11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Flip the ǝʇɐuǝs


Του Παναγιώτη Χριστοδούλου,

Joe Biden vs. Donald Trump. Αυτά είναι τα δύο άρρηκτα συνδεδεμένα με τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου ονόματα. Πράγματι, η εκλογή του επόμενου Προέδρου των Η.Π.Α. έχει μονοπωλήσει τελευταία το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, όπως συμβαίνει κάθε τέσσερα χρόνια, με τα βλέμματα να είναι στραμμένα στα γεγονότα που θα αναδείξουν τον επόμενο «ηγέτη του ελεύθερου κόσμου» (leader of the free world, όπως αρέσκονται να λένε οι Αμερικανοί). Ωστόσο, στις ερχόμενες εκλογές δεν κρίνεται μόνο το μέλλον του Λευκού Οίκου· παράλληλα με το ηχηρό δίπολο Biden/Trump, θα λάβει χώρα πλήθος ειδικότερων εκλογών ανά τις πολιτείες των Η.Π.Α. σχετικά με τα δύο νομοθετικά τους σώματα, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία.

Μολονότι στην Ελλάδα ο θεσμός της Γερουσίας έχει καταργηθεί ήδη από το 1935, στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί μέχρι και σήμερα την Άνω Βουλή του διττού αυτού νομοθετικού σχήματος και βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο των εθνικών εξελίξεων. Αποτελείται από 100 Γερουσιαστές με εξαετή θητεία, δύο ανά πολιτεία, ανεξαρτήτως πληθυσμού – εν αντιθέσει με τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία οι 435 Βουλευτές κατανέμονται στις 50 πολιτείες με πληθυσμιακά κριτήρια. Ανάμεσα στις ειδικές αρμοδιότητές της είναι η επικύρωση συνθηκών, αλλά και ο διορισμός ανωτάτων δικαστικών και στρατιωτικών στελεχών, ενώ έχει τον τελευταίο λόγο σε περίπτωση καθαίρεσης του Προέδρου από το αξίωμα.

Με 35 θέσεις προς επανεκλογή και 34 Πολιτείες να λαμβάνουν μέρος στον εκλογικό αγώνα, είναι φανερό ότι η σύνθεση της Γερουσίας μπορεί στους επόμενους μήνες να αλλάξει δραματικά. Σήμερα, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα διατηρεί την πλειοψηφία (την οποία κατέχει ήδη από το 2014) του νομοθετικού αυτού οργάνου με 53 Γερουσιαστές, ενώ αντίστοιχα το Δημοκρατικό κόμμα απαρτίζεται από 47 μέλη.

Η κατοχή της πλειονότητας των εδρών της Γερουσίας ήταν και παραμένει ζήτημα μείζονος σημασίας, διότι αφενός, ασκώντας την νομοθετική εξουσία, έχει την δυνατότητα να «σταματάει» νόμους που ψηφίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων – πρακτικά καταδικάζοντας τους στη λήθη – και, αφετέρου, μπορεί είτε να διευκολύνει είτε να δυσχεραίνει το έργο της εκάστοτε κυβέρνησης θέτοντας προσκόμματα στην εκτελεστική εξουσία του Προέδρου. Και μάλιστα, σε έναν ακόμη πιο επίκαιρο τόνο, η Γερουσία είναι αυτή που διορίζει τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη σύνθεση του.

Για την τετραετία της διακυβέρνησης Trump, η ταυτόχρονη συνύπαρξη ενός Ρεπουμπλικάνου Προέδρου με μία επίσης Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Γερουσία αποτέλεσε το μέσο που στην πραγματικότητα εγγυήθηκε απόλυτη ταύτιση μεταξύ κομματικών θέσεων και κυβερνητικών επιλογών, καθώς και απρόσκοπτη υλοποίηση των πολιτικών επιδιώξεων του Λευκού Οίκου, οδηγώντας σε μια de facto -ιδεολογική, αλλά και ουσιαστική- σύμπραξη νομοθέτη και κυβέρνησης. Με τον διορισμό 218 ομοσπονδιακών δικαστών – εκ των οποίων δύο δικαστές στο Supreme Court -, καθώς και με την «αθώωση» του ίδιου του Donald Trump από τις κατηγορίες για κατάχρηση εξουσίας, καθίσταται προφανές ότι η κατοχή κομματικής πλειοψηφίας συνιστά όπλο, αλλά και ασπίδα για τον εκάστοτε Πρόεδρο.

Όπως, λοιπόν, διαφαίνεται και από τα παραπάνω, είναι εξαιρετικά κρίσιμες οι επικείμενες εκλογές της Γερουσίας, στις οποίες οι Δημοκρατικοί καλούνται να υπερασπιστούν μόλις 12 από τις θέσεις τους, με τους Ρεπουμπλικάνους να βρίσκονται στην άμυνα με 23 Γερουσιαστές προς επανεκλογή. Με δεδομένη την ολοένα και μεγαλύτερη ζημιά που προκάλεσε ο Donald Trump στην εικόνα του ρεπουμπλικανικού κόμματος λόγω (της απουσίας των απαραίτητων) χειρισμών του κατά την κρίση του Covid-19, καθώς και με τη διευρυμένη διαφορά μεταξύ των υποψηφίων για την προεδρία, η μάχη για τον έλεγχο της Γερουσίας αποτελεί σημείο αναφοράς και για τα δύο κόμματα.

