17.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης: διαφορές δημοσίων υπαλλήλων και δημοσίων λειτουργών  

Η στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης: διαφορές δημοσίων υπαλλήλων και δημοσίων λειτουργών  


Της Ιωάννας Μπινιάρη,

Σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 1 του Συντάγματος: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό. Οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος διορισμού τους ορίζονται από το νόμο». Στη συγκεκριμένη διάταξη του Συντάγματος θεσπίζονται οι βασικοί κανόνες για τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών και κατοχυρώνεται η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι στελεχώνουν τις διοικητικές αρχές του κράτους και των άλλων δημοσίων νομικών προσώπων αλλά και τη Βουλή (υπάλληλοι της Βουλής – άρθρο 103 παρ. 6 Σ) και τα δικαστήρια (δικαστικοί υπάλληλοι – άρθρο 92 Σ).

Σε γενικές γραμμές, αυτό που οφείλουμε να γνωρίζουμε είναι ότι κατά τον Υπαλληλικό Κώδικα (Ν. 3528/2007) οι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν έμμεσα όργανα του κράτους, είναι δηλαδή τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν στο δημόσιο τις υπηρεσίες τους έναντι μισθού και συνδέονται με αυτό με μια ειδική νομική σχέση που συνάπτεται προαιρετικά, εναπόκειται δηλαδή και στη βούληση του φυσικού προσώπου να τη συνάψει, και συνεπάγεται ιεραρχική εξέταση και πειθαρχική ευθύνη. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί εδώ ότι η πειθαρχική ευθύνη είναι αυτή που διακρίνει κατά βάση τους δημοσίους υπαλλήλους από τους Υπουργούς και Υφυπουργούς, καθώς και από άλλα φυσικά πρόσωπα που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο δημόσιο με βάση π.χ. μια σύμβαση έργου ή με σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών.

Στο σημείο αυτό χρήζει αναφοράς ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι διαφοροποιούνται από τους δημόσιους λειτουργούς, γεγονός το οποίο δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στους μη νομομαθείς της σημερινής κοινωνίας. Οι δημόσιοι λειτουργοί χαρακτηρίζονται ως τέτοιοι είτε νομοθετικά, από το Σύνταγμα (π.χ. οι δικαστικοί λειτουργοί) ή τον κοινό νομοθέτη (π.χ. εκπαιδευτικοί λειτουργοί), είτε με βάση τη φύση του έργου που ασκούν (π.χ. οι δικηγόροι). Ο δημόσιος λειτουργός χαρακτηρίζεται κυρίως από τη χαλαρή σχέση εξάρτησης που έχει με τον κρατικό μηχανισμό, στον οποίο πάντως αναμφίβολα ανήκει. Συνέπειες του χαρακτηρισμού ενός κρατικού οργάνου ως δημόσιου λειτουργού είναι η εξαίρεσή του από τη διοικητική ιεραρχία, η υπηρεσιακή και επαγγελματική διαφοροποίησή του από τους δημόσιους υπαλλήλους καθώς επίσης και η απόλαυση μεγαλύτερης προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας από αυτούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας αυτής συνέπειας συνιστούν οι δικαστές, οι οποίοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους, ενώ είναι ανεξάρτητοι έναντι της κοινωνίας και έναντι των διαδίκων. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπόκεινται σε οδηγίες, εντολές, παρακλήσεις, συστάσεις κ.λπ., από οπουδήποτε και αν προέρχονται, ενώ ένας δημόσιος υπάλληλος οφείλει κατά το άρθρο 25 του Υπαλληλικού Κώδικα να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του.

