Του Παναγιώτη Τσελέκη,
Η πρωτοβουλία του βασιλιά Παύλου να αναθέσει με δική του επιλογή τον σχηματισμό κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το 1955, πριν προλάβει η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Συναγερμού να εκλέξει τη νέα ηγεσία του κόμματος, θεωρήθηκε ως ιδιαίτερη εύνοια, που συνιστούσε εκτροπή από τη συνταγματική τάξη και τους κανόνες του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Αυτή η πρωτοβουλία δεν προκάλεσε μόνο τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, αλλά και σημαντικούς τριγμούς στον ίδιο τον Ελληνικό Συναγερμό, κορυφαία στελέχη του οποίου, με επικεφαλής τον Σ. Στεφανόπουλο, συνέταξαν αυθημερόν πρωτόκολλο διαμαρτυρίας, το οποίο συνυπέγραψαν οι μισοί περίπου βουλευτές του κόμματος. Ωστόσο, στη συνέχεια, οι αντιδράσεις αποδυναμώθηκαν και τελικά η πρωθυπουργοποίηση του Καραμανλή έγινε αποδεκτή.
Στην πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή, που ο ίδιος διατήρησε και το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, τους κρισιμότερους τομείς ανέλαβαν δύο πρώην υπουργοί των πρώτων συναγερμικών κυβερνήσεων, ο Σπύρος Θεοτόκης, ως υπουργός Εξωτερικών και ο Ανδρέας Αποστολίδης, ως υπουργός Οικονομικών και Συντονισμού. Η κυβέρνηση, αμέσως μετά τον σχηματισμό της, προσπάθησε με ορισμένα άμεσα μέτρα να διαφοροποιήσει την εικόνα της κυβερνητικής πολιτικής και να αναστρέψει το δυσμενές πολιτικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί. Έτσι, στις 11 Οκτωβρίου, ανακάλεσε το ελληνικό στρατιωτικό σώμα από την Κορέα και την επόμενη μέρα ζήτησε την τροποποίηση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας ως προς το δικαίωμα ετεροδικίας, που προέβλεπε για τους Αμερικανούς στρατιωτικούς. Επίσης, προχώρησε στην αμνήστευση των καταδικασμένων στην υπόθεση των Αεροπόρων, ενώ ανακοίνωσε ότι πρόκειται να υιοθετήσει μέτρα επιείκειας, με βάση τα οποία θα αποφυλακισθούν 1.100 περίπου πολιτικοί κρατούμενοι, πράγμα που αποτέλεσε την πρώτη ομαδική απόλυση μετά το 1952.
Στον τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η κυβέρνηση προσπάθησε να εκτονώσει την ένταση, που είχαν προκαλέσει τα γεγονότα του προηγούμενου Σεπτεμβρίου με τις επιθέσεις προς την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εναντίον της ελληνικής παρουσίας στη Σμύρνη. Όσον αφορά το Κυπριακό, οι κυβερνητικές προσπάθειες προσανατολίστηκαν στην επιτυχία των διαπραγματεύσεων Μακαρίου και του επικεφαλής της βρετανικής πλευράς, Χάρτνινγκ, οι οποίες είχαν αρχίσει δύο ημέρες πριν από την ορκωμοσία της ελληνικής κυβέρνησης και προς τα τέλη του 1955 είχαν οδηγήσει σε κλίμα αισιοδοξίας ως προς τη δυνατότητα να υπάρξει σύντομα μια αμοιβαία αποδεκτή συμβιβαστική λύση.
Βέβαια, κοινά αποδεκτή ήταν η ανάγκη διεξαγωγής νέων εκλογών σε σύντομο χρονικό διάστημα, με ουσιαστικό και κύριο αντικείμενο την επικύρωση της κυβερνητικής μεταβολής του Οκτωβρίου. Λίγο πριν ανακοινώσει την ημερομηνία της διεξαγωγής των εκλογών, η κυβέρνηση κατέθεσε, στις 21 Νοεμβρίου, σχέδιο για νέο εκλογικό νόμο, ο οποίος ονομάστηκε «πλειοψηφικός με περιορισμένη εκπροσώπηση της μειοψηφίας». Ο νόμος αυτός στηριζόταν στο πρότυπο του βενιζελικού νόμου για την εκλογή των γερουσιαστών και ήταν απόλυτα προσαρμοσμένος στις συγκεκριμένες εκλογικές αναγκαιότητες της κυβερνητικής πλειοψηφίας εκείνης της εποχής.
