Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Στις 9 Αυγούστου του έτους 378 μ.Χ., ο ήλιος έδυε έχοντας αντικρίσει μια φρικτή καταστροφή. Πάνω από 40.000 άνδρες κείτονταν νεκροί, 15 χιλιόμετρα μακριά από την Αδριανούπολη. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας είχε συντελεστεί η μεγαλύτερη καταστροφή για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά τη μάχη των Καννών. Ο λόγος φυσικά για τη μάχη της Αδριανούπολης, όπου ο αυτοκράτορας Ουάλης ή Βάλης (364–378 μ.Χ.) υπέστη ταπεινωτική ήττα, χάνοντας και ο ίδιος τη ζωή του από τον αντίπαλό του και αρχηγό των συνασπισμένων Γότθων Φριτιγέρνη. Η μάχη αυτή ήταν το αποτέλεσμα μια αλυσίδας λανθασμένων ενεργειών, η οποία έδεσε τον Ρωμαίο αυτοκράτορα σε αυτή τη μοίρα.
Ο Βάλης ορίστηκε συναυτοκράτορας από τον αδελφό του Βαλεντινιανό στις 28 Μαρτίου του 364 μ.Χ. στην πρωτεύουσα του κράτους. Η κίνηση αυτή έγινε κατ’ απαίτηση των αξιωματούχων του ρωμαϊκού στρατού, καθώς οι δύο προηγούμενοι αυτοκράτορες χάθηκαν δίχως να ορίσουν αντικαταστάτη. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους οι δύο άνδρες διαίρεσαν την αυτοκρατορία, με τον Βαλεντινιανό να αναχωρεί για τα Μεδιόλανα και τον Βάλη για την Κωνσταντινούπολη. Σύντομα ο τελευταίος αναχώρησε για την Αντιόχεια, καθώς ήθελε να επιβλέψει ιδίοις όμασι τα σύνορα της αυτοκρατορίας με τους Πέρσες και να διαπιστώσει την τήρηση των όρων της συνθήκης που είχε υπογραφεί μεταξύ του προκατόχου του Ιοβιανού (363–364 μ.Χ.) και του ηγεμόνα των Περσών Σαπώρη Β΄.
Αμεσότερος κίνδυνος όμως ανέκυψε στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, καθώς ο Προκόπιος, πρώην αξιωματούχος και συγγενής του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361–363 μ.Χ.), σφετερίστηκε τον αυτοκρατορικό θρόνο, εκμεταλλευόμενος τη δυσαρέσκεια των πολιτών σχετικά με τη βαριά φορολογία που είχε επιβάλει ο νόμιμος αυτοκράτορας. Έτσι, εξαγοράζοντας δύο λεγεώνες αναγορεύτηκε αυτοκράτορας και ξεκίνησε να καταλαμβάνει περιοχές του εσωτερικού. Παρά τις αρχικές του επιτυχίες απέναντι στις τοπικές φρουρές και στο στρατό του Βάλη, το στρατόπεδό του διαλύθηκε καθώς πολλοί αυτομόλησαν στις τάξεις του νόμιμου κατόχου του θρόνου. Ο Προκόπιος συνελήφθη στις 27 Μαΐου 366 μ.Χ. και αποκεφαλίστηκε, ενώ παρόμοια τύχη είχε και ο συγγενής του, στρατηγός Μαρκέλλος, που ανέλαβε την ηγεσία των οπαδών τού θανόντος σφετεριστή.
