Της Δανάης Λυπιρίδη,
Ο όρος «στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα» αναφέρεται στο σύνολο της αμυντικής βιομηχανίας, των ενόπλων δυνάμεων ενός κράτους και των φορέων χάραξης δημόσιας πολιτικής, καθώς και στην επιρροή που ασκούν αυτοί οι τρείς φορείς μέσω της άσκησης πολιτικής πίεσης στην χάραξη της δημόσιας πολιτικής μιας χώρας. Στη Γαλλία, το γαλλικό στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα συνδεόταν στενά με τον εθνικό στρατό κατά τη διάρκεια των πολυάριθμων πολέμων του 19ου αιώνα, εντούτοις στις μέρες μας ταυτίζεται πλέον περισσότερο με την γαλλική αμυντική βιομηχανία, η οποία ακόμη διατηρεί την ανταγωνιστικότητα της στο προσοδοφόρο παγκόσμιο εμπόριο όπλων, όσο υπάρχουν αρκετές εντάσεις και συγκρούσεις, οι οποίες τροφοδοτούν την ζήτηση στην κερδοφόρο αγορά. Βέβαια, όπως επισημαίνει και ο ειδικός σε θέματα άμυνας και διεθνών σχέσεων δημοσιογράφος Romain Mielcarek προκειμένου να αποκρύψουμε την καθαρά επιθετική μορφή του πολέμου, συνήθως δεν μιλάμε για πολεμική, αλλά για αμυντική βιομηχανία. Το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Γαλλίας υποστηρίζεται κυρίως από μεγάλες βιομηχανίες όπλων (όπως η Airbus, η Thales, η Naval Group και η Dassault Aviation) και βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών (la Direction générale de l’Armement – DGA), η οποία παρέχει στρατηγικό σχεδιασμό και μεγάλα κρατικά προγράμματα. Προϊόντα της γαλλικής πρωτοπορίας αποτελούν, μεταξύ άλλων, το πυρηνικό αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle, τα μαχητικά αεροσκάφη τύπου Dassault Rafale, το επιθετικό ελικόπτερο τύπου Eurocopter Tigre, καθώς και οι αντιαεροπορικές φρεγάτες Horizon, οι οποίες κατασκευάστηκαν σε συνεργασία με την ιταλική εταιρία Leonardo.
Ο τομέας της άμυνας και ασφάλειας κατέχει ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για τη Γαλλία. Σε οικονομικό επίπεδο, η αμυντική βιομηχανία έχει καταστεί ως ένας από τους πιο ανταγωνιστικούς τομείς της γαλλικής οικονομίας. Ο μεγάλος όγκος εξαγωγών στην Αίγυπτο, σε χώρες της Μέσης και Άπω Ανατολής (όπως το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία, η Ινδία και η Ινδονησία) και σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία) συμβάλλει στη μείωση του γαλλικού εμπορικού ελλείμματος (το οποίο αγγίζει περίπου τα 60 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως). Επιπλέον, σύμφωνα με το υπουργείο άμυνας της Γαλλίας, η αμυντική βιομηχανία της χώρας αντιπροσωπεύει το 13% των θέσεων εργασίας στις βιομηχανίες και απασχολεί πάνω από 200.000 άτομα. Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η ενίσχυση του τομέα της άμυνας και ασφάλειας μέσω της κατασκευής και εξαγωγής οπλικών συστημάτων έχει καταστήσει την Γαλλία το μοναδικό κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε) το οποίο κατέχει δικό του πυρηνικό οπλοστάσιο και είναι ικανό να πραγματοποιήσει άμεση ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων του σε επιχειρησιακό επίπεδο. Επιβεβαιώνεται έτσι, ο πρωταγωνιστικός της ρόλος σε ζητήματα παγκόσμιας γεωπολιτικής και η σημαντική θέση της ως μονίμου μέλους του Συμβούλιου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών με δικαίωμα αρνησικυρίας.
