Του Γιάννη Χουλιάρα,
Τον Οκτώβριο του 2018, στο Pittsburgh των ΗΠΑ, μια συναγωγή δέχθηκε ένοπλη επίθεση, η οποία οδήγησε στο θάνατο 11 παρευρισκομένων. Το Μάρτιο του 2019, ένοπλος άνδρας άνοιξε πυρ εντός δύο τζαμιών, στην πόλη Christchurch της Νέας Ζηλανδίας, προκαλώντας το θάνατο 51 ατόμων. Έξι εβδομάδες αργότερα, στο San Diego των ΗΠΑ, ένοπλος επιτέθηκε σε συναγωγή, σκοτώνοντας ένα άτομο και τραυματίζοντας άλλα τρία. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, στο El Paso του Τέξας, μια παρόμοια επίθεση είχε ως αποτέλεσμα 22 άτομα να χάσουν τη ζωή τους.
Οι παραπάνω επιθέσεις διαπράχθηκαν από άτομα ακροδεξιών πολιτικών αντιλήψεων. Οι δράστες, σε αναρτήσεις τους σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εξέφραζαν απόψεις που χαρακτηρίζονταν από ρατσισμό, αντισημιτισμό και την αντίληψη πως η «λευκή φυλή» βρίσκεται υπό απειλή. Η συγκεκριμένη αντίληψη αναφέρεται ως η θεωρία της «Μεγάλης Αντικατάστασης» (The Great Replacement), σύμφωνα με την οποία υφίσταται μια συνωμοσία, με στόχο την αντικατάσταση και εξαφάνιση των λευκών πληθυσμών, κυρίως μέσω των χαμηλών ρυθμών γεννήσεων και της μετανάστευσης Μουσουλμάνων, ιδίως της τελευταίας. Συνήθως, οι οπαδοί της θεωρίας θεωρούν πως πίσω από την συνωμοσία για την εξαφάνιση της λευκής φυλής βρίσκονται οι Εβραίοι, συνδέοντας τον παραδοσιακό αντισημιτισμό της ακροδεξιάς με την εχθρικότητά της απέναντι στη μετανάστευση και το Ισλάμ. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, πέραν των Μουσουλμάνων, στο στόχαστρο τίθενται και οι Λατίνοι. Ο (λευκός) δράστης της επίθεσης στο El Paso, σε κείμενο που δημοσίευσε, εξέφραζε φόβο σχετικά με την «εισβολή των Λατίνων» στις ΗΠΑ.
Παρόμοια περιστατικά βίας έχουν σημειωθεί και στην Ευρώπη. Τον Ιούνιο του 2019, ο Γερμανός πολιτικός Walter Lübcke δολοφονήθηκε από ακροδεξιό εξτρεμιστή, λόγω της υποστήριξής του προς την έλευση μεταναστών. Τον Αύγουστο, λίγες μέρες μετά την επίθεση στο El Paso, σημειώθηκε επίθεση σε τζαμί, στα περίχωρα της νορβηγικής πρωτεύουσας, Όσλο, χωρίς τελικά θύματα. Τον Οκτώβριο, στο Halle της Γερμανίας, ένοπλος επιτέθηκε σε συναγωγή, σκοτώνοντας δύο άτομα. Σύμφωνα με κείμενο που δημοσίευσε νωρίτερα, επιδίωκε να σκοτώσει «όσο περισσότερους εχθρούς της λευκής φυλής γίνεται, κατά προτίμηση Εβραίους». Το Φεβρουάριο του 2020, στο Hanau, επίσης στη Γερμανία, ακροδεξιός σκότωσε 9 άτομα, κυρίως τουρκικής και κουρδικής καταγωγής.
