Της Αρετής Δανδάκη,
Η νεανική εγκληματικότητα και η παραβατική συμπεριφορά αποτελούν δίχως αμφιβολία κάποια από τα πιο σημαντικά και κρίσιμα φαινόμενα της σύγχρονης κοινωνίας. Σαφώς, η ηλικία επηρεάζει τον τρόπο συμπεριφοράς ενός επίδοξου δράστη, την κοινωνικοποίηση και τη διάπλαση του χαρακτήρα του, αλλά και τα διαφορετικά ερεθίσματα, τα οποία λαμβάνει σε μια –γεμάτη- πληροφορία- κοινωνία. Ενδιαφέρον είναι, πως η αποκλίνουσα συμπεριφορά των νέων παρουσιάζει αυξητικές τάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την χώρα μας να μην αποτελεί εξαίρεση.
Μια σειρά παραγόντων συμβάλλουν, ώστε να οδηγηθεί ένας νέος στην παρανομία ακόμα και στο έγκλημα, με τα πρωτεία να κατέχει η οικογένεια και η κοινωνία. Αρχικά, στο οικογενειακό περιβάλλον, συνήθως οι νεαροί δράστες, αποτελούν τα θύματα, λόγω της κακοποίησης, ψυχολογικής και σωματικής, των λανθασμένων προτύπων και αξιών, της μη αποδοχής και της αδιαφορίας εκ μέρους των γονέων. Οι νέοι λαμβάνουν αυτή τη συμπεριφορά και την εξωτερικεύουν στον περίγυρό τους, ασκώντας bullying ή στρεφόμενοι σε συμμορίες στις οποίες νιώθουν αποδεκτοί και αναγνωρίσιμοι. Επιπλέον, κρίσιμος είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο δεν λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικής ένταξης, αλλά και κοινωνικής περιθωριοποίησης ορισμένων ομάδων μαθητών. Τέλος, ακανθώδες και πάντα επίκαιρο ζήτημα αποτελεί το μήνυμα που θέλει να περάσει η πολιτεία αναφορικά με το αν οι φυλακές είναι σύστημα σωφρονισμού και ομαλής επανένταξης, ενηλίκων και ανηλίκων, ή τιμωρίας, αποδοκιμασίας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Είναι γεγονός, πως από το 1990 και έπειτα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει παρατηρηθεί αύξηση της λεγόμενης μικρομεσαίας εγκληματικότητας, όπως επίσης και η εγκληματικότητα των ανηλίκων ξεπερνά το 20% της συνολικής εγκληματικότητας. Η προαναφερθείσα αύξηση παρατηρείται και στην Ελλάδα, με τους νέους να οδηγούνται σε σωφρονιστικά ιδρύματα κατηγορούμενοι για κλοπές, ανθρωποκτονίες, βιασμούς, καθώς και διακίνηση ναρκωτικών. Σε σημαντικό άλμα προχώρησε η Ένωση το 2007, ξεκινώντας μια μεγάλη συζήτηση αποτελούμενη από ψηφίσματα με κύριο στόχο την δημιουργία ενός τρόπου αντιμετώπισης και κυρίως επίλυσης του φαινομένου των νεανικών παραβατικών συμπεριφορών.
Όπως είναι αυτονόητο, χρέος κάθε δημοκρατικής πολιτείας είναι να διασφαλίσει την σωστή πρόληψη και τον σωστό χειρισμό των νέων που τείνουν να εμφανίζουν αποκλίνουσα συμπεριφορά. Αδιαμφισβήτητα, υψίστης σημασίας αποτελεί η αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελεί φορέα πρόληψης της παραβατικότητας, ομαλότερης ένταξης παιδιών ευάλωτων κοινωνικών ομάδων ή παιδιών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες προσαρμογής. Ακόμη, χρειάζεται η σωστή ενημέρωση γονέων και εκπαιδευτικών, για τα σύγχρονα προβλήματα της νεαρής ηλικίας, αλλά και η δωρεάν ψυχολογική υποστήριξη και συμβουλευτική νέων σε σχολικό, τοπικό ή εθνικό επίπεδο. Η λήψη επιπλέον, των μέτρων για την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων αποτελεί σωτήριο βήμα, κατά το οποίο οι νέοι θα διοχετεύουν το ταλέντο και το ενδιαφέρον τους, σε μια εργασία που θα τους αποφέρει εισόδημα, δίχως το οποίο ίσως στρέφονταν σε παράνομες μεθόδους, έπειτα από αδιέξοδα, για την απόκτησή του. Τέλος, η πολιτεία πρέπει να μεριμνήσει για την αναθεώρηση της νομοθεσίας, σχετικά με τον εγκλεισμό τους σε σωφρονιστικά ιδρύματα, δίνοντας τους κίνητρα για εκπαίδευση και εργασία, φροντίζοντας ταυτόχρονα την ομαλή επανένταξή τους στην κοινωνία κατά την έξοδο από αυτά.
Συνεπώς, οι ανήλικοι παραβάτες δεν πρέπει επ’ ουδενί χαμένη υπόθεση. Η κοινωνία οφείλει να τους προσεγγίσει με ευαισθησία και ενδελέχεια, έτσι ώστε με υποστηρικτικό ρόλο και την αρωγή των ειδημόνων να καταφέρουν να απεμπλακούν από τις λανθασμένες επιλογές, στις οποίες προέβησαν σε μια ανήσυχη ηλικία. Εξάλλου, μελέτες αποδεικνύουν πως οι νέοι παραβάτες, απέχουν από εγκληματική δράση καθώς μεγαλώνουν, εφόσον έχουν βέβαια, την κατάλληλη καθοδήγηση.