). ANDREOLI & CARPENTER’S Cecil Βασική Παθολογία 9η έκδοση. Κύπρος: Broken Hill Publishers
- Πετρίδης, Α., Ευτυχίδου, Ελένη. & Τσόχας, Κ. (2011). ΠΡΩΤΕΣ ΒΟΗΘΕΙΕΣ. Κύπρος: Broken Hill Publishers
- Λογοθέτη, Ι. & Μυλωνά, Ι. (2018). ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑ ΛΟΓΟΘΕΤΗ. Θεσσαλονίκη: UNIVERSITY PRESS STUDIO A.E