Του Γιάννη Βεργίδη,
Εκκλησία και κράτος. Για το σκέπτεσθαι, με τις ανεξίτηλες πινελιές της νεωτερικότητας, αποτελεί ζήτημα που ενώ έχει χαρτογραφηθεί, οι 2 έννοιες ακόμα παλεύουν να προσκολληθούν η μία από την άλλη. Ή και όχι (;)
Ίσως ο πρώτος άνθρωπος στην αρχαιότητα, που ήταν και η αφορμή για να ξεσπάσει ένα αλυσιδωτό ντόμινο σε βάθος αιώνων για την ανθρώπινη ιστορία, να ήταν ο Σωκράτης με την «ασέβεια του προς τους θεούς», όπως χαρακτηρίστηκε, που ήταν και η μια εκ των αφορμών της καταδίκης του σε θάνατο. Στους αιώνες που ακολούθησαν, φάνηκε να μην έχει μεταδοθεί αυτή η σπίθα της αμφισβήτησης. Η ελεώ θεού βασιλεία δέσποζε στη σκέψη των ανθρώπων και είχε αποκτήσει ακόμα και θεσμικά, σάρκα και οστά. Όλα αυτά μέχρι να φτάσουμε στην εποχή όπου ο John Locke, ακολουθώντας το μονοπάτι που πρώτος χάραξε ο Thomas Hobbes, στο έργο του επιστολή περί ανοχής διατύπωσε την άποψη του για τη θρησκευτική ανοχή. Η κύρια διάκριση που απορρέει μέσα από το έργο του είναι αυτή μεταξύ κράτους και εκκλησίας. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς το ιστορικό υπόβαθρο της εποχής για να καταλάβει τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου αιτήματος, το οποίο αποτέλεσε κατεξοχήν αίτημα των φιλοσόφων της εποχής του διαφωτισμού… για άλλους στον ίδιο βαθμό και για άλλους σε μικρότερο.
Ας δούμε που βρισκόμαστε όμως σήμερα σαν Ελλάδα, εν έτη 2019 και με τη διαμάχη μεταξύ θρησκευτικού και κοσμικού κράτους να μην έχει εξαλειφθεί. Το πιο πρόσφατο σημείο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε είναι η ιστορική, όπως χαρακτηρίστηκε, συμφωνία μεταξύ πολιτείας και εκκλησίας. Η συμφωνία προβλέπει τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, στο οποίο ταμείο το κράτος θα καταβάλλει ετησίως με τη μορφή επιδότησης ποσό χρημάτων αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των κληρικών. Οι κληρικοί παύουν πλέον να θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι και να αξιώνουν χρηματικές απαιτήσεις από το ελληνικό δημόσιο.
Αποτελεί συμφωνία καμπή για τη σχέση κράτους και εκκλησίας στη χώρα μας καθώς αποκτάει μια αυτονομία παραπάνω η εκκλησία της χώρας. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε ακόμα να μιλάμε για διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας αλλά αποτελεί ενδεχομένως έναν εν δυνάμει πρόδρομο προς αυτή τη κατεύθυνση.
Η χώρα μας αυτή τη στιγμή βάση συντάγματος διαθέτει ως επίσημη θρησκεία την Ορθοδοξία, από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό δεν μπορούμε να πούμε πως είμαστε ένα κοσμικό κράτος, δηλαδή ένα κράτος ουδέτερο ως προς τη θρησκεία των πολιτών της επικράτειας του. Ούτε όμως μπορούμε να πούμε πως είμαστε και αυστηρά θρησκευτικό κράτος καθώς το σύνταγμα προστατεύει τις αρχές της ανεξιθρησκίας.
Η ιδέα μιας πιθανής μετατροπής της Ελλάδας σε κοσμικό κράτος «τρομάζει» ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας διότι η θρησκεία είναι πλήρως εδραιωμένη στη συνείδηση των πολιτών. Είτε διότι ταυτίζουν τη θρησκεία με τη πορεία του ελληνικού κράτους από την ίδρυση του έως και σήμερα είτε γιατί απλά σε προσωπικό επίπεδο ασπάζονται τις αξίες και τις αρχές του χριστιανισμού και δεν αποτελεί πρόβλημα η ταύτιση της εκκλησίας με το κράτος. Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι ούτε κακό ούτε λάθος. Είναι προσωπικές επιλογές του καθενός και ο καθένας έχει αδιαμφισβήτητα το δικαίωμα να πράττει ό, τι θεωρεί καλύτερο για την ατομική ολοκλήρωση του. Με την ύπαρξη επίσημης θρησκείας όμως, υποσυνείδητα αλλά και ενσυνείδητα εξισώνεται το κράτος και οι υπήκοοι του με τη θρησκεία και δημιουργεί μια πολύ λεπτή γραμμή μεταξύ θρησκοληψίας και πίστης.
Ιστορικά η θρησκευτική ψυχολογία που επιβαλλόταν στους υπηκόους ενός κράτους αποτελούσε έναν σημαντικό σύμμαχο για την επιδίωξη πολιτικών σκοπιμοτήτων. Παραδοσιακά η θρησκεία όταν εμπλεκόταν με τη πολιτική είχε τη δυναμική να τυφλώνει και να καλλιεργεί έναν όχλο τυφλωμένο και αποξενωμένο απο τη κριτική του σκέψη. Το μέσο για την επίτευξη αυτή ήταν, είναι και θα είναι ο φόβος. Η θρησκεία ζει από τον φόβο που καλλιεργεί στους ανθρώπους σχετικά με την κατάληξη όσων δεν υπακούν τις επιταγές και τον ηθικό κώδικα της. Μάλιστα η ηθική είναι ακόμα έντονα ταυτισμένη με τη θρησκεία, γεγονός που αποτελεί τον πλήρη εξευτελισμό της ανθρώπινης σκέψης, να θεωρείται δηλαδή ότι κάποιος δεν μπορεί να διαμορφώσει ένα ηθικό πλαίσιο δίχως να ασπαστεί κάποια θρησκεία.
Κοσμικό κράτος δεν σημαίνει ούτε κατάργηση της θρησκείας, ούτε εξάλειψη των παραδοσιακών πολιτιστικών στοιχειών ενός έθνους. Τα ήθη και τα έθιμα τα διατηρούν ζωντανά οι άνθρωποι και μόνο, κανένας νόμος και κανένα σύνταγμα. Κοσμικό κράτος είναι η πλήρης αποδοχή της ετεροδοξίας που συνεπάγεται με τον θάνατο της θρησκοληψίας και την αποδοχή του δικαιώματος όλων των ανθρώπων να επιλέγουν ό,τι αυτοί κρίνουν σημαντικότερο για την πνευματική ολοκλήρωσή τους.
Υ.Γ: Ταμπέλες του ρευστού φάσματος αριστερά-δεξιά δεν ανταποκρίνονται στις παραπάνω σκέψεις. Αρκεί απλά να σημειωθεί ότι πρόκειται για φιλελεύθερο αίτημα.
Γεννημένος στις 10 Μαΐου το 1999 και μεγαλωμένος στις Σέρρες. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στη Κομοτηνή. Εργάζεται ως ραδιοφωνικός παραγωγός σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό της Κομοτηνής.