Οι πρώτες απειλητικές ενέργειες των Γότθων ενάντια στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την περίοδο εκείνη ξεκίνησαν αμέσως μετά την καταστολή της επανάστασης του Προκοπίου. Αφορμή ήταν η αιχμαλωσία 3.000 Γότθων από τον Βάλη, οι οποίοι είχαν σταλεί σε βοήθεια του σφετεριστή. Ο όρος «Γότθοι» εμπεριέχει τα δύο ισχυρά γερμανικά φύλα, Οστρογότθους και Βησιγότθους, με τους πρώτους να έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή της σημερινής Ουκρανίας, πέραν του ποταμού Δνείστερου, και τους δεύτερους να εγκαθίστανται μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δνείστερου. Επί τρία συναπτά έτη ο Βάλης, με στρατιωτική βάση τη Μαρκιανούπολη, προσπαθούσε να κατατροπώσει τους αντιπάλους του, χωρίς επιτυχία, παρά τις 2 νικηφόρες διαβάσεις του Δούναβη. Εν τέλει το 369 μ.Χ. ο ηγέτης των Γότθων Αθανάριχος υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το Ρωμαίο αυτοκράτορα, με όρους ευνοϊκούς για τον τελευταίο, ο οποίος λίγο αργότερα στράφηκε εκ νέου στην Ανατολή.
Οι Πέρσες, παρά τους ευνοϊκούς όρους που απέσπασαν από τον Ιοβιανό, είχαν ως κύριο στόχο τους την κατάκτηση της Αρμενίας. Την οκταετία 370–378 μ.Χ. ο αυτοκράτορας έδωσε σκληρές μάχες, τόσο σε διπλωματικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο σύρραξης, προκειμένου να διαφυλάξει την ακεραιότητα της Αρμενίας και να περιορίσει, αν όχι να εξαλείψει, τις επεκτατικές βλέψεις του Σαπώρη Β΄. Η κατάσταση όμως στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας απαιτούσε εκ νέου την παρουσία του.
Το 376 μ.Χ. οι Ούννοι, ένα τουρκόφωνο φύλο ορμώμενο από την Ασία, παρέσυραν Οστρογότθους, Αλαμανούς και Βησιγότθους στο καταστροφικό τους πέρασμα. Οι τελευταίοι, δεχόμενοι επιθέσεις από τους δεινούς αυτούς μαχητές, χωρίστηκαν σε 2 μεγάλες ομάδες. Η πρώτη, με επικεφαλής τον ηγέτη τους Αθανάριχο ζήτησαν καταφύγιο πέρα από τα Καρπάθια, ενώ η δεύτερη, με επικεφαλής τους Φριτιγέρνη και Αλάβιβο κατευθύνθηκαν προς τα ρωμαϊκά σύνορα. Εκεί ζήτησαν και εξασφάλισαν άδεια από τον Βάλη να εγκατασταθούν στην περιοχή της Θράκης, με τον τελευταίο να αποσκοπεί στην αύξηση του πληθυσμού στην περιοχή αυτή και στον εμπλουτισμό του στρατού της αυτοκρατορίας, μέσω της στρατολόγησης τους. Υποχρέωση των βυζαντινών ήταν να βοηθήσουν τους Βησιγότθους στη διάβαση του Δούναβη και στον επισιτισμό τους, έως ότου αυτοί αποκτήσουν καλλιεργήσιμες γαίες.
Φυσικά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τα αυτοκρατορικά πλάνα. Η απληστία και η διαφθορά του κόμη και του δούκα της Θράκης, οι οποίοι ανέβαζαν τις τιμές των τροφών σε δυσθεώρητα επίπεδα, οδήγησαν τους Βησιγότθους στην πώληση ακόμη και των παιδιών τους ως δούλων, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Σε αυτή την άθλια κατάσταση η ένοπλη εξέγερση ήταν αναπόφευκτη, καθώς ο αφοπλισμός τους παραμελήθηκε από τις αρχές. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τον μεγάλο αριθμό των Βησιγότθων και την παράνομη είσοδο Οστρογότθων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Μετά από την ήττα των Βυζαντινών από τα γοτθικά στίφη στην Μαρκιανούπολη και την κλιμάκωση των εντάσεων, ο αυτοκράτορας της Δύσης Γρατιανός (375–383 μ.Χ.), γιος του θανόντα Βαλεντινιανού Α΄, έστειλε ενισχύσεις, οι οποίες ενεπλάκησαν στην ίδια περιοχή με τους αντιπάλους της αυτοκρατορίας το 378 μ.Χ., με αμφίρροπο αποτέλεσμα. Νέα κύματα Γότθων, Ούννων και Αλαμανών επιδείνωσαν την κατάσταση, με την ευρύτερη περιοχή της Θράκης να βρίσκεται στο έλεος των εισβολέων.