Αμέσως μετά την ψήφιση του εκλογικού νόμου από τη Βουλή, ο Κ. Καραμανλής, στοχεύοντας στην ενίσχυση της θέσης του, αλλά και στην αναδιάταξη του κεντροδεξιού χώρου, αναγγέλλει, στις 4 Ιανουαρίου 1956, την ίδρυση νέου κόμματος, υπό την ηγεσία του, την ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση). Η αναγγελία έγινε στους αντιπροσώπους του ελληνικού και ξένου τύπου από τον ίδιο τον πρωθυπουργό στην οικία του, παρουσία του υπουργού Προεδρίας, Γεωργίου Ράλλη. Ο πρωθυπουργός εξήγησε ότι η επιλογή της επωνυμίας του κόμματος έγινε, ώστε να εκφραστούν συγχρόνως όλοι οι σκοποί της νέας πολιτικής κίνησης. Με τη λέξη «εθνική», εκφράζεται η αντίθεση στον κομμουνισμό, με τη λέξη «ριζοσπαστική», οι προοδευτικές τάσεις της κίνησης και με τη λέξη «ένωση», η πρόθεση να συσπειρωθούν όλα τα προοδευτικά στοιχεία, ανεξάρτητα από την προγενέστερη κομματική τοποθέτησή τους. Η ΕΡΕ αποτελούσε έτσι μετεξέλιξη του Συναγερμού, με ριζική, όμως, αλλαγή της ηγετικής του ομάδας. Μέχρι τις 10 του ίδιου μήνα, ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της στελέχωσης της ΕΡΕ, με την προσχώρηση του συνόλου σχεδόν των πολιτευτών του Ελληνικού Συναγερμού και με την ένταξη στο νέο σχηματισμό σημαντικών προσωπικοτήτων από τον ευρύτερο φιλελεύθερο χώρο. Με τον τρόπο αυτό, επιβεβαιώθηκε η θετική απήχηση της διακήρυξης του Κ. Καραμανλή για τη ζωτική ανάγκη υπέρβασης των συμπτωμάτων και των επιπτώσεων του διχασμού. Σε διάστημα λίγων εικοσιτετραώρων από την εξαγγελία της ίδρυσης του καινούριου κόμματος, προσχώρησαν 180 βουλευτές του Ελληνικού Συναγερμού και διακεκριμένα στελέχη από την πολιτική οικογένεια του Κόμματος των Φιλελευθέρων.
Το πολιτικό πλαίσιο των εκλογών καθοριζόταν άμεσα από την πολιτική οξύτητα που είχε δημιουργήσει η ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Κ. Καραμανλή και η οποία είχε ενταθεί με την υιοθέτηση του εξαιρετικά ευνοϊκού για την ΕΡΕ εκλογικού νόμου. Το νέο εκλογικό σύστημα ήταν βέβαιο ότι θα προσέφερε στην ΕΡΕ μια αρκετά άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε περίπτωση τριπολικής αναμέτρησης και δεν άφηνε στα κόμματα του Κέντρου κανένα περιθώριο, για να διεκδικήσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παρά μόνο αν συνεργάζονταν με την ΕΔΑ. Αυτές οι διαπιστώσεις οδήγησαν, λίγο αργότερα, μετά από μακρές συζητήσεις και ζυμώσεις, στη δημιουργία ενός ευρύτατου πολιτικού συνασπισμού, με την ονομασία Δημοκρατική Ένωση (ΔΕ), στις 17 Ιανουαρίου 1956. Η συνεργασία των κεντρώων κομμάτων αποφασίστηκε να είναι μόνο εκλογική και να βασίστηκε στην προγραμματική διακήρυξη του Δημοκρατικού Κέντρου. Σε περίπτωση εκλογικής νίκης, είχε αποφασιστεί πως την πρωθυπουργία θα την αναλάμβανε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ως εκ τούτου, οι εκλογές απέκτησαν τη μορφή πολωτικής και μετωπικής αναμέτρησης ανάμεσα στο άρχον συγκρότημα εξουσίας και στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων που είχαν παραμείνει εκτός εξουσίας ή είχαν αποκλειστεί από αυτή.
Η συμμαχία των κομμάτων του Κέντρου με την ΕΔΑ οροθετούσε πάντως την έξοδο της Αριστεράς από την πολιτική απομόνωση και κυρίως έτεινε να δημιουργήσει μία νέα διαχωριστική τομή ανάμεσα στη Δεξιά και το σύνολο των αντιδεξιών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα των εκλογών, με την ιδιαίτερη συμβολή και τη στρεβλωτική επίδραση του εκλογικού συστήματος, οδήγησε σε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΕΡΕ, με 165 έδρες έναντι της συνασπισμένης αντιπολίτευσης, η οποία κατόρθωσε να εξασφαλίσει 132 έδρες, παρόλο που είχε ελαφρώς περισσότερες ψήφους. Τέλος, εκλέχθηκαν και 3 ανεξάρτητοι βουλευτές.
Βιβλιογραφία
- Συλλογικό έργο, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Σύγχρονος Ελληνισμός από το 1941 έως το τέλος του αιώνα, τόμος ΙΣΤ΄ (2000), σ. 192, 196-197, 199, 200
- Τ. Σακελλαρόπουλος, Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η εποχή του, (2007), σ. 74
- Κ. Σβολόπουλος, Αρχείο–Γεγονότα–Κείμενα, Κωνσταντίνος Καραμανλής 50 Χρόνια Πολιτικής Ιστορίας, τόμος 1 (2005), σ. 339, 346, 375
- Κ. Σβολόπουλος, Αρχείο-Γεγονότα–Κείμενα, Κωνσταντίνος Καραμανλής 50 Χρόνια Πολιτικής Ιστορίας, τόμος 3 (2005), σ. 232-233
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Αποφοίτησε το 2018 από το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών με τίτλο «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία: Νέες θεωρήσεις και προοπτικές, ενώ παράλληλα ολοκληρώνει και το δεύτερο πτυχίο του σε προπτυχιακό επίπεδο στο Τμήμα Πολιτικών επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος σεμιναρίων, ημερίδων και συνεδρίων με θέματα που άπτονται του ενδιαφέροντός του.