Της Ελπίδας Καλαμαράκη,
Μετά την τεράστια τραγωδία που συνέβη στη Βηρυτό, με την έκρηξη που σημειώθηκε την Τρίτη, 4 Αυγούστου του 2020, χιλιάδες διαδηλωτές, εξοργισμένοι με την αντίδραση της κυβέρνησης απέναντι στην καταστροφή, έχουν διασκορπιστεί στους δρόμους, απαιτώντας την ανατροπή των ηγετών τους. Ωστόσο, τα προβλήματα ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους πολίτες και οι διαδηλώσεις προϋπήρχαν της καταστροφής, καθώς οι Λιβανέζοι κατηγορούν την πολιτική τους ηγεσία για διαφθορά και απαιτούν την αλλαγή του Συντάγματός τους, χαρακτηρίζοντάς το ως αντιδημοκρατικό, απαρχαιωμένο και δυσλειτουργικό. Πιο συγκεκριμένα, πιστεύουν ότι η κάθε θρησκευτική ομάδα που εκπροσωπείται στην πολιτική σκηνή λειτουργεί προκειμένου να επωφεληθεί η ίδια, αγνοώντας το εθνικό συμφέρον. Για να γίνει πιο κατανοητή η αγανάκτηση των πολιτών, παρακάτω αναλύεται διεξοδικότερα η δομή και ο τρόπος λειτουργίας του πολιτειακού συστήματος στο Λίβανο.
Το σύστημα διακυβέρνησης στο Λίβανο μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία de jure συνεργασία θρησκείας και πολιτικής, με τη θρησκεία να χρησιμοποιείται περισσότερο ως εργαλείο άσκησης εξουσίας, παρά ως μέσο ένδειξης πίστης. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, οι πιστοί είναι ιδιαίτερα προσκολλημένοι αποκλειστικά στις αντιλήψεις της δικής τους θρησκείας/αίρεσης, αψηφώντας αυτές των υπολοίπων (Σεχταρισμός). Όσον αφορά στη δομή, ο Λίβανος έχει ένα από τα πιο περίπλοκα πολιτειακά συστήματα παγκοσμίως. Αποτελείται από 18 διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες εκπροσωπούνται αναλογικά στη Βουλή, ανάλογα με το βαθμό επιρροής τους στην κοινωνία. Οι κάτοικοι είναι υποχρεωμένοι να ψηφίζουν μόνο τους υποψήφιους που προέρχονται από το δόγμα της θρησκείας που υπερισχύει στην περιοχή τους. Δικαίωμα ψήφου έχουν υποχρεωτικά οι άνδρες άνω των 21 ετών και οι γυναίκες που έχουν λάβει τη στοιχειώδη εκπαίδευση, αφού συμπληρώσουν τα 21 έτη, ενώ απαγορεύεται να ψηφίζουν οι στρατιωτικοί. Για να παρθεί μία απόφαση από την Κυβέρνηση, απαιτείται η συναίνεση των 2/3 του υπουργικού συμβουλίου, γεγονός που καθιστά τον πολιτικό συμβιβασμό ιδιαίτερα δύσκολο στο Λίβανο, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των θρησκευτικών κοινοτήτων. Αυτός θεωρείται και ένας από τους λόγους για τους οποίους πολλά ζητήματα της χώρας παραμένουν άλυτα μέχρι σήμερα (είναι μία από τις χώρες με τα μεγαλύτερα χρέη του κόσμου).
