Του Γιώργου Μοσχόπουλου,
Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου, θα αναφερθούμε στις υπόλοιπες οικονομικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν στη αρχαία Ελλάδα. Συνοπτικά, στο προηγούμενο άρθρο παρουσιάστηκε ο πρώιμος οικονομικός προβληματισμός που εμφανίστηκε στις πρώτες οργανωμένες κοινωνίες της αρχαίας Ελλάδας. Αυτές, κυρίως, εκφράστηκαν από τον Ξενοφώντα, ο οποίος πρώτος έκανε αναφορά στην εξειδίκευση της εργασίας, ωστόσο υπήρχαν ενδείξεις οικονομικής σκέψης σε εμβρυακό επίπεδο και σε κείμενα του Ησίοδου. Έχοντας κληρονομήσει κείμενα και αναφορές από τους παραπάνω σπουδαίους άνδρες της αρχαιότητας, ήρθε η στιγμή του Πλάτωνα και ύστερα του Αριστοτέλη να εκφράσουν κάποιες οικονομικές σκέψεις και θεωρίες.
Πιο συγκεκριμένα, με αφορμή την πολιτική αναταραχή του 4ου-5ου αιώνα π.Χ., ο Πλάτων ξεκίνησε τη συγγραφή της Πολιτείας, το πασίγνωστό του έργο για τη δομή και την οργάνωση μιας τέλειας πολιτείας. Σύμφωνα με τον μεγάλο φιλόσοφο, η οικονομική οργάνωση της πολιτείας θα ήταν πολύ συγκεκριμένη. Οι άνθρωποι θα πρέπει να ειδικεύονται στην απασχόληση που τους ταιριάζει καλύτερα και να εκπαιδεύονται γι’ αυτό, μία άποψη σαφώς επηρεασμένη από την παρατηρητικότητα του Ξενοφώντα. Ο Πλάτων, ωστόσο, θεωρούσε δεδομένους τους φυσικούς πόρους και την τεχνολογία και φανταζόταν έναν κόσμο πλήρως στατικό. Σε αυτόν τον κόσμο, κάθε άνθρωπος είχε σταθερή θέση που του εξασφάλιζε η αποτελεσματική διοίκηση μιας ανιδιοτελούς ηγεσίας. Παρότι αναγνώριζε τη σημασία του εμπόρου, ο ρόλος των αγορών στην ιδανική πολιτεία ήταν υπερβολικά περιορισμένος. Θα υπήρχαν, βεβαίως, αγοραπωλησίες καταναλωτικών αγαθών, αλλά η ιδιοκτησία θα διανεμόταν στους πολίτες κατάλληλα, βάσει μαθηματικών αρχών. Δεν θα υπήρχαν περιθώρια κέρδους ή πληρωμή τόκων. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό προϋπέθετε ότι ο αριθμός των νοικοκυριών θα είναι μικρός.
Μετά τον Πλάτωνα, ακολούθησε ο Αριστοτέλης, ο οποίος, όμως, δεν εξέφρασε οικονομικές ιδέες στο πλαίσιο μιας ορθής δομής διακυβέρνησης της πολιτείας, αλλά επικεντρώθηκε στη φύση του νοικοκυριού και τη δικαιοσύνη. Ο Αριστοτέλης, στο πέμπτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων, αναλύει τις αρχές δικαιοσύνης που πρέπει να εφαρμόζονται στην επίλυση διαφωνιών, με θέμα τις ανταλλαγές αγαθών και τις συναλλαγές, ένα θέμα που έφερνε πολλάκις τους Αθηναίους στο δικαστήριο, καθώς τις περισσότερες φορές οι συναλλασσόμενοι πίστευαν ότι έχουν αδικηθεί. Οφείλει να διευκρινιστεί, σε αυτό το σημείο, ότι οι ανταλλαγές αφορούσαν μεμονωμένους αγοραστές και πωλητές. Δεν ασχολείται με ανταλλαγή στο πλαίσιο οργανωμένων και ανταγωνιστικών αγορών, αφού μολονότι το εμπόριο ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο στην Αρχαία Αθήνα, οι ανταγωνιστικές αγορές ήταν ελάχιστες. Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν ότι οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων ελέγχονταν διοικητικά και η ποιότητα των μεταποιημένων προϊόντων ήταν τόσο διαφορετική, που πολλές φορές η τιμή έπρεπε να γίνει μεμονωμένα αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Σε ό,τι αφορά την ανταλλαγή και διανομή των αγαθών, ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη δικαιοσύνης. Τη διανεμητική δικαιοσύνη, βάσει της οποίας τα αγαθά πρέπει να διανέμονται ανάλογα με την αξία των ανθρώπων. Αυτή η ιδέα πήγαζε από το πάγιο πρόβλημα της εποχής, που δεν ήταν άλλο από τη διανομή λαφύρων από τον πόλεμο, ωστόσο η έννοια αυτή ήταν ιδιαίτερα ελαστική. Την επανορθωτική δικαιοσύνη, που είναι η επανόρθωση λαθών του παρελθόντος και η αμοιβαία δικαιοσύνη που είναι η δικαιοσύνη στην ανταλλαγή. Μία προσπάθεια του Αριστοτέλη να ορίσει τη δίκαιη ανταλλαγή, είναι ορίζοντάς την ως το αρμονικό μέσο δύο ακραίων τιμών, που αντιστοιχούν στις ακραίες τιμές που θέλουν να θέσουν αγοραστές και πωλητές.
Αυτές ήταν περιληπτικά οι απόψεις των σπουδαίων αυτών ανδρών της Αρχαίας Ελλάδας, που συνεισέφεραν τα μέγιστα σε αυτές που ακολούθησαν. Οι Ρωμαίοι που παρέλαβαν την ελληνική κληρονομιά, έχτισαν τη δική τους οικονομική σκέψη, η οποία θα αναλυθεί στο επόμενο άρθρο. Ολοκληρώνοντας την ενότητα για την Αρχαία Ελλάδα, είναι σπουδαίο να τονιστεί ότι μπορεί τον σύγχρονο αναγνώστη να μην εντυπωσιάζουν οι θεωρίες των παραπάνω φιλοσόφων, ωστόσο μελετητές οικονομικής ιστορίας τις θεωρούν κομβικής σημασίας στην εξέλιξη της σύγχρονης οικονομικής σκέψης.