Η Γαλλία θεωρεί ότι ένα ισχυρό στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμά ισούται με μία εξίσου ισχυρή στρατηγική αυτονομία ενός κράτους. Ο συλλογισμός είναι ο εξής: Για να μπορεί το γαλλικό κράτος να ενεργεί ανεξάρτητα στους τομείς της άμυνας, ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να εξαρτάται από άλλα κράτη όταν επιθυμεί να χρησιμοποιήσει σκληρή ισχύ για την προστασία των κυριαρχικών του δικαιωμάτων, χρειάζεται να πρωτοπορεί στον τομέα τη στρατιωτικής τεχνολογίας και να έχει την ικανότητα κατασκευής οπλικών συστημάτων. Ωστόσο, η γαλλική αμυντική βιομηχανία δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο με την εσωτερική «κατανάλωση»: Πρέπει επίσης να εξάγει. Ως αποτέλεσμα, οι εξαγωγές όπλων αποτελούν έκφραση και ζωτική συνιστώσα της εθνικής κυριαρχίας της Γαλλίας ή όπως είπε το 2018 η Γαλλίδα υπουργός Άμυνας Florence Parly: «Οι εξαγωγές όπλων είναι το επιχειρηματικό μοντέλο της κυριαρχίας μας»
Το δόγμα αυτό παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό άθικτο, παρά τους μετασχηματισμούς που σημειώθηκαν στο παγκόσμιο εμπόριο όπλων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο λόγω της ευρύτερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της εμφάνισης πολυμερών κανόνων για το εμπόριο όπλων και της απελευθέρωσης του τομέα της αμυντικής βιομηχανίας. Αν και υπήρξαν ορισμένες διακριτικές αλλαγές στη πολιτική εξαγωγών οπλικών συστημάτων του γαλλικού κράτους, η γενική κατεύθυνση της δεν αμφισβητήθηκε σχεδόν ποτέ. Στην διατήρηση και εφαρμογή του γενικότερου γαλλικού δόγματος έχουν συμβάλλει ενεργά οι φορείς χάραξης δημόσιας πολιτικής και η γαλλική γραφειοκρατία.
Ωστόσο, η εξαγωγή οπλικών συστημάτων κοστίζει σε μια χώρα, καθώς η διατήρηση μιας αμυντικής βιομηχανίας δημιουργεί επίσης το δικό της είδος εξάρτησης. Αν και η Γαλλία δεν εξαρτήθηκε στρατηγικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως φοβούνταν οι «Γκωλικοί», η αμυντική βιομηχανία της χώρας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις χώρες όπου εξάγει τα προϊόντα της. Επιπλέον, σε μια εποχή κατά την οποία τα κράτη – μέλη της Ε.Ε σιγά σιγά δεσμεύονται για κοινές αμυντικές προσπάθειες είτε μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε σε διμερές επίπεδο, η προσκόλληση της Γαλλίας στο παραδοσιακό της δόγμα εξαγωγής οπλικών συστημάτων μπορεί να αποτελέσει βάρος για την ίδια στις σχέσεις της με σημαντικούς ευρωπαίους εταίρους. Είναι γεγονός ότι ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν έχει δώσει προτεραιότητα στη βαθύτερη ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία, ιδίως με τη Γερμανία, εντούτοις οι διαφορές στα γεωπολιτικά συμφέροντα, μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, θέτουν ένα ιδιαίτερο δίλημμα για τη τήρηση της γαλλικής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας. Το εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων, το οποίο έχει θέσει το Βερολίνο στη Σαουδική Αραβία λόγω της εμπλοκής της στον πόλεμο της Υεμένης έρχεται σε αντίθεση με το Παρίσι, το οποίο επιθυμεί να συνάπτει εμπορικές σχέσεις με οποιοδήποτε κράτος, εκτός εάν υπόκειται σε εμπάργκο όπλων των Ηνωμένων Εθνών (αν και αυτό δεν τηρούταν πάντα – η Γαλλία ήταν ένας από τους κύριους προμηθευτές όπλων της Νότιας Αφρικής, την εποχή του apartheid).
Ενώ η συνεργασία με τη Γερμανία φαίνεται απαραίτητη για τη δημιουργία μίας μεγαλύτερης αγοράς εξοπλισμών και για την θεμελίωση μιας ευρωπαϊκής κοινής αμυντικής πολιτικής, η αμοιβαία ακαμψία στην πολιτική εξαγωγής οπλικών συστημάτων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τα γαλλογερμανικά σχέδια για την από κοινού θεμελίωση ενός τομέα ευρωπαϊκής στρατιωτικής τεχνολογίας. Το ερώτημα, επομένως είναι το εξής: Η Γαλλία θα επιλέξει την αύξηση της αμυντικής συνεργασίας με τους ευρωπαίους εταίρους της, ιδίως με την Γερμανία ή θα διατηρήσει την οικονομικά και στρατηγικά επιτυχημένη φιλελεύθερη πολιτική της για τις εξαγωγές οπλικών συστημάτων; Ο στόχος της ενοποίησης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και της δημιουργίας μιας εύρωστης σχετικής αγοράς προϋποθέτει αναγκαστικά το σχεδιασμό και την εφαρμογή κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Ε.Ε.