Διάφορες στατιστικές καταδεικνύουν την άνοδο της ακροδεξιάς τρομοκρατίας. Σύμφωνα με έρευνα, τα περιστατικά ακροδεξιάς τρομοκρατίας σημείωσαν αύξηση 320% στο δυτικό κόσμο, κατά την περίοδο 2013-2018. Οι επιθέσεις υπερδιπλασιάστηκαν στις ΗΠΑ, μεταξύ 2016 και 2017, ξεπερνώντας αριθμητικά τις επιθέσεις ισλαμιστών τρομοκρατών, κατά την περίοδο 2010-2017. Στην Ευρώπη, η προσφυγική κρίση του 2015 προκάλεσε μια σοβαρή αύξηση των περιστατικών ακροδεξιάς τρομοκρατίας. Ενώ την περίοδο 2009-2014 οι ακροδεξιές τρομοκρατικές επιθέσεις αποτελούσαν το 4,7% των συνολικών επιθέσεων που έλαβαν χώρα, την περίοδο 2015-2020 το ποσοστό τους ανήλθε στο 62,6%. Οι συλλήψεις υπόπτων για συμμετοχή σε ακροδεξιές τρομοκρατικές ενέργειες επίσης αυξήθηκαν σε ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), την περίοδο 2017-2018. Αυτές οι τρομοκρατικές ενέργειες διεξάγονται πρωτίστως, είτε από έναν μόνο δράστη, είτε από μικρά δίκτυα. Αυτή η τάση ανάγεται, μεταξύ άλλων, και στη στρατηγική της «μη καθοδηγούμενης αντίστασης» (leaderless resistance), η οποία υιοθετήθηκε από τους ακροδεξιούς τρομοκράτες, κατά τη δεκαετία του 1980. Στόχος είναι η ευκολότερη αποφυγή του εντοπισμού τους από τις διωκτικές αρχές, μέσω της έλλειψης μιας ιεραρχημένης δομής με κεντρική ηγεσία.
Πέρα από την αριθμητική μεγέθυνσή της, η ακροδεξιά τρομοκρατία παρουσιάζει και δύο ακόμη τάσεις: τη «μεταφορά» των χώρων ανάπτυξης του εξτρεμισμού στο διαδίκτυο και την αυξανόμενη επικοινωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων ατόμων και ομάδων, σε διεθνές επίπεδο. Κινητήρια δύναμη για τις εξελίξεις αυτές είναι η άνοδος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Διαδικτυακές πλατφόρμες επικοινωνίας, όπως το Facebook, το Twitter και το Youtube, επιτρέπουν στους εξτρεμιστές ευκολότερη και μαζικότερη διάδοση προπαγάνδας και ριζοσπαστικοποίηση νέων ατόμων, καθώς και αποτελεσματικότερο συντονισμό των δράσεών τους, ανεξαρτήτως του κράτους όπου βρίσκονται. Ως εκ τούτου, τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί η επικοινωνία και οι επαφές μεταξύ ακροδεξιών οργανώσεων σε Βόρεια Αμερική, Ευρώπη και Αυστραλία.
Έχει, μάλιστα, παρατηρηθεί πως ορισμένες διαδικτυακές κοινότητες, λόγω των μηνυμάτων που διακινούνται σε αυτές, ενδέχεται να οδηγήσουν στη ριζοσπαστικοποίηση ατόμων, χωρίς καν την ανάγκη εμπλοκής τρίτου. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το φόρουμ “8chan”. Το “8chan” (πλέον 8kun) ξεκίνησε ως ένας διαδικτυακός χώρος συζητήσεων για θέματα όπως τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και το ιαπωνικό anime, αλλά εξελίχθηκε, σύμφωνα με αναλυτές, σε παγκόσμιο πεδίο διακίνησης ακροδεξιών ιδεών και εκκόλαψης δυνητικών τρομοκρατών. Μάλιστα, στα φόρουμ αυτά, οι ρατσιστικές και εθνικιστικές ιδέες της ακροδεξιάς συναντούν άλλες περιθωριακές/εξτρεμιστικές τάσεις, όπως τον πολιτικοποιημένο μισογυνισμό των incel (involuntary celibate), και αναμειγνύονται με αυτές, συνθέτοντας συχνά εξαιρετικά ακραίες και δυνητικά βίαιες αντιλήψεις.
Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η επακόλουθη αυξημένη επικοινωνία μεταξύ των ακροδεξιών εξτρεμιστών, έχει δύο ακόμη συνέπειες:
Πρώτον, δημιουργεί την αίσθηση πως όλα τα άτομα και οι οργανώσεις, ανεξαρτήτως γεωγραφικής κατανομής, και παρά τις επιμέρους διαφορές τους, διεξάγουν έναν κοινό αγώνα κατά μιας κοινής απειλής. Η απειλή αυτή, στην περίπτωση της ακροδεξιάς, είναι η υποτιθέμενη δημογραφική εξαφάνιση της λευκής φυλής, που προωθείται από σκοτεινά κέντρα. Η αίσθηση της απειλής αυτής τροφοδοτείται από τα αυξημένα επίπεδα μετανάστευσης (π.χ. μουσουλμάνων στην Ευρώπη ή Λατίνων στις ΗΠΑ). Το γεγονός πως τέτοιες ιδέες έχουν εξαπλωθεί, από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και στη γεωγραφικά μακρινή Αυστραλία, καταδεικνύει την ικανότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να αναπτύσσουν, μεταξύ ατόμων και ομάδων σε διαφορετικά κράτη, την αντίληψη πως διαθέτουν παρόμοιους στόχους και αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις.