Το ίδιο έτος ο Βάλης φτάνει από το περσικό μέτωπο στην Κωνσταντινούπολη, όπου επικρατεί εχθρικό κλίμα και αναγκάζεται να μεταφέρει το κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων στην Μελαντιάδα, ένα χωριό κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ανέθεσε την αρχηγία του στρατού στον κόμη Σεβαστιανό, ο οποίος πέτυχε κάποιες νίκες και περιόρισε τους αντιπάλους του σε 2 περιοχές του Αίμου. Παρά τις έντονες αντιρρήσεις των στρατηγών του, ο Βάλης, θέλοντας να κατακτήσει μόνος του τη νίκη και να εξισωθεί με τον ανιψιό του, ο οποίος είχε πετύχει την ειρήνη στο σύνορο του ποταμού Ρήνου, αρνήθηκε να περιμένει τις ενισχύσεις που ήταν καθ’ οδόν από τη Δύση και, παρακινημένος από τις πληροφορίες των ανιχνευτών του, οι οποίες έκαναν λόγο για μόλις 10.000 αντιπάλους και μάλιστα μόνο πεζούς, κινήθηκε με 60.000 άνδρες εναντίον των Γότθων. Οι τελευταίοι είχαν εγκαταστήσει το στρατόπεδό τους στην κορυφή ενός λόφου έξω από την Αδριανούπολη, τοποθετώντας τα βαγόνια τους σε κυκλικό σχηματισμό ονόματι “laager”. Ο ηγέτης τους Φριτιγέρνης επανειλημμένα προσπάθησε να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, τον οποίο η υπερβολική πίστη στις δυνάμεις του τον είχε τυφλώσει, με αποτέλεσμα οι προσπάθειες να αποβούν μάταιες.
Η πορεία του βυζαντινού στρατού προς το πεδίο της μάχης έγινε αμέσως μετά την άφιξή του στην Αδριανούπολη, με τον Βάλη να αγνοεί εκ νέου όχι μόνο τους στρατηγούς του, αλλά και τον απεσταλμένο του σώματος που είχε στείλει ο Γρατιανός. Έτσι, η καταπονημένη από την πορεία βυζαντινή στρατιά κινήθηκε 15 χιλιόμετρα έξω από την Αδριανούπολη, στο λόφο όπου βρισκόταν το γοτθικό laager. Εκεί, μετά από μια ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια διαπραγματεύσεων, οι Γότθοι έβαλαν φωτιά στην γύρω περιοχή, προκειμένου να καθυστερήσουν την προέλαση των βυζαντινών δυνάμεων.
Ο βυζαντινός στρατός ήταν χωρισμένος σε 3 πτέρυγες, με το ιππικό να καταλαμβάνει τη δεξιά και την αριστερή και το πεζικό, η ισχυρότερη δύναμη, να καταλαμβάνει το κέντρο, ακολουθούμενο από μια μικρή εφεδρεία. Στόχος του ιππικού ήταν να αποτρέψει πιθανή κυκλωτική κίνηση των Γότθων, όσο οι λεγεώνες του κέντρου επιτίθενται στο Γοτθικό στρατόπεδο. Από την άλλη οι Γότθοι οργάνωσαν την άμυνα μέσα και γύρω από το στρατόπεδό τους, προσπαθώντας να καθυστερήσουν και να καταπονήσουν τους αντιπάλους τους με πλήθος τοξευμάτων.
