Της Κυριακής Θεοδοσάκη,
Τον περασμένο μήνα, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών ανανεώθηκε με την ένταξη νέων κρατών, τα οποία θα ξεκινήσουν τη διετή θητεία τους από την 1η Ιανουαρίου 2021. Μεταξύ των κρατών που κατάφεραν να εκλεγούν και να κερδίσουν μια θέση στο Συμβούλιο είναι η Κίνα και η Ρωσία, ενώ υποψηφιότητα είχε θέσει και η Σαουδική Αραβία, η οποία τελικά δεν εξελέγη, λόγω του υψηλού ανταγωνισμού στη γεωγραφική ομάδα που ήταν υποψήφια. Το ενδιαφέρον αυτών των κρατών για τη συμμετοχή τους στο υψηλότερο διεθνώς θεσμικό όργανο προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προκάλεσε κύμα αντιδράσεων μεταξύ των ανθρωπιστικών οργανώσεων και των ακτιβιστών, δεδομένης της πρακτικής καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υιοθετούν πάγια στο εσωτερικό τους.
Οι αρνητικές αντιδράσεις καλλιέργησαν ένα αμφιλεγόμενο κλίμα σχετικά με την ικανότητα συμβολής αυτών των κρατών στην προσπάθεια προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο επιχείρημα των ακτιβιστών ότι με τη συμμετοχή αυτών των κρατών διακυβεύεται ο χαρακτήρας του Οργανισμού, η διευθύντρια του Παρατηρητήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των ΗΕ απάντησε πως, όντας αυτά τα κράτη μέλη του Συμβουλίου, οι παραβιάσεις και οι καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττουν καθίστανται ευκολότερα στο επίκεντρο διερεύνησης του θεσμού. Ουσιαστικά, η προσδοκία συνίσταται στο γεγονός πως η συμμετοχή τους θα δώσει μεγαλύτερη πρόσβαση στις εσωτερικές παραβιάσεις τους. Ωστόσο, αυτή η προσδοκία δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τις δηλώσεις των κρατών. Η Σαουδική Αραβία, αρχικά, αν και δεν εξελέγη, παραδέχτηκε ότι στο εσωτερικό της επιβάλλει περιορισμούς στην ελευθερία έκφρασης για την προστασία της δημοσίας τάξεως, της εθνικής ασφάλειας, των δημοσίων ηθών και της δημοσίας υγείας. Έπειτα, η Ρωσία επιβεβαιώνει πως η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνιστά προτεραιότητα της χώρας, αν και αντιτίθεται στην προσπάθεια χειραγώγησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τη διείσδυση στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών και την υπονόμευση των νομιμοποιημένων κυβερνήσεων. Αυτό, μάλιστα, αποκαλύπτει τη σταθερή δυσαρέσκεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας απέναντι στις διεθνείς «συστάσεις» και τις προσπάθειες τρίτων κρατών να έχουν λόγο στις εσωτερικές αθέμιτες πρακτικές της. H Kίνα στη δική της δήλωση τονίζει τη σημασία της οικονομικής χειραφέτησης και επισημαίνει ότι εγγυάται την ελευθερία όλων των εθνικών ομάδων να αναπτύσσουν τη μητρική τους γλώσσα.
Εντούτοις, οι δηλώσεις αυτές απλώς επιβεβαιώνουν τις αντιλήψεις των κυβερνήσεων αυτών των κρατών και διαψεύδονται από την ίδια την πρακτική τους. Η πρόσφατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Κίνας για την αντικατάσταση των μογγολικών από τα κινεζικά στην εσωτερική Μογγολία είναι η νεότερη απόδειξη∙ μια πρακτική που έχει υιοθετηθεί και σε άλλες περιφέρειες, όπως η Xinjiang στην οποία κατοικούν οι μουσουλμάνοι Ουιγούροι. Παράλληλα, τα υποτιθέμενα κέντρα επαγγελματικής εκπαίδευσης, στα οποία συγκεντρώνονται εκατοντάδες Ουιγούροι αποχωρισμένοι από τις οικογένειές τους, αναμφίβολα δεν σέβονται τα εργασιακά δικαιώματα και τις ανθρώπινες ελευθερίες παρά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης. Συγχρόνως, οι βίαιες καταστολές των δημοκρατικών εξεγέρσεων στο Χόνγκ-Κόνγκ δεν μπορούν να κρύψουν τον χαρακτήρα του αυταρχικού καθεστώτος. Λίγο πιο βόρεια, η πρόσφατη δηλητηρίαση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης της Ρωσίας, Alexei Navalny, αναζωπυρώνει τις ερωτήσεις σχετικά με τον τρόπο δράσης της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης. Και αυτό μάλιστα προστίθεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συγκεκαλυμμένου περιορισμού της ελευθερίας του λόγου με περιορισμούς για τις μη-κυβερνητικές και ακτιβιστικές οργανώσεις και με λανθάνοντα εμπόδια για όποιον εκφράζει αντίθετες απόψεις στη ρωσική κοινωνία και πολιτική. Τέλος, για τη μη εκλεγείσα Σαουδική Αραβία υπάρχει ένα ανάλογο, κατάφορα βίαιο ιστορικό καταπάτησης θεμελιωδών ελευθεριών. Χαρακτηριστικότερη είναι η δολοφονία του δημοσιογράφου και ακτιβιστή, Jamal Κhassogi, που σόκαρε τη διεθνή κοινότητα από τη βιαιότητα που δέχθηκε λόγω της ανθρωπιστικής δράσης του. Εκτός αυτού, η ζωή ενός δημοσιογράφου, ενός ακτιβιστή ή μιας γυναίκας δεν είναι διόλου εύκολη στη Σαουδική Αραβία. Οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα να οδηγούν μόλις το 2017, ενώ πολλές ακτιβίστριες βρίσκονται στη φυλακή για τις κατά καιρούς διαδηλώσεις τους.
Η απαρίθμηση γεγονότων δεν τελειώνει εδώ και αναμφίβολα έπεται και συνέχεια. Το ερώτημα είναι το εξής: Πώς μπορούν αυτά τα κράτη να συμβάλλουν στη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν διέπονται από μια τέτοια αντίληψη περί δικαιωμάτων; Είναι πράγματι η συμμετοχή τους μια ευκαιρία να επικρατήσει περισσότερο φως σε αυτά τα καταπιεστικά καθεστώτα ή θα υποκύψει ο οργανισμός στην αντίσταση που προβάλει η κρατική ισχύς; Από την άλλη πλευρά, ένας αποκλεισμός αυτών των κρατών από τη συμμετοχή τους σε ένα θεσμικό όργανο πολιτισμικού χαρακτήρα θα σημάνει ασφαλώς την επικράτηση μιας μονοδιάστατης αντίληψης για τα θεμελιώδη δικαιώματα, που θα στηριζόταν αποκλειστικά στα δεδομένα του δυτικού κόσμου. Μια πολυπολιτισμική αντίληψη, όμως, που δίνει φωνή και σε μη δυτικά κράτη, αφήνει περιθώρια ανοχής παραβιάσεων και καταπατήσεων στο όνομα του σεβασμού της πολιτισμικής διαφορετικότητας;