Του Μανώλη Στυλιανάκη,
Το κοινωνικό κράτος κάλλιστα θα μπορούσε να παρομοιαστεί με το μήλο της Έριδος στην κοινότητα των φιλελεύθερων. Είναι ένα ακανθώδες ζήτημα που έχει σταθεί αφορμή για πολλές συγκρουσιακές, πλην όμως γόνιμες αψιμαχίες. Βέβαια, ο φιλελευθερισμός δεν είναι μία σέκτα, ερμητικά κλειστή με ακόλουθους, πιστούς σε τυποποιημένα δόγματα που έχουν ως εικόνισμα πάνω από το κρεβάτι τους ένα πορτραίτο της Θάτσερ και προσεύχονται πριν κοιμηθούν στον Milton Friedman να τους δίνει φώτιση. Άλλωστε, πόσο (φιλ)ελεύθερος θα μπορούσε να είναι κάποιος που έχει φυλακίσει την διανόησή του σ’ ένα απόρθητο φρούριο, απρόσιτο σε νέες ιδέες, αρνούμενος να δοκιμάσει τις πεποιθήσεις του στον στίβο του αντιλόγου, είτε για να θωρακίσει έτι περεταίρω την προσήλωσή του σ’ αυτές, εάν αντέξουν την κριτική ανάλυση, είτε να τις απορρίψει ως λανθασμένες, εάν τελικώς δεν αντέξουν στην κάμινο της διαλεκτικής αντιπαράθεσης, κατά το αριστοτελικόν “ενδέχεται άλλως έχειν”! Είναι δε καθήκον κάθε φιλελεύθερου να προστατεύσει τον φιλελευθερισμό από τον κίνδυνο να εκφυλιστεί σ’ ένα απολίθωμα μουσειακού ενδιαφέροντος, αναλλοίωτο στο χρόνο μεν, άψυχο και άνευρο δε, που δεν μπορεί να εμπνεύσει κανέναν άνθρωπο και δεν διαφέρει σε τίποτε από μία ψυχαναγκαστική ιδεοληψία. Απεναντίας, ο φιλελευθερισμός, τιμώντας το όνομά του, πρέπει να είναι μία ευπροσήγορη αγορά, που επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση και διαλογική όσμωση ιδεών που ως κεντρικό άξονα θα έχουν την προάσπιση και μεγιστοποίηση της ανθρώπινης ελευθερίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η έννοια του κοινωνικού κράτους λοιπόν αποτελεί κόκκινο πανί για πολλούς αδελφούς ημών, οι οποίοι εξοβελίζουν συλλήβδην όσους την υπερασπίζονται ως σοσιαλιστές, αρνούμενοι να σκεφτούν έξω από ιδεολογικά στεγανά! Στο παρόν κείμενο φιλοδοξώ να αποδείξω πως μία λελογισμένη αναδιανομή πλούτου είναι οικονομικώς αποτελεσματική και ως εκ τούτου μία ελεύθερη καπιταλιστική αγορά μπορεί ν’ αναπτύξει σχέσεις συναλληλίας με το κράτος για την στήριξη ενός θεσμικού δικτύου προστασίας ευπαθών κοινωνικών ομάδων, διότι όπως ο Νομπελίστας οικονομολόγος Friedrich Hayek, από τον οποίο κανείς δε ζητά διαπιστευτήρια φιλελευθερισμού, πιστεύω ότι «Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο σε μία ελεύθερη κοινωνία η κυβέρνηση να μην διασφαλίζει σε όλους προστασία από τις στερήσεις με τη μορφή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή ένα επίπεδο διαβίωσης κάτω από το οποίο κανείς να μη χρειάζεται να κατέβει. Η υιοθέτηση ενός είδους ασφάλισης για περιπτώσεις ακραίων αντιξοοτήτων ενδέχεται να λειτουργεί προς το συμφέρον όλων. Μπορεί ακόμη να ιδωθεί ως μία ξεκάθαρη ηθική υποχρέωση του συνόλου να βοηθήσει, στο πλαίσιο της οργανωμένης κοινότητας, εκείνους που δεν μπορούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους. Όσο το οριζόντιο ελάχιστο εισόδημα παρέχεται εκτός της αγοράς, σε όλους όσοι, για κάποιο λόγο, είναι ανήμποροι να βγάλουν τα προς το ζην εντός της αγοράς, αυτό δε συνεπάγεται ότι θα οδηγήσει σε κάποιον περιορισμό της ελευθερίας ή σε κάποια σύγκρουση με το Κράτος Δικαίου»
