13.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΠαράδοση και φολκλορισμός

Παράδοση και φολκλορισμός


Της Ελευθερίας-Μαρίας Γκίκα,

Το Φολκλόρ αποτελεί όρο που προκύπτει από την ένωση των λέξεων «folk» και «lore». Το «folk» σημαίνει λαός, απλοί καθημερινοί άνθρωποι, ενώ το «lore» είναι η γνώση, οι παραδόσεις που συγκεντρώθηκαν ανά τους αιώνες από διάφορα έθνη και επιμέρους κοινότητες. Ο όρος μπορεί να σημαίνει παραδοσιακή λαϊκή τέχνη ή τυποποιημένη, εκμεταλλεύσιμη μορφή της παραδοσιακής τέχνης, οπότε και η λέξη αποκτά πια αρνητική σημασία.

Αποσαφηνίζοντας τον όρο «Φολκλόρ» και τον όρο «Φολκλορισμός», θα πρέπει να αναζητήσουμε το σημείο επαφής μεταξύ τους, ανατρέχοντας -αν μη τι άλλο- στην έννοια της παράδοσης. Η παράδοση, με τη σειρά της, επηρεάζεται προφανώς από τις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή και τη χρονική περίοδο την οποία και εξετάζουμε. Αυτή είναι άλλωστε και η αιτία που ο ρόλος της, η εξέλιξη και η επίδρασή της διαφέρουν ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο για τον οποίο γίνεται λόγος. Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τις παραπάνω έννοιες, σκόπιμος κρίνεται ο εντοπισμός των εννοιολογικών αλλά και ιδεολογικών ομοιοτήτων μεταξύ των «φολκλόρ» και «φολκλορισμού».

Ως «φολκλόρ» ορίζεται από τους λαογράφους η παράδοση. Η παράδοση μπορεί να αφορά χειρονακτικές τέχνες, τραγούδια και μουσικές πρακτικές, προφορικές μαρτυρίες, μύθους και παραμύθια. Με τον όρο γενικότερα εκφράζεται το σύνολο παραδεδομένων ιδεών, πρακτικών και τεχνικών που μεταδίδονται σ’ έναν τόπο από γενιά σε γενιά. Φυσικά, η ερμηνεία του όρου δεν είναι ταυτόσημη διεθνώς και αυτό είναι κάτι που καμία εντύπωση δεν προξενεί, αν αναλογιστούμε την πληθώρα γεωγραφικών, εθνικών και άρα και πολιτιστικών πλαισίων, η οποία τίθεται υπό συζήτηση. Στην Αγγλία και τη Γερμανία, οι «Folklore Studies» και «Die Folklore» αντίστοιχα συνδέονται καθαρότερα με τη Λαογραφία, με τα ήθη και τα έθιμα, με καθημερινά και προσιτά στον λαό ζητήματα -κατ΄επέκταση «Volkskunde»-, όπως συμβαίνει σε ευρύτερο πλαίσιο και στη Γαλλία και την Ιταλία. Από την άλλη πλευρά, η έννοια του όρου στις Σκανδιναβικές χώρες έχει αποκτήσει περισσότερο την έννοια της λαϊκής προφορικής παρακαταθήκης, της προφορικής κουλτούρας. Και για να φτάσουμε και στην ερμηνεία του όρου από τη σύγχρονη, νεοελληνική γλώσσα, εδώ ο όρος έχει φτάσει να σημαίνει περισσότερο την «αλλοιωμένη» πολιτιστική κληρονομιά που παρουσιάζει απόκλιση από την αυθεντική και πρωτότυπη.

Για τον «φολκλορισμό» εξαιρετικά συνοπτικά μπορούμε να συμπεράνουμε από το έργο του Γερμανού λαογράφου Hans Moser, «Vom Folklorismus in unserer Zeit», ότι ορίζεται η αναμετάδοση του «Volkskultur», δηλαδή της Λαογραφίας. Ο ίδιος επισημαίνει τη σπουδαιότητα της διαρκούς επαλήθευσης της λαϊκής παράδοσης του παρελθόντος, ενώ βασική αρχή θεωρεί την ικανότητα του μελετητή να δύναται να αναγνωρίσει τη διαφορά του πρώτου από το δεύτερο και το τρίτο επίπεδο έκφρασης. Με απλά λόγια, να μπορεί να ξεχωρίσει την πρωτότυπη εκδοχή από την αναμετάδοση. Εάν το εφόδιο, ή καλύτερα η αντίληψη αυτή, απουσιάζει από τον ερευνητή, τότε αναπαράγονται παραδόσεις που διαμορφώθηκαν από επιλεγμένα στοιχεία της συνολικής παραδοσιακής κουλτούρας, απορρίπτοντας όμως κάποια άλλα. Υπό αυτή την έννοια, ο φολκλορισμός φέρεται να ταυτίζεται πια με μια νέα, διαστρεβλωμένη εκδοχή μιας κουλτούρας, που μάλλον ουδέποτε υπήρξε αυτοτελώς.

Η Παράδοση, η Λαογραφία και οι επιμέρους κατηγορίες που οι δύο αυτές περικλείουν είναι και σήμερα κάθε άλλο παρά ξεπερασμένες και παρωχημένες. Ένας λαός που δεν γνωρίζει από πού προέρχεται μετά πολλής αμφιβολίας γνωρίζει πού οδεύει. Ας προσεγγίσουμε το παρελθόν με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια και σεβασμό από όποιο ρόλο κι αν το προσεγγίζουμε, τόσο από την πλευρά του επιστήμονα όσο και από αυτήν του απλού πολίτη.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελευθερία-Μαρία Γκίκα
Ελευθερία-Μαρία Γκίκα
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998, όπου και διαμένει σήμερα, έχοντας στο μεταξύ ζήσει σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Ρωσικής Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αγαπά τις ξένες γλώσσες και τη συμμετοχή σε προγράμματα που προωθούν την εκμάθηση και διδασκαλία τους -summer schools κοκ. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με το τραγούδι, τη γυμναστική, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία.