Του Δημήτρη Τριανταφύλλου,
Χωρίς αμφιβολία, στην Ελλάδα της μεταπολεμικής περιόδου, σχεδόν όλες οι μεγάλες βιομηχανίες ήταν προσωπικές επιτυχίες συγκεκριμένων επιχειρηματιών, πολλοί εκ των οποίων ξεκίνησαν σχεδόν από το μηδέν και με την ικανότητά τους, τις ευρύτερες ευνοϊκές συνθήκες και τα κατά περιόδους αναπτυξιακά κίνητρα, πέτυχαν να δημιουργήσουν σημαντικές και επικερδείς μονάδες, αξιολογώντας σωστά τις ανάγκες της αγοράς που αναπτύσσονταν με ταχείς ρυθμούς. Πολλές από αυτές, εκτός από την κάλυψη της εγχώριας αγοράς, είχαν και επιτυχημένη εξαγωγική δραστηριότητα.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι μερικές βιομηχανικές επιχειρήσεις στις δεκαετίες του 1950 και 1960 κατάφεραν να επιβιώσουν και να επεκταθούν, εξασφαλίζοντας τη στήριξη των ελεγχόμενων από το κράτος τραπεζών μέσω πολιτικών σχέσεων. Στην αρχή της εκβιομηχάνισης της χώρας, βασικός χρηματοδότης των βιομηχανικών επιχειρήσεων ήταν, εκτός από την τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική και όλες οι άλλες τράπεζες, οι οποίες, όμως, ποτέ δεν μπόρεσαν να απαλλαχθούν από τον κρατικό, στην ουσία βέβαια, κομματικό και πολιτικό πατερναλισμό.
Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική τόνωση της βιομηχανίας μέσω των τραπεζών είχε ευνοϊκά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, θεσπίστηκαν κίνητρα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ενώ στην εγχώρια βιομηχανία δόθηκε απαλλαγή σε περιπτώσεις μεγάλων επενδύσεων από δασμούς, φόρους και τέλη εισαγωγής για κεφαλαιουχικό εξοπλισμό. Οι τράπεζες βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση, συμβάλλοντας στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, καθώς το ίδιο διάστημα παρατηρείται σημαντική αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων.
Σήμερα, τίποτα δεν θυμίζει τη σχέση της βιομηχανίας με τις τράπεζες κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, με το ξέσπασμα της κρίσης, οι τράπεζες είχαν να αντιμετωπίσουν μία σειρά προβλημάτων, που σταδιακά τις έφερε στη σημερινή κατάσταση ανυπαρξίας. Η μείωση των καταθέσεων και οι καθυστερήσεις των επιχειρήσεων και ιδιωτών στην αποπληρωμή των δόσεων των δανείων που είχαν πάρει, δημιούργησαν ένα τεράστιο θέμα ρευστότητας. Ιδιαίτερα, τα capital controls που θεσπίστηκαν το 2015 και στη συνέχεια η ποσοτική χαλάρωση που εφάρμοσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οδήγησαν στην απομείωση της προοπτικής επιβίωσης των ελληνικών τραπεζών .
Από τα παραπάνω, γίνεται διακριτό ότι στη σημερινή τους φάση οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να παίξουν ρόλο στη χρηματοδότηση και ανάπτυξη της βιομηχανίας. Είναι πνιγμένες στα κόκκινα δάνεια, οι καταθέσεις υστερούν σημαντικά και ο κόσμος δεν έχει εμπιστοσύνη, ωστε να κάνει καταθέσεις, καθώς σε περίπτωση χρεοκοπίας μιας τράπεζας, θα καταλήξει να χάσουν οι καταθέτες μικρό ή μεγάλο μέρος των καταθέσεων τους.
Η χρηματοδότηση της ελληνικής βιομηχανίας, σήμερα, είναι ελλιπής και στην περίπτωση ακόμη που δοθεί κάποιο δάνειο είναι πολύ ακριβό, όταν στον υπόλοιπο κόσμο υπάρχει άφθονη ρευστότητα με εξαιρετικά χαμηλό κόστος. Ως αποτέλεσμα, τα τελευταία χρόνια πολλές βιομηχανικές μονάδες μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό, για να εξασφαλίσουν δάνεια με χαμηλό επιτόκιο.
Ο κόσμος δεν εμπιστεύεται τις τράπεζες, αλλά και την κυβέρνηση, για να επιστρέψει σημαντικές αναλήψεις άνω των 40 δις ευρώ, που απέσυρε στην περίοδο της κρίσης. Η έλλειψη εμπιστοσύνης, αλλά και τα πολύ χαμηλά επιτόκια καταθέσεων δεν αρκούν για να πείσουν και να επαναφέρουν τις καταθέσεις στο επιθυμητό επίπεδο άνω των €150 δις που είχε διαμορφωθεί πριν την κρίση. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες ανακεφαλαιοποίησης, οι τράπεζες πιέζονται για να ξεφορτωθούν μέχρι το 2022 το 50% των κόκκινων δανείων τους, που συνολικά ξεπερνούν τα 88 δις ευρώ.
Τα συμπεράσματα είναι σχετικά απλά. Η Ελλάδα δεν είχε πότε ένα συγκεκριμένο στρατηγικό σχέδιο για τη βιομηχανία και ο τραπεζικός της τομέας θυμίζει λίγο ακορντεόν, ξεκινά συρρικνωμένος, σταδιακά επεκτείνεται σε μεγάλο βαθμό και στη συνέχεια αρχίζει πάλι η συρρίκνωσή του.