Της Νεφέλης Θεοφανοπούλου,
Οι ταραχές στη Ρουάντα, το 1994, που ξεκίνησαν μετά τον θάνατο του τότε Προέδρου της χώρας, Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα, είχε ως αποτέλεσμα τη γενοκτονία της Ρουάντα, όπως χαρακτηρίστηκε αργότερα από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, με πάνω από μισό εκατομμύριο πληθυσμό της φυλής Τούτσι νεκρούς από τη φυλή Χούτου. Εκατομμύρια άλλοι εγκατέλειψαν τη χώρα κατά τη διάρκεια των ταραχών. Κατά την περίοδο αυτή, ο επιχειρηματίας Paul Rusesabagina, από τη φυλή Χούτου και παντρεμένος με μια Τούτσι, χρησιμοποίησε την επιρροή και τους πόρους του και έσωσε 1.200 άτομα, προσφέροντας καταφύγιο στο ξενοδοχείο του, στην πρωτεύουσα Kigali, κατά τη διάρκεια των χειρότερων σφαγών. Ο ίδιος, αργότερα, έγινε έμπνευση για τη χολιγουντιανή ταινία “Hotel Rwanda”. Στις αρχές του μήνα, συνελήφθη από τις αστυνομικές αρχές της χώρας και κρατείται με τις κατηγορίες για τρομοκρατία, εμπρησμό και φόνο.
Ο Rusesabagina θεωρείται πλέον αντίπαλος της κυβέρνησης της Ρουάντα και του Πρόεδρου της, Paul Kagame, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία από το 2000, και έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα κλίμα οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, αν και κατηγορείται για την βίαιη αποσιώπηση των αντιπάλων του από διάφορες ανθρωπιστικές οργανώσεις στον κόσμο. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι ο Rusesabagina ενισχύει οικονομικά για χρόνια αντάρτες της Ρουάντα, που επιτίθενται στη χώρα από το εξωτερικό.
Ακόμα κατηγορείται ως «ηγέτης, χορηγός και μέλος βίαιων, ένοπλων, εξτρεμιστικών οργανώσεων» από το Γραφείο Ερευνών της Χώρας, το οποίο συμπεριλαμβάνει σε αυτές το Κίνημα Δημοκρατικής Αλλαγής της Ρουάντα και το Κόμμα Δημοκρατίας της Ρουάντα, τα οποία είναι ενεργές δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Μέσα στις αστοιχείωτες κατηγορίες κατά του, συμπεριλήφθηκαν και επιθέσεις που είχαν γίνει το 2018 κατά πολιτών της χώρας, παρόλο που ο ίδιος δε ζει στην επικράτειά της από το 1999.
H κόρη του επιχειρηματία υποστηρίζει στα διεθνή μέσα πως «απήχθη από την Κυβέρνηση του Ντουμπάι, από όπου ταξίδευε με ιδιωτικό αεροπλάνο», ενώ, παράλληλα, οργανώσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου κάνουν λόγο για περίπτωση αναγκαστικής εξαφάνισης με σοβαρό τον κίνδυνο βασανισμού του. Η υπεράσπιση του Rusesabagina υπέβαλε επίσης επίσημη καταγγελία στον ειδικό εισηγητή των Ηνωμένων Εθνών για θέματα βασανισμού, εξευτελισμού και απάνθρωπης μεταχείρισης. Με τη σειρά της, η Κυβέρνηση της Ρουάντα υποστήριξε πως υπήρχε διεθνής συνεργασία πολλών παραγόντων για να γίνει εφικτή η σύλληψή του, χωρίς να αναφέρει τίποτα περισσότερο και χωρίς να έχει δημοσιοποιήσει το ένταλμα σύλληψής του ή τις χώρες που πήραν μέρος στο εγχείρημα. Με βάση αυτό, είναι ευλογοφανές πως η κυβέρνηση στοχεύει τους επικριτές της, ακόμα και πέρα από τα σύνορα. Ακόμα, είναι αβέβαιο για το αν ο Rusesabagina θα έχει την ευκαιρία μιας δίκαιης δίκης, εφόσον δεν έχει καταφέρει κανείς από την οικογένεια και τους δικηγόρους να επικοινωνήσουν επιτυχώς μαζί του, και αφού δεν έχει ανακοινωθεί επίσημη ημερομηνία για την εκδίκαση της υπόθεσης. Σύμφωνα με το νόμο της χώρας, μπορεί να κρατηθεί προσωρινά μέχρι και 90 ημέρες.
Οι πρακτικές της κυβέρνησης δεν είναι νέες. Επικριτές της, και ακτιβιστές-υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν δεχτεί κατά καιρούς επιθέσεις, έχουν υποστεί αναγκαστικές εξαφανίσεις και έχουν κατηγορηθεί για εξέγερση, υποκίνηση κ.α.. Τον Φεβρουάριο ο τραγουδιστής Kizito Mihigo βρέθηκε νεκρός στο κελί του, λίγες μέρες μετά τη σύλληψή του, κάνοντάς τον ένα ακόμη θύμα πολιτικού ανταγωνισμού. Οι αρχές δήλωσαν πως αυτοκτόνησε και καμιά περαιτέρω έρευνα δεν έχει ανοίξει έκτοτε. Η δήλωση του Kagame, το 2014, πως «Όποιος είναι ακόμα ζωντανός και συνωμοτεί ενάντια στη Ρουάντα, θα πληρώσει το τίμημα, όποιος και να είναι αυτός» φανερώνει την εκδικητική στάση της κυβέρνησης απέναντι στους αντιπάλους της και τις παράνομες ενέργειες όπου αυτή θα μπορούσε να καταφύγει για να καταφέρει τους σκοπούς της.
Φαίνεται, λοιπόν, πως στη Ρουάντα συνεχίζει να υπάρχει σε μεγάλο βαθμό μια έντονη κρίση του κράτους δικαίου, με θύματα των καταστάσεων ακόμα και επιφανείς προσωπικότητες με διεθνή αναγνώριση για το έργο που έχουν προσφέρει σε δύσκολες στιγμές. Συμπερασματικά, βλέπουμε την κυβέρνηση της χώρας και τον Πρόεδρο, Paul Kagame, να συνεχίζουν να δρουν με τρόπους που δείχνουν πως δεν παίρνουν στα σοβαρά τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει απέναντι στους πολίτες της χώρας.