Της Δανάης Λυπιρίδη,
Η συμφωνία μεταξύ των οικονομικά ισχυρών κρατών–μελών της Ένωσης αποτελεί την κύρια προϋπόθεση για την ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας και ασφάλειας. Ήταν η συμφωνία μεταξύ της τότε Δυτικής Γερμανίας και της Γαλλίας, η οποία οδήγησε στην δημιουργία της ΕΟΚ και, αμέσως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι ίδιες δύο χώρες έθεσαν την ανάγκη για ευρωπαϊκή αυτονομία στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας πέρα από την Βορειοατλαντική Συμμαχία. Παρόλα αυτά, οι περισσότερες πρωτοβουλίες έχουν αποτύχει και η όποια θεσμική ανάπτυξη έχει καταστεί αδρανής, λόγω διαφορετικών εθνικών συμφερόντων μεταξύ των μεγάλων κρατών–μελών. Η Μ. Βρετανία, όταν συμμετείχε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έδινε προτεραιότητα στην «ειδική σχέση» της με τις ΗΠΑ εις βάρος της στενότερης ευρωπαϊκής συνεργασίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, και η επιμονή της Γαλλίας για ευρωπαϊκή αυτονομία πέρα από το ΝΑΤΟ στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας, εμπόδιζε για δεκαετίες κάθε συμβιβασμό μεταξύ των δύο χωρών. Ταυτόχρονα, η βούληση της Γερμανίας να μην παρουσιάζεται ως στρατιωτική δύναμη, αλλά ως η χώρα με την πιο ισχυρή πολιτική και οικονομική ισχύ στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, απέτρεψε δυνητικές γαλλογερμανικές πρωτοβουλίες στην ολοκλήρωση του τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
Το ίδιο κλίμα διαφωνίας επικρατεί μέχρι και σήμερα. Στην 56η Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου τον Φεβρουάριο του 2020, παρατηρούνται περισσότερες διαφωνίες και αντιθέσεις τόσο μεταξύ