11.8 C
Athens
Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΠοια ήταν πράγματι η εξωτερική πολιτική του Ιωάννη Μεταξά;

Ποια ήταν πράγματι η εξωτερική πολιτική του Ιωάννη Μεταξά;


Του Ευάγγελου Λώτη, 

Ο Ιωάννης Μεταξάς αποτελεί ένα από τα κλασικά παραδείγματα ιστορικής προσωπικότητας που έχουν επηρεαστεί από διάφορες ιδεολογικές προσεγγίσεις μελετητών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η περίοδος της εξουσίας του να μην έχει μελετηθεί σε βάθος για πολλά χρόνια ή να έχει αποδοθεί λανθασμένα. Την τελευταία όμως δεκαετία, η ιστορική έρευνα προσέγγισε την περίοδο 1936-1940, καθώς και την πολιτική ζωή Μεταξά στο σύνολο της, με μεγαλύτερη αντικειμενικότητα αποσαφηνίζοντας πολλά σκοτεινά ή λανθασμένα στοιχεία που είχαμε υπ’ όψει μας. Στο παρόν άρθρο γίνεται μνεία στην εξωτερική πολιτική που ακολούθησε ο Έλληνας κυβερνήτης, η οποία, όπως έχει γίνει αποδεκτό, διακατεχόταν από την αγωνιώδη μέριμνα του για την αποφυγή της εμπλοκής της χώρας σε έναν πόλεμο.

Στόχος του Μεταξά ήταν η αναγνώριση του ήδη υπάρχοντος συνοριακού καθεστώτος, του status quo της περιοχής των Βαλκανίων. Για αυτό στόχευε στην ουδετερότητα, δηλαδή την αποφυγή οποιασδήποτε ενέργειας που θα μπορούσε να εμπλέξει την Ελλάδα σε πόλεμο, και στη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας για παν ενδεχόμενο. Στα Βαλκάνια γνώριζε ότι η Βουλγαρία αποτελούσε τη μόνη αναθεωρητική δύναμη και ήξερε ότι οι βλέψεις της για έξοδο στο Αιγαίο έπρεπε να αντιμετωπισθούν με σοβαρότητα. Για τον λόγο αυτό, δεν βασίστηκε στην εξωτερική βοήθεια αλλά πήρε μέτρα από μόνος του για την επιτυχή αντιμετώπιση τους. Διέταξε την κατασκευή οχυρών και οχυρωματικών έργων μήκους 200 χλμ. («Γραμμή Μεταξά») και πραγματοποίησε με τη Βουλγαρία ξεχωριστή συμφωνία, αν και η τελευταία την αθέτησε ερχόμενη σε συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία το 1937 για τον διαμελισμό της Ελλάδας. Επιπλέον, έχοντας ως βάση τις γνώσεις και τις εμπειρίες του από την περίοδο που τελούσε υπασπιστής και αντιπρόσωπος του Βενιζέλου στους Βαλκανικούς Πολέμους, προσπάθησε να ενισχύσει το Βαλκανικό σύμφωνο. Τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων ήταν η ανανέωση του Βαλκανικού Συμφώνου τον Φεβρουάριο του 1940 (Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Τουρκία), αν και στη συνέχεια τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως αυτό όριζε.

Όσον αφορά την Τουρκία, συνέχισε την φιλική πολιτική που είχε προωθηθεί από το 1930 με την υπογραφή του «Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας, Ουδετερότητας και Διαιτησίας» από τον Βενιζέλο και τον Μουσταφά Κεμάλ και του «Συμφώνου Εγκάρδιου Συνεννοήσεως» του 1933 από τον Παναγή Τσαλδάρη και τον Ισμέτ Ινονού. Κατάφερε επίσης να εξασφαλίσει το απαραβίαστο των Θρακικών συνόρων τον Απρίλιο του 1938 με την υπογραφή του «Πρόσθετου Ελληνοτουρκικής Συνθήκης» που συμπλήρωνε τις διατάξεις του 1930 και του 1933.