Σε κάθε περίπτωση, οι έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί συνδέονται με το δημόσιο, όπως και οι έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι, με σχέση δημοσίου δικαίου. Όπως προαναφέρθηκε, οι δημόσιοι λειτουργοί διαφέρουν από τους δημοσίους υπαλλήλους κατά το ότι ασκούν τα καθήκοντά τους με ανεξαρτησία, όπως γίνεται ρητή μνεία και στην απόφαση υπ’ αριθμόν 22/1985 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Ως έμμισθους δημόσιους λειτουργούς το Σύνταγμα κατονομάζει ρητώς τους καθηγητές των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (άρθρο 16 παρ. 6 Σ) και τους δικαστές, τους οποίους αποκαλεί δικαστικούς λειτουργούς και τους διακρίνει ορολογικά από τους δικαστικούς υπαλλήλους, οι οποίοι στελεχώνουν τις γραμματείες των δικαστηρίων και των εισαγγελιών (άρθρα 87 επ. Σ). Μάλιστα οι δικαστές δεν θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά συγκροτούν ίδια και ξεχωριστή κατηγορία δημοσίων λειτουργών, αφού είναι άμεσα και όχι έμμεσα όργανα του Κράτους που αντλούν τις αρμοδιότητές τους απευθείας από το Σύνταγμα και απολαμβάνουν την εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους.

Προκειμένου να φανούν καλύτερα οι διαφορές μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και δημοσίων λειτουργών, η παρούσα ανάλυση θα εστιάσει κυρίως στους δικαστικούς λειτουργούς. Συγκεκριμένα για τους δικαστές πρέπει να διευκρινιστεί ότι η λειτουργική τους ανεξαρτησία σημαίνει ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος και φυσικά ούτε να υπακούουν σε διαταγές οποιουδήποτε κρατικού οργάνου. Ενώ, όσον αφορά την προσωπική τους ανεξαρτησία, αυτή αφορά το διορισμό και την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών, την παύση τους, το όριο ηλικίας, την πειθαρχική εξουσία και τον δικαστικό συνδικαλισμό. Βασικό στοιχείο αυτής της ανεξαρτησίας είναι η ισοβιότητα των δικαστών, η οποία κατοχυρώνεται συνταγματικά και σημαίνει ότι ο δικαστής, ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας, δεν χάνει τη δικαστική του ιδιότητα έστω και αν καταργηθεί η θέση που κατέχει, εκτός αν παυθεί με δικαστική απόφαση. Σε αυτό το σημείο λανθάνει άλλη μια διαφορά με τους δημοσίους υπαλλήλους, για τους οποίους δεν ισχύει η ισοβιότητα αλλά η μονιμότητα, δηλαδή η υπηρεσιακή τους κατάσταση διαρκεί όσο υπάρχει η θέση που κατέχουν.

Συμπερασματικά, λοιπόν, παρατηρούμε ότι στην πραγματικότητα είναι λανθασμένη δογματικά η ονομασία όλων όσων εργάζονται στον δημόσιο τομέα ως δημοσίων υπαλλήλων, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Άρα, είναι επιβεβλημένη η διάκριση σε δημοσίους υπαλλήλους και δημοσίους λειτουργούς και αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν όλοι οι πολίτες, ούτως ώστε να καθίσταται σαφές το εύρος των διαφοροποιήσεων ανάμεσα σε αυτές τις κατηγορίες και ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι τελευταίοι επιτελούν δημόσιο λειτούργημα, δηλαδή παρέχουν έργο μεγάλης αξίας στο κοινωνικό σύνολο και κατέχουν περισσότερες ευθύνες για την ορθή υλοποίησή του.


Πηγές
  • Συνταγματικό Δίκαιο, Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος, εκδόσεις Σάκκουλα, 2018
  • Διοικητικό Δίκαιο, Απόστολος Γέροντας, Σωτήρης Λύτρας, Προκόπης Παυλόπουλος, Γλυκερία Σιούτη, Σπυρίδων Φλογαίτης, εκδόσεις Σάκκουλα, 2015

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Μπινιάρη
Ιωάννα Μπινιάρη
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997 και κατάγεται από την Επίδαυρο, όπου και μεγάλωσε. Είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών και εργάζεται ως ασκούμενη δικηγόρος. Το πάθος της, από μικρή ηλικία, είναι η εκμάθηση ξένων γλωσσών και τα ταξίδια. Στον ελεύθερό της χρόνο απολαμβάνει την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων, την παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, συναυλιών και κινηματογραφικών ταινιών αλλά και την ενασχόληση με τη γυμναστική. Διετέλεσε Αρχισυντάκτρια Κοινωνικών Θεμάτων του OffLine Post από τον Μάρτιο του 2021 έως τον Σεπτέμβριο του 2022.