Της Ευφροσύνης Κουκουφιλίππου,
Η Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή υπεγράφη το 2015 και τέθηκε σε ισχύ τον Νοέμβριο του 2016, με βασικό στόχο της τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη, πολλώ δε μάλλον τη σταθεροποίηση της μέσης θερμοκρασίας του στο 1,5°C, μέσω της παγκόσμιας συνεργασίας. Η συμφωνία έχει αποσπάσει 195 υπογραφές μέχρι σήμερα και αποτελεί την πρώτη νομικά δεσμευτική για το περιβάλλον παγκοσμίως. Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα∙ το 2017 ο τέως Πρόεδρος απεφάνθη την απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από τη συμφωνία, θεωρώντας την «οικονομικά επιζήμια», και το 2019 έγινε πράξη, εκπληρώνοντας ταυτόχρονα τις προεκλογικές του υποσχέσεις. Βάσισε τον χαρακτηρισμό αυτό σε πιθανή ζημία στην τσιμεντοβιομηχανία, τη βιομηχανία του άνθρακα, του χαρτιού και του χάλυβα.
Η κίνηση του Donald Trump πυροδότησε πλήθος αντιδράσεων τόσο από τις υπόλοιπες χώρες που συμμετέχουν στη συμφωνία των Παρισίων όσο κι από περιβαλλοντικές οργανώσεις. Όλοι άλλωστε θυμόμαστε το επιθετικό βλέμμα της νεαρής περιβαλλοντικής ακτιβίστριας, Greta Thunberg, προς τον πρώην Πρόεδρο! Οι Η.Π.Α. είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες διαχρονικά εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στον πλανήτη και δεν μπορεί, δυστυχώς, να δικαιολογηθεί ούτε στο ελάχιστο, παραδείγματος χάριν λόγω του μεγέθους της. Η εθνική πρακτική που ακολουθείται επί σειρά ετών, επαληθεύει πως οι φυσικοί πόροι και η βιωσιμότητα κάθε πτυχής του περιβάλλοντος θυσιάζονται στο βωμό της ακραίας έκφανσης του καπιταλισμού. Αυτό δεν απομακρύνει, βέβαια, το βάρος από τους ώμους των άλλων υψηλά ρυπογόνων κρατών που επιβαρύνουν την κατάσταση της περιβαλλοντικής ισορροπίας και δυσκολεύουν το έργο της αποκατάστασης. Τουλάχιστον, όμως, αυτά τα κράτη είναι πρόθυμα να συνεισφέρουν στη βελτίωση της παρούσας κατάστασης και η συμμετοχή τους στρώνει το δρόμο για επερχόμενες συμφωνίες, που θα στοχεύουν στη διαφύλαξη του πλανήτη.
Η Γερμανίδα Υπουργός Περιβάλλοντος, μετά την ανακοίνωση ότι αποχωρούν οι Η.Π.Α. από τη συμφωνία, δήλωσε το εξής: «Το κλίμα του πλανήτη θα επιβιώσει οκτώ χρόνια και χωρίς τις Η.Π.Α.». Είναι προφανές ότι ένας τόσο μεγάλος παράγοντας, δηλώνοντας μη διαθέσιμος να συμβάλλει στην παγκόσμια προσπάθεια, δυσκολεύει την πραγματοποίηση των στόχων που θέτει η συμφωνία για το κλίμα και βάζει τρικλοποδιές σε ένα εγχείρημα που θα μπορούσε να εξασφαλίσει υψηλότερη βιωσιμότητα στη γη. Αν δεν δράσουμε μέσα σε αυτά τα οκτώ χρόνια, ο πλανήτης θα επέλθει σε μία μη αναστρέψιμη κατάσταση, όπως επιβεβαιώνουν οι επιστήμονες, με την πιο άμεση απειλή να είναι αυτή της ανόδου της στάθμης της θάλασσας σε παράκτιες περιοχές εξαιτίας του λιωσίματος των πάγων, που οφείλεται με τη σειρά του στο φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Οι Η.Π.Α. ανήκουν στις ανεπτυγμένες χώρες και πλέον είναι φυσιολογικό η βιομηχανία τους να ακολουθεί τις παγκόσμιες τεχνολογικές εξελίξεις που επηρεάζουν την πορεία της οικονομίας. Η χώρα δεν στηρίζεται πλέον στα ορυκτά καύσιμα, και δεν θα πρέπει να στηρίζεται σε αυτά, γιατί προφανώς πλησιάζουν σε σημείο εξάντλησης. Οι εταιρίες στρέφονται ήδη σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας που σταδιακά γίνονται πιο προσιτές και μεγιστοποιούν τα κέρδη τους (απαιτείται μόνο ο κατάλληλος εξοπλισμός εκμετάλλευσης κι όχι επιπλέον κόστη εξόρυξης). Έτσι η προσκόλληση σε μία αντίληψη του προηγούμενου αιώνα σε σχέση με το περιβάλλον, τις θέσεις εργασίας και τους πυλώνες της αμερικανικής οικονομίας συνιστά σφάλμα για την ίδια την αμερικανική οικονομική πολιτική. Το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να θέσει τις σταθερές βάσεις στην καινοτόμα εκμετάλλευση εναλλακτικών μορφών ενέργειας, έτσι ώστε να το μιμηθούν και οι αναπτυσσόμενες χώρες της διεθνούς κοινότητας.