Παρά την αρχική σύγχυση που επήλθε στις ρωμαϊκές τάξεις, οι έμπειροι λεγεωνάριοι ανέλαβαν πρωτοβουλία και ανανέωσαν την επίθεση, συγκρουόμενοι με το αμυνόμενο πεζικό. Όμως βρέθηκαν μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη, η οποία εξηγούσε την προσπάθεια των Γότθων να τους καθυστερήσουν. Η θυελλώδης αυτή έκπληξη ακούει στο όνομα γοτθικό ιππικό και αριθμούσε 50.000 άνδρες, οι οποίοι επέστρεφαν είτε από κάποια λεηλασία είτε από συλλογή τροφής, καθώς τόσο το πλήθος των ανδρών όσο και των υποζυγίων απαιτούν τεράστιες ποσότητες τροφής.
Η αριστερή πτέρυγα του ρωμαϊκού ιππικού δέχτηκε πρώτη την καταστροφική επέλαση και εξαλείφθηκε. Σύντομα τα 2/3 των ρωμαϊκών δυνάμεων είχαν την ίδια τύχη. Οι δύο στρατιωτικοί αρχηγοί (magister peditum – magister equitum), 35 χιλίαρχοι και 40.000 άνδρες έπεσαν στο πεδίο της μάχης, με τους Γότθους να μετρούν μόλις 2.000 νεκρούς. O ίδιος ο αυτοκράτορας έπεσε στο πεδίο της μάχης, πληγωμένος θανάσιμα από βέλος. Μια άλλη εκδοχή θέλει τον Βάλη να καταφεύγει με τη συνοδεία του τραυματισμένος σε ένα αγροτόσπιτο, όπου εγκλωβίστηκε από τους διώκτες του, οι οποίοι έκαψαν το σπίτι εξολοθρεύοντάς τον. Με τον θάνατό του ο Ρωμαίος αυτοκράτορας σφράγισε την μεγαλύτερη ήττα των Ρωμαίων από τη μάχη των Καννών (216 μ.Χ.).
Μετά από αυτή τους την επιτυχία, οι Γότθοι αποπειράθηκαν να καταλάβουν την Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη, χωρίς όμως επιτυχία. Ο τρόπος μάχης που εφάρμοζαν, βασισμένος κυρίως στο ιππικό, δεν τους είχε εξασφαλίσει την απαιτούμενη εμπειρία για τον πόλεμο πολιορκίας. Έτσι φεύγοντας από τη Θράκη λεηλάτησαν τις περιοχές της Δακίας, της Μοισίας και της Παννονίας.
Η ήττα αυτή, πέραν των ανυπολόγιστων απωλειών που επέφερε στην αυτοκρατορία, κατέδειξε το μεγάλο πρόβλημα που αποτελούσαν οι Γότθοι για την ακεραιότητα των επαρχιών του κράτους. Η υπεροψία και η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση αποτέλεσαν ολέθρια σφάλματα για τον Βάλη, ο οποίος θυσίασε την έννοια της συνεργασίας και της από κοινού προστασίας της αυτοκρατορίας στο βωμό των προσωπικών του φιλοδοξιών.
Βιβλιογραφία
- Βακαλούδη Α. «Η εποχή του Θεοδοσίου Α΄ και η παγίωση της Ορθοδοξίας» σε Συλλογικό έργο (s.d.) Ιστορία των Ελλήνων τόμος 6 Βυζαντινός Ελληνισμός: Πρωτοβυζαντινοί χρόνοι, Αθήνα: Εκδόσεις Δομή σσ. 136–147
- Αθανασιάδη–Fowden Π. «Βαλεντινιανός και Βάλης, Η καταστροφή της Αδριανουπόλεως» σε Συλλογικό έργο (2015) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμος 17 Βυζαντινός Ελληνισμός-Πρωτοβυζαντινοί χρόνοι, Αθήνα: Εκδόσεις Παραπολιτικά
- Whitby M. (2002) Essential Histories–Rome at War AD 293–696, Oxford: Osprey Publishing σσ. 41–44
- Thames, Hudson (s.d.) The 70 Great Battles in History, Jeremy Black σ. 44–45