Της Θένιας Λαμπρινουδάκη,
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που στο πλαίσιο εκδίκασης ενός ποινικού αδικήματος, γίνεται λόγος τόσο από δικαστές και εισαγγελείς, όσο και από τους συνηγόρους υπεράσπισης για τη συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις ορίζονται, παρά την αοριστία του νόμου, οι περιστάσεις που συμβάλλουν θετικά και λαμβάνονται υπόψη υπέρ του κατηγορουμένου κατά τη διαδικασία σχηματισμού της ποινής από το δικαστήριο. Στο άρθρο 84 του ποινικού κώδικα γίνεται μια καταγραφή των περιστάσεων αυτών η οποία είναι ενδεικτική, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο στον δικαστή τη δυνατότητα αναγνώρισης και ελαφρυντικών που δεν αποτυπώνονται ονομαστικά στο νόμο. Η πιο γνωστή ελαφρυντική περίσταση, καθώς και η πιο συχνά επικαλούμενη στην πράξη είναι η πρώτη περίπτωση του άρθρου 84 και αφορά τον προηγούμενο σύννομο (πρώην έντιμο) βίο του δράστη. Το 2019, με τον νόμο 4637 σημειώθηκαν αλλαγές, τόσο γενικά στο σύνολο δηλαδή του ποινικού κώδικα, όσο και ειδικά στην περίπτωση της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης.
Με βάση το προϊσχύον ποινικό σύστημα στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης δίνονταν η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να επικαλεσθεί το ελαφρυντικό του πρότερου «έντιμου» βίου. Η έντιμη ζωή του κρίνονταν πάντα με βάση τα εκάστοτε κοινωνικά πρότυπα και αφορούσε την πλειονότητα των τομέων της καθημερινότητας (ατομική ζωη, επαγγελματική, οικογενειακή κτλ). Ο ακριβής προσδιορισμός της έννοιας της «έντιμης ζωής» παρουσίαζε αρκετές δυσχέρειες σε ορισμένες περιπτώσεις λόγω αυτής της στενά συνυφασμένης σχέσης της έννοιας με τα κοινωνικά πρότυπα. Ο δικαστής αναλάμβανε τη διεκπεραίωση ενός δύσκολου έργου σταθμίζοντας και εναρμονίζοντας τη συνδρομή του ελαφρυντικού με την ενοχή του δράστη μέσα από την επαλήθευση πως η απόκλιση από τα κοινωνικά πρότυπα ήταν επιλογή του δράστη και την έρευνα για το αν και υπό ποιες περιπτώσεις μια τέτοια απόκλιση συνιστά έκφραση κατοχυρωμένου δικαιώματος όπως π.χ. του δικαιώματος της προσωπικότητας. Ιδιαίτερα κρίσιμο ήταν σε κάθε περίπτωση η αναγνώριση ή μη του πρότερου έντιμου βίου να γίνεται με βάση τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου απέναντι στα έννομα αγαθά υπηρετώντας με αυτό τον τρόπο την αρχή της ισότητας των πολιτών. Αξίζει να σημειωθεί πως η έννοια της έντιμης ζωής δε ταυτίζονταν με την έννοια του ποινικού μητρώου όπως λανθασμένα επικρατεί ως αντίληψη. Για παράδειγμα η κατοχή λευκού ποινικού μητρώου από ένα δράστη δεν αποτελεί επαρκές αποδεικτικό στοιχείο ώστε να επιβεβαιωθεί η προηγούμενη έντιμη ζωή του ενώ επίσης σημαντικό είναι πως η τελευταία δεν ήταν απαραίτητο να σχετίζεται με το έγκλημα που διαπράχθηκε ώστε να ληφθεί υπόψη (απόρροια της γενικής διατύπωσης του νόμου). Στις αποφάσεις δικαστηρίων που λάμβαναν χώρα ενόψει του προηγούμενου ποινικού κώδικα φαίνονταν η στάθμιση του ελαφρυντικού με την βαρύτητα και το είδος του εγκλήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση του Αρείου Πάγου (193/2015) που αρνήθηκε την επίκληση λευκού ποινικού μητρώου, αλλά και προηγούμενης έντιμης οικογενειακής και επαγγελματικής ενασχόλησης ως ελαφρυντικό για το έγκλημα της ασέλγειας ανηλίκου 7,5 ετών. Αυτό βέβαια, όπως συνάγεται από τη μέχρι τώρα διαμόρφωση της νομολογίας, δεν σημαίνει πως η επικινδυνότητα του δράστη ή η βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε αποκλείουν την επίκληση του ελαφρυντικού παρά μόνο σε περιπτώσεις όπου η επικινδυνότητα είναι πολύ ισχυρή.