Η πολιτική εκπροσώπηση των αιρέσεων θεσμοθετήθηκε μετά το τέλος της γαλλικής αποικιακής κυριαρχίας, το 1943. Σύμφωνα με την εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το έτος 2020, το 54% των πολιτών είναι μουσουλμάνοι διαφορετικών δογμάτων, με κυρίαρχους τους Σουνίτες (27%) και τους Σιίτες (24%), ενώ το 40,5% είναι χριστιανοί, που προέρχονται επίσης από πολλά διαφορετικά δόγματα (οι Μαρωνίτες χριστιανοί είναι η σημαντικότερη πολιτική ομάδα του Λιβάνου, αποτελώντας το 20% του συνολικού πληθυσμού) και το 5,5% του πληθυσμού είναι Δρούζοι. Οι τρεις πλειονότητες (χριστιανοί Μαρωνίτες, μουσουλμάνοι Σουνίτες και μουσουλμάνοι Σιίτες), είναι ευνοημένες, καθώς, σύμφωνα με τη νομοθεσία, ο Πρόεδρος του κράτους είναι πάντοτε Μαρωνίτης, ο Πρωθυπουργός Σουνίτης και ο Πρόεδρος της Βουλής Σιίτης. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας Taif, το 1989, που σηματοδότησε το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το 1990, διεξήχθησαν στη χώρα οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές, στις οποίες αναδείχθηκε ως πρωθυπουργός του κράτους ο Ραφίκ Χαρίρι. Μετά τη δολοφονία του, το 2005, ο γιος του, Σάαντ Χαρίρι, κλήθηκε να συνεχίσει το έργο του, κατακτώντας την πρωθυπουργία 2 φορές, από το 2009-2011 και από το 2016-2020, οπότε και υπέβαλλε την παραίτησή του, έπειτα από διαρκείς διαδηλώσεις, λόγω κατηγοριών απέναντι στην κυβέρνησή του για διαφθορά. Έτσι, την πρωθυπουργία ανέλαβε ο πρώην Υπουργός Παιδείας, Χασάν Ντιάμπ. Επιπλέον, το 2016, διορίστηκε ως Πρόεδρος του Λιβάνου ο ιδρυτής του Ελεύθερου Πατριωτικού κινήματος, Μισέλ Αούν, ενώ Πρόεδρος της Βουλής εξακολουθεί να είναι ο Ναμπίχ Μπέρι, από το 1992.
Η δολοφονία του Ραφίκ Χαρίρι, το 2005, προκάλεσε τεράστιες εντάσεις, διαιρώντας την πολιτική σκηνή σε δύο στρατόπεδα: τη Συμμαχία της 14ης Μαρτίου, με επικεφαλής τον Σάαντ Χαρίρι, που επιδιώκει τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ, και τη Συμμαχία της 8ης Μαρτίου, υπό την ηγεσία του Μισέλ Αούν, που τάσσεται υπέρ της συνεργασίας με τη Συρία και τη Χεζμπολάχ. Η σοβαρότερη συνέπεια αυτού του πολιτικού σχίσματος είναι η αδυναμία της κυβέρνησης να αποφασίζει από κοινού νέες πολιτικές, κάτι το οποίο δημιουργεί προβλήματα, αφενός στην οικονομία της χώρας, αφετέρου στην καθημερινότητα των πολιτών (παραδείγματος χάριν η κρίση των σκουπιδιών το 2016).
Οι παραπάνω πιο πρόσφατες εξελίξεις, σε συνδυασμό με τα τεράστια πλήγματα του εμφυλίου πολέμου, που εξακολουθούν να επιβαρύνουν τη χώρα, έχουν οδηγήσει στο ξέσπασμα των πολιτών και στην ανάγκη τους για μία δημοκρατικότερη διοίκηση. Θεωρούν πως το πολιτειακό τους σύστημα, ενώ αρχικά θεσμοθετήθηκε για να διασφαλιστεί η ίση εκπροσώπηση της κάθε θρησκευτικής ομάδας, πλέον λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσο εξυπηρέτησης συμφερόντων. Οι πολίτες πιστεύουν ότι χρειάζεται μία καθολική αλλαγή στο σύστημα, ξεκινώντας από την ανατροπή και των τριών ηγετών και την αντικατάστασή τους με τεχνοκράτες. Το θετικό στοιχείο αυτής της κατάστασης είναι ότι οι πολίτες λειτουργούν ενωμένοι, αψηφώντας κάθε είδους θρησκευτική διάκριση, αποδεικνύοντας, έτσι, ότι η χώρα είναι έτοιμη να «εγκαταλείψει» τον σεχταρισμό και να υιοθετήσει ένα καινούριο πολιτειακό σύστημα.
Γεννημένη το 2000 στα Χανιά Κρήτης. Είναι φοιτήτρια διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς από το 2018. Τρέφει μεγάλη αγάπη για τις ξένες γλώσσες, διότι μέσα από αυτές μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με τον πολιτισμό της κάθε χώρας. Το μεγαλύτερό της πάθος είναι η προστασία του περιβάλλοντος, κάτι στο οποίο προσπαθεί να συνεισφέρει μέσα από εθελοντικές οργανώσεις. Όνειρο ζωής η εισαγωγή στο διπλωματικό σώμα, με όνειρο να συμβάλλει, έστω και λίγο, στην επίτευξη της παγκόσμιας ειρήνης.