Αναμφισβήτητα, η λανθασμένη κίνηση των Η.Π.Α., ανοίγει το δρόμο για μελλοντικές αμφισβητήσεις της συμφωνίας των Παρισίων κι από άλλα κράτη ή για τη διατύπωση επιφυλάξεων και αντιρρήσεων ως προς το περιεχόμενο. Κάτι τέτοιο θα καθιστούσε ανέφικτο και τον μικρό στόχο των 2°C και ενδεχομένως να οδηγούσε σε αύξηση των εκπομπών. Η Αμερική είχε ηγετικό ρόλο διακυβέρνησης στις προσπάθειες για το κλίμα στο παρελθόν. Αφήνοντας κενή αυτήν τη θέση, όλες οι προσδοκίες στρέφονται προς την Κίνα, όχι μόνο για τη μείωση των εκπομπών της -καθώς είναι ο νούμερο ένα εκπομπέας διοξειδίου του άνθρακα τα τελευταία χρόνια- αλλά και για την ανάληψη των οικονομικών υποχρεώσεων που εγκατέλειψαν οι Η.Π.Α., αποσυρόμενες και από το Πράσινο Ταμείο. Για την Κίνα αυτό το καθήκον μοιάζει αβάσταχτο, αφού πιέζεται σε οικονομικό επίπεδο, όσον αφορά τα κόστη μετριασμού των εκπομπών, μετά από την αποχώρηση των Η.Π.Α.
Βασικό επιχείρημα του Trump, όταν αποφάσισε την απόσυρση από τη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή, ήταν ότι οι Η.Π.Α. θα ζημιωθούν και η Κίνα θα αποκτήσει το πάνω χέρι συνεχίζοντας τη ρύπανση. Μόνο που παρέλειψε πως η Κίνα στην πραγματικότητα θα τελειοποιήσει τον τομέα της πράσινης ενέργειας. Αν η Κίνα ανεξαρτητοποιηθεί ενεργειακά βασιζόμενη αποκλειστικά σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι Η.Π.Α. θα βγουν εκτός ανταγωνισμού και αγοράς στο συγκεκριμένο τομέα παραγωγής, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών. Η απόσυρση της δεύτερης μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ των δύο εμπορικών τιτάνων και χαμένη είναι μόνον αυτή. Ο κοντόφθαλμος πολιτικός σχεδιασμός του τέως Προέδρου απομακρύνει τη χώρα από την παγκόσμια συζήτηση για το κλίμα και γεννά δυσπιστία στους υπόλοιπους εταίρους.
Ο Trump συνεχίζει να εμμένει στην απόφασή του για τη συμφωνία των Παρισίων, όπως επιβεβαιώθηκε στη σύνοδο των G20, και έχει φτάσει στο σημείο να ισχυριστεί ότι η κλιματική αλλαγή είναι απάτη. Ο νεοεκλεγείς Προέδρος Joe Biden έχει υποσχεθεί την επανένταξη της χώρας του στη συμφωνία κι αναμένουμε πολύ σύντομα να γίνει πράξη. Ο πλανήτης άντεξε ήδη τέσσερα χρόνια, δεν μπορεί να περιμένει άλλο!