Επιπλέον, με τον ίδιο τρόπο, πολιτικές εξελίξεις σε κάποιο/α κράτος/η ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στον ακροδεξιό εξτρεμισμό και αλλού. Για παράδειγμα, η εκλογή του Donald Trump, με την αντι-μεταναστευτική ρητορική του, έγινε αντιληπτή από μέρος της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, ως μια εξέλιξη που καταδείκνυε την ύπαρξη ενός παγκόσμιου πολιτικού ρεύματος, ευνοϊκού για τους στόχους τους. Το πολιτικοοικονομικό βάρος των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα καθιστά τις εσωτερικές τους πολιτικές εξελίξεις ιδιαίτερα σημαντικές για την εσωτερική κατάσταση και των υπολοίπων κρατών.
Δεύτερον, μία ακόμη συνέπεια, ιδιαίτερα επικίνδυνη, είναι η τάση των εξτρεμιστών να μιμούνται τρομοκρατικές ενέργειες που λαμβάνουν χώρα σε άλλα κράτη και τυγχάνουν ευρείας προβολής στα μέσα ενημέρωσης και το διαδίκτυο. Ο δράστης της επίθεσης στη Νέα Ζηλανδία εμπνεύστηκε από και θέλησε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Νορβηγού Anders Behring Breivik, ο οποίος σκότωσε 77 άτομα, σε επιθέσεις του το 2011. Με τη σειρά τους, οι δράστες των επιθέσεων στις συναγωγές του San Diego και του Halle, στο El Paso, στο Όσλο και στο Hanau εμπνεύστηκαν από την επίθεση στη Νέα Ζηλανδία, βάσει της χρονικής ακολουθίας των γεγονότων, των αναρτήσεών τους στο διαδίκτυο και των τακτικών που ακολούθησαν. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω επιθέσεων είναι το ότι, λίγο πριν οι επιθέσεις λάβουν χώρα, οι δράστες ανακοίνωσαν τις προθέσεις τους σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης (συμπεριλαμβανομένου του 8chan). Επιπλέον, οι δράστες των επιθέσεων στη Νέα Ζηλανδία και στο Halle μετέδιδαν ζωντανά (live streaming) τις επιθέσεις τους, στο Facebook και στο Twitch, αντίστοιχα. Ο δράστης της επίθεσης στο Hanau δημοσίευσε βίντεο στο Youtube, στο οποίο μιλά στα αγγλικά. Μέσω του διαδικτύου, επομένως, οι δράστες προβάλλουν τις επιθέσεις τους σε ένα παγκόσμιο κοινό, κερδίζουν το θαυμασμό των ομοϊδεατών τους, όντες «μάρτυρες», ενώ ωθούν άλλους να τους μιμηθούν.
Καταληκτικά, η ακροδεξιά τρομοκρατία αποτελεί μια ταχέως αναδυόμενη απειλή για την εσωτερική ασφάλεια και συνοχή των δυτικών κοινωνιών. Η αυξανόμενη πολιτισμική ποικιλομορφία, η μετανάστευση από φτωχότερες περιοχές του πλανήτη και η πολιτική πόλωση δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ακροδεξιάς τρομοκρατίας, ως αντίδρασης μιας μερίδας του πληθυσμού ενάντια σε πραγματικές ή εκλαμβανόμενες αλλαγές ή απειλές. Ταυτόχρονα, το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οξύνουν την κατάσταση αυτή, παρέχοντας στην ακροδεξιά ένα πολύτιμο μέσο επηρεασμού ενός ευρύτερου κοινού.
Προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα αποτελούν οι διεθνείς σχέσεις και η στρατηγική, με έμφαση σε Μέση Ανατολή, Ρωσία-Ανατολική Ευρώπη και ελληνική εξωτερική πολιτική, η κυβερνοασφάλεια, ζητήματα υπηρεσιών πληροφοριών, η διπλωματική ιστορία και η ιστορία των ιδεών. Κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας, ενώ αυτό το διάστημα μαθαίνει και τη ρωσική.