Στο πλαίσιο ενός νοητικού πειράματος, ας θεωρήσουμε έναν αναξιοπαθούντα συμπολίτη μας που ζει στα όρια της απόλυτης φτώχειας, συντηρείται από τα συσσίτια της εκκλησίας και βγάζει το ελάχιστο εισόδημά του από την επαιτεία. Στην αντίπερα όχθη, υπάρχει ένα πλούσιο άτομο που ανήκει στα ανώτατα εισοδηματικά στρώματα, είναι εισοδηματίας με ακίνητα που αποφέρουν καλό νοίκι, έχει καταθέσεις σε τράπεζες που αποφέρουν περιζήτητους τόκους και μετοχές στο χρηματιστήριο που δίνουν φουσκωμένα μερίσματα και ο ίδιος ζει πλουσιοπάροχα, χωρίς να εργάζεται έχοντας assets που «εργάζονται» γι’ αυτόν. Η οικονομική του κατάσταση τού επιτρέπει ν’ αγοράζει κάθε καινούριο μοντέλο κινητού που βγάζει η Apple και ν’ αλλάζει αυτοκίνητο δύο χρόνο. Ας υποθέσουμε τώρα πως ο πλούσιος της ιστορίας μας χάνει ένα εκατοστάρικο, επειδή είναι τρυπημένη η τσέπη του παντελονιού του. Πώς περιμένουμε να αντιδράσει μόλις διαπιστώσει ότι έχασε 100€; Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα το καταλάβει καν! Ένας βαθύπλουτος άνθρωπος που δεν ξέρει τι έχει, λογικά δε θα ξέρει και τι χάνει! Άλλωστε μόνον τα μηνιάτικα που παντελονιάζει κάθε μήνα είναι τα δεκαπλάσια λεφτά! Αν στενοχωρηθεί βέβαια, το πιθανότερο είναι πως σκεφθεί «ελπίζω τουλάχιστον αυτός που θα τα βρει να τα έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μένα, για να μην πάνε χαμένα!!!», αντισταθμίζοντας την δική του απώλεια με την μεγαλύτερη αύξηση της ευημερίας του άλλου (μία σκέψη που απορρέει από το συλλογικό μας ασυνείδητο)
Ας υποθέσουμε τώρα ότι τα 100€ που έχασε ο πλούσιος, το βρίσκει ο φτωχός του παραδείγματος. «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» θα αναφωνάξει, καθώς με αυτό το 100€ θα τρέξει αμέσως σ’ ένα σούπερ μάρκετ για να αγοράσει ήδη πρώτης ανάγκης, όπως ζεστά ρούχα για να βγάλει τον χειμώνα, κουβέρτες και λίγο καλό φαγητό για να ξεγελάσει την πείνα του και δε θα τον κατηγορούσε κανείς για κλέφτη.
Ενώ το ποσό των 100€ έχει την ίδια αγοραστική αξία, εντούτοις ακτινοβολεί διαφορετική υποκειμενική αξία σε διαφορετικά χέρια. Εάν δώσεις 100€ σ’ έναν πλούσιο, ελάχιστη χρηστική αξία θα αντλήσει από το ξόδεμά τους. Κατά πάσα πιθανότητα, θα τα ξοδέψει σε κάποιο σκυλάδικο. Στα χέρια όμως ενός φτωχού, η αξία τους πολλαπλασιάζεται κατακόρυφα, αφού από τα μισά μόνο αυτά λεφτά εξαρτάται η ίδια του η επιβίωση. Στον κλάδο της μικροοικονομίας, χρησιμοποιείται η έννοια της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας για να περιγράψει αυτό το φαινόμενο της μείωσης της ωφέλειας που λαμβάνει κάποιος από την χρήση ενός αγαθού για κάθε επιπρόσθετη μονάδα κατανάλωσης αυτού του αγαθού. Π.χ.: Ένας διψασμένος αντλεί μεγαλύτερη ωφέλεια από την πρώτη γουλιά νερού συγκριτικά με την τελευταία, όταν έχει ξεδιψάσει. Έτσι και στο παράδειγμά μας, όσο πιο πλούσιος είναι κάποιος, τόσο μικρότερη ικανοποίηση λαμβάνει από το τελευταίο ευρώ που αποκτά και η όποια ωφέλεια, αυξανομένου του πλούτου, τείνει ασυμπτωτικά προς το μηδέν!
Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο πλούσιος δεν χάνει τα 100€, αλλά του το παίρνει το κράτος για να κάνει κοινωνική πολιτική. Το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Η απώλεια, υποκειμενικώς αντιλαμβανόμενη ως μηδενική, του πλουσίου συνιστά απρόσμενο κέρδος στα χέρια του φτωχού. Εδώ γεννάται το εξής φιλοσοφικό ερώτημα: σε τι διαφέρει το να χάνεις κάτι χωρίς να το πάρεις χαμπάρι από το να μην το είχες εξαρχής; Απολύτως σε τίποτα. Τι είχε και τι έχασε ο πλούσιος του παραδείγματος. Οι χρηματικές μονάδες, ελέω διαμεσολάβησης του κράτους, ρέουν από το υποκείμενο που δεν τις εκτιμά καθόλου προς αυτόν που λαμβάνει ζωτικής σημασίας ωφέλεια. Ένα ορθολογικό φορολογικό μοντέλο λειτουργεί σαν δίαυλος μεταφοράς αυτών των παραπανίσιων χρημάτων, από τις παχυλές τσέπες ατόμων που δεν λαμβάνουν καμία ωφέλεια απ’ αυτά προς τα χέρια ανθρώπων που θα τα εκτιμήσουν περισσότερο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πετυχαίνει μια αναδιανεμητική αποτελεσματικότητα, καθώς αυξάνει την συνολική κοινωνική ευημερία, δίχως κόστος σε τρίτους. Μία τέτοια αναδιανομή δύναται να θεωρηθεί κατά Pareto αποτελεσματική, διότι πετυχαίνει να βελτιώσει την θέση των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, χωρίς να χειροτερεύσει τη θέση των πλουσίων.
Επί του πρακτέου, ένα τέτοιο κοινωνιοκεντρικό φορολογικό σύστημα θα έβαζε μεγαλύτερο ΦΠΑ σε μία σειρά από αγαθά πολυτελείας που καταναλώνονται από τους έχοντες υψηλά εισοδήματα, (επί παραδείγματι το χαβιάρι!). Θεωρητικά, η ζήτηση για αγαθά πολυτελείας είναι ανελαστική, δηλαδή ένας τύπος που τρώει χαβιάρι για πρωϊνό δε θα τον πειράξει να τ’ αγοράσει λίγα ευρώ παραπάνω. Μία αύξηση, λόγω ΦΠΑ, της τιμής στο χαβιάρι, δε μειώνει την ζήτηση για το προϊόν, όποτε ένας τέτοιος φόρος δε δημιουργεί στρεβλώσεις στην αγορά. Ένας μικρός φόρος ακινήτων σε όσους έχουν δύο και περισσότερα σπίτι δε θα οδηγήσει σε ύφεση τον στεγαστικό κλάδο, ούτε θα αποτρέψει κάποιον πλούσιο να αγοράσει μία μεζονέτα στα βόρεια προάστια. Από την συλλογή όμως αυτών των χρημάτων, που δεν θα λείψουν καθόλου από τους ιδιοκτήτες τους, μπορούμε να προσφέρουμε κοινωνική στέγαση σε απόρους και υποτροφίες σε φτωχά παιδιά που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν, χωρίς ωστόσο να φείδονται σε ταλέντο και όρεξη για δημιουργία.
Mία πολιτισμένη κοινωνία πρέπει να στοχεύει στον μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Ωστόσο, η ελευθερία θεμελιώνεται και σε κάποιες υλικές προϋποθέσεις. Σε μία κατ’ όνομα φιλελεύθερη κοινωνία ένας πλούσιος πρακτικά είναι πιο ελεύθερος από έναν φτωχό, διότι το χρήμα ανοίγει πόρτες που δίνουν πρόσβαση σε περισσότερες επιλογές. Ένας φτωχός δεν έχει πρόσβαση στο ποιοτικό, πλην όμως κοστοβόρο, εκπαιδευτικό σύστημα που έχει ένας πλούσιος, άρα στερείται των ευκαιριών εκείνων που θα τον βοηθήσουν να σπάσει τον ανατροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο της “φτώχειας-έλλειψης δεξιοτήτων”. Εφόσον μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε χωρίς αρνητικής εξωτερικότητας ένα θεσμικό σύστημα με στόχο την παροχή ευκαιριών ανέλιξης και στα πιο αδύναμα μέλη της, εν είδει κοινωνικής επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο, μιας επένδυσης που στο μέλλον θα αποδώσει ως καρπούς την μείωση των ανισοτήτων και τη διασφάλιση της συνοχής του κοινωνικού ιστού, δε βλέπω τον λόγο που κάποιος φιλελεύθερος θα διαφωνούσε.
Γεννήθηκε στην Κρήτη και είναι τελειόφοιτος φοιτητής Φαρμακευτικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πολιτικές υγείας και φαρμακευτικής περίθαλψης. Ακραιφνής Φιλελεύθερος και υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με το Debate και το MUN, έχοντας συμμετάσχει σε σχετικούς διαγωνισμούς και προσομοιώσεις. Αγαπημένο ρητό: «Όσο αξίζει ένα άτομο, δεν αξίζει ο κόσμος όλος!»