Ο νόμος 4637/2019 εισήγαγε μια καινοτομία διαφοροποιώντας μεταξύ άλλων και τη διάταξη του 84 του ποινικού κώδικα μετατρέποντας τον πρότερο «έντιμο» βίο σε πρότερο «σύννομο». Η ισχύουσα διάταξη έχει ως εξής: «Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται (…) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα». Με άλλα λόγια ο ποινικός κώδικας αναφέρει πως ακόμα και αν κάποιος έχει καταδικαστεί για ελαφρύ πλημμέλημα, αυτό από μόνο του δεν επαρκεί ώστε να μην επικαλεστεί και εν τέλει ληφθεί υπόψη υπέρ του το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου του. Ως σύννομος βίος ορίζεται η στάση του κατηγορουμένου απέναντι στην κοινωνία η οποία δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες, ενώ πλέον δεν λαμβάνεται τόσο υπόψη η συμπεριφορά στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής (ατομικής, οικογενειακής κλτ) κι επομένως δε χρειάζεται και να αποδειχθεί. Το λευκό ποινικό μητρώο εξακολουθεί να κατέχει θέση που τεκμαίρει το σύννομο βίο φαίνεται όμως να μην αρκεί μόνο για τις περιπτώσεις προηγούμενης τέλεσης αξιόποινων πράξεων που π.χ. έχουν παραγραφεί (για αυτό και παραμένει λευκό το μητρώο). Σε κάθε περίπτωση η απόδειξη και παρουσίαση ενός ανθρώπου που για μεγάλο χρονικό διάστημα ακολούθησε το σύννομο βίο και άλλαξε τρόπο ζωής συντελεί στην αναγνώριση του ελαφρυντικού.
Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε τη διαφορετική τοποθέτηση του νέου ποινικού κώδικα -λιγότερο αυστηρή- που καθιστά περιττή και μη αναγκαία τη συνδρομή και απόδειξη πρόσθετων στοιχείων, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου. Αξιοσημείωτος είναι ο σχολιασμός της νομοθετικής μεταρρύθμισης στην απόφαση του Αρείου Πάγου 1663/2019, όπου αναφέρεται πως πρόκειται για μια επιεικέστερη νομική μεταβολή που απαιτεί τη σύννομη ζωή μέχρι την τέλεση του εγκλήματος, χωρίς παράλληλα να αποκλείει την προηγούμενη τέλεση εγκλήματος και συγκεκριμένα ελαφρού πλημμελήματος. Όπως αναγράφηκε και στην αιτιολογική έκθεση του ποινικού κώδικα «η μεταβολή αυτή στοχεύει στην διαπίστωση πως σε ένα κράτος δικαίου ο πολίτης δεν οφείλει τίποτε άλλο από το να συμμορφώνεται με το νόμο…»
Πηγές
- ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ, ΜΠΙΤΖΙΛΕΚΗΣ, ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ-ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ (2016) «ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ» σελ. 210-219
- ΑΠ 193/2015, ΠοινΧρον 2016, 115.
- ΑΠ 1663/2019, Αρμενόπουλος 2019, 1062