Όταν το 1939 οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν στην Αλβανία, ανακοίνωσε αυτοπροσώπως στους πρέσβεις, στους στρατιωτικούς, στην κοινή γνώμη και στον διεθνή τύπο την απόφαση του η Ελλάδα να πολεμήσει εάν χρειαστεί. Διέταξε μάλιστα την μετακίνηση στρατιωτικών τμημάτων προς την ελληνοαλβανική μεθόριο επιβεβαιώνοντας στην παγκόσμια κοινή γνώμη την απόφαση του. Ποτέ όμως δεν είχε πρόθεση να έρθει σε σύγκρουση με την Ιταλία, ούτε να προκληθεί ρήγμα στις μεταξύ τους σχέσεις. Για αυτό στις 30 Σεπτεμβρίου 1939 εκδόθηκε ένα ανακοινωθέν που τόνιζε την διατήρηση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, βάση του «Συμφώνου Φιλίας, συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού» που είχε υπογραφεί στις 23 Σεπτεμβρίου 1928, το οποίο και υπογράφτηκε στις 28 Οκτωβρίου 1939, ένα χρόνο ακριβώς πριν από τον πόλεμο. Βασιζόμενος όμως στο ένστικτο του και κρίνοντας με βάση τα γενόμενα, τον επόμενο χρόνο ήρθε σε επαφή με τον Graci, Ιταλό διπλωμάτη και πρέσβη στην Ελλάδα, πολλές φορές με στόχο την διάλυση οποιασδήποτε παρεξήγησης. Στην τελευταία συνάντηση πριν το τελεσίγραφο, τον διαβεβαίωσε για τις φιλικές διαθέσεις του Τσιάνο και του Μουσσολίνι παρά τα παράπονα του Μεταξά για τη φιλική στάση στης Ιταλίας. Η παραβίαση του εναέριου χώρου από ιταλικά αεροπλάνα και το περιστατικό του Έλληνα πρέσβη στη Γένοβα Σκάρπα το 1940 έδιναν την αφορμή στον Μεταξά να μην εμπιστεύεται τα λεγόμενα του Ιταλού πρέσβη. Οι Ιταλοί έψαχναν αφορμή για να δημιουργήσουν ρήγματα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και ο Μεταξάς, με στόχο να αιφνιδιάσει αυτός τους Ιταλούς σε περίπτωση σύγκρουσης, καθυστέρησε την επιστράτευση για να συνεχίσουν να θεωρούν την Ελλάδα στρατιωτικά απροετοίμαστη.

Τέλος, ο Μεταξάς είχε κάνει ξεκάθαρο, ήδη από το 1936, ότι η στάση της Ελλάδας θα είναι φιλικά προσκείμενη προς τη Μ. Βρετανία. Το θεωρούσε λογικό και σώφρων να συνταυτιστεί με την τύχη μιας ναυτικής δύναμης. Μέχρι όμως και την έναρξη του πολέμου, δεν είχε καταφέρει να κλείσει συμφωνία με τους Βρετανούς που να του εγγυάται την υποστήριξη της αλλά ήταν και ανένδοτος στο να χρησιμοποιήσουν το ελληνικό έδαφος φοβούμενος ένα ανάλογο με το 1915. Στον οικονομικό τομέα όμως, οι επαφές από το 1939 καρποφόρησαν με τη εμπορική και ναυτιλιακή σύμβαση που υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1940, βάση της οποίας ενισχύονταν οι μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές και ορίζονταν οροφές στις εξαγωγές προς την Γερμανία. Καθώς όμως το ύψος των ελληνικών εξαγωγών μειωνόταν, οι Γερμανοί ζήτησαν την υπογραφή εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών, με τον Μεταξά να μην αλλάζει την πολιτική εύνοιας προς την Βρετανία. Σε γενικό πλαίσιο, ο Μεταξάς είχε εξασφαλίσει τη διαβεβαίωση της Βρετανίας ότι θα της παρείχε στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση που γινόταν θύμα ιταλικής επίθεσης αλλά δεν δεσμευόταν από κάποια συμμαχία, όπως και αποδείχθηκε στη συνέχεια.

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, το «Έπος του 1940» ήταν κάτι για το οποίο ο Μεταξάς προετοιμαζόταν από την εποχή που ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας. Μάλιστα, όλες οι ενέργειες του έλαβαν χώρα πριν καν ξεκινήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και πριν κατασταλάξει η Μ. Βρετανία στην πολιτική που εν τέλει θα ακολουθούσε. Ήταν ικανός να αντιληφθεί τους κινδύνους που επρόκειτο να αντιμετωπίσει η χώρα (Ιταλία, Βουλγαρία) από πολύ νωρίς και για αυτό οι κινήσεις του στην εξωτερική πολιτική ήταν αρκετά προσεκτικές και μεθοδευμένες. Με την στάση επίσης που κράτησε προς τις Μεγάλες Δυνάμεις απορρίπτεται και η παρεξήγηση προς το πρόσωπο του Μεταξά, η οποία έχει τις ρίζες στο 1915 και στο γεγονός ότι αντιτάχθηκε στον Βενιζέλο, χαρακτηρίζοντας τον έκτοτε ως «γερμανόφιλο», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θαύμαζε την γερμανική πειθαρχία σε όλους τους τομείς.

Ευάγγελος Λώτης
Γεννήθηκε το 1994 στη Θεσσαλονίκη, είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και φοιτητής στο τμήμα των Πολιτικών Επιστημών. Γνωρίζει Αγγλικά και Γερμανικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