Από τη μία, ακόμη και με μια ενδεχόμενη ήττα Trump να φαντάζει ολοένα και πιο κοντινή, οι Ρεπουμπλικάνοι θα ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια διατηρώντας το πάνω χέρι έστω στο ένα νομοθετικό σώμα (η Βουλή των Αντιπροσώπων ελέγχεται ήδη από το 2018 από τους Δημοκρατικούς, γεγονός που έχει 1% πιθανότητα να αλλάξει, σύμφωνα με τα προγνωστικά μοντέλα). Ωστόσο, αυτό που ξεκίνησε ως ένα ματς εντός γηπέδου σε μία ήδη «κόκκινη» Γερουσία, έχει καταλήξει σε αγώνα επιβίωσης για το κόμμα τους, για το οποίο -σύμφωνα με τα ως τώρα δεδομένα- ως καλύτερο δυνατό σενάριο φαντάζει μια περιορισμένη απώλεια θέσεων, ώστε να παλέψει για μια οριακή έστω διατήρηση των 50 εδρών.

Από την άλλη, οι Δημοκρατικοί, εκμεταλλευόμενοι την απογοήτευση των ψηφοφόρων από το κυβερνών κόμμα και υποσχόμενοι σημαντικές αλλαγές σε τομείς που η τρέχουσα κυβέρνηση καταφανώς απέτυχε, βλέπουν εδώ και έναν περίπου χρόνο τη ζυγαριά να γέρνει διαρκώς προς το μέρος τους. Οι υποψήφιοι τους λαμβάνουν πολλαπλάσιες δωρεές σε σχέση με τους αντιπάλους τους, ενώ τους τελευταίους μήνες υπάρχει η τάση αύξησης των ποσοστών τους, ακόμη και σε παραδοσιακά «κόκκινες» Πολιτείες. Σε περίπτωση δε νίκης Biden, η ταυτόχρονη απόκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και στη Γερουσία θα οδηγούσε σε απρόσκοπτη ευχέρεια της νέας κυβέρνησης να νομοθετεί κατά βούληση, καθώς θα σηματοδοτούσε την πρώτη φορά από τις εκλογές του 2008 που ο Λευκός Οίκος και το Κογκρέσο βάφονται «μπλε». Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι αν υλοποιηθεί το ευτυχές για το δημοκρατικό κόμμα αυτό σενάριο, ακόμη και η κατοχή 50 ακριβώς εδρών της Γερουσίας θα ήταν αρκετή, διότι σε τέτοια περίπτωση την ισοψηφία λύνει ο Αντιπρόεδρος (η Kamala Harris για τον Biden), προφανώς δίνοντας την καθοριστική ψήφο υπέρ του κόμματος της.

Αναλυτικότερα, και σύμφωνα με τις σημερινές προβλέψεις, οι Δημοκρατικοί αναμένεται να χάσουν μία έδρα στην βαθιά συντηρητική πολιτεία της Αλαμπάμα, ενώ διεκδικούν έως και 10 θέσεις που τώρα κατέχουν Ρεπουμπλικάνοι. Ηχηρά ονόματα της τοπικής αλλά και εθνικής πολιτικής σκηνής διεκδικούν την είσοδο τους στη Γερουσία στο Κολοράντο (με τον John Hickenlooper, πρώην κυβερνήτη της «γαλάζιας» αυτής πολιτείας να προηγείται δημοσκοπικά), στην Αριζόνα (όπου ο πρώην αστροναύτης Mark Kelly αναμένεται να εκθρονίσει την αντίπαλο του), στη Βόρεια Καρολίνα (όπου οι στενοί δεσμοί του Ρεπουμπλικάνου Γερουσιαστή Tillis καταστρέφουν τη δημοτικότητα του), αλλά και στο Μέιν όπου η «κεντρώα» Ρεπουμπλικανή Collins έχει απογοητεύσει τους ψηφοφόρους της στηρίζοντας επανειλημμένα τον Πρόεδρο Trump. Παράλληλα, ακόμη και ιστορικά μη φιλικές για τους Δημοκρατικούς Πολιτείες, όπως η Άιοβα και η Μοντάνα, έχουν αναδειχθεί σε πεδία σκληρής αντιπαράθεσης, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τις πιθανότητες του κόμματος τους για την απόκτηση της πολυπόθητης πλειοψηφίας των 50 εδρών.

Με λιγότερες από τρεις εβδομάδες μέχρι την ημέρα των εκλογών, η αγωνία των κομμάτων κορυφώνεται και οι προοπτικές επέλευσης των παραπάνω αποτελεσμάτων φαίνονται να στερεοποιούνται. Με τον Πρόεδρο Trump βρισκόμενο στην ανάρρωση (;) έπειτα από τη μάχη του με τον Covid-19 να επιδίδεται σε ένα σπριντ εκδηλώσεων σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γυρίσει προς το μέρος του το κλίμα που επικρατεί και με τον πρώην Αντιπρόεδρο Biden να πραγματοποιεί στοχευμένες κινήσεις -επιστρατεύοντας ακόμη και τον Πρόεδρο Obama- πριν την τελική αναμέτρηση, είναι φανερό ότι τα πάντα μπορούν να αλλάξουν και πως το εκλογικό αποτέλεσμα μένει να κριθεί στις κάλπες.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Χριστοδούλου
Παναγιώτης Χριστοδούλου
Γεννήθηκε στο Βόλο το 1998. Είναι τελειόφοιτος φοιτητής του τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σύνθημα του είναι ότι το μόνο που μας χωρίζει από τα όνειρα μας είναι η θέληση να τα υλοποιήσουμε. Λατρεύει τα ταξίδια, να ανακαλύπτει νέα μέρη και να περιτριγυρίζεται από ανθρώπους με διαφορετικές καταβολές. Παρακολουθώντας με έντονο ενδιαφέρον την επικαιρότητα, θέλησε να ασχοληθεί με την αρθρογραφία, ώστε να λάβει μέρος στον σχολιασμό των διεθνών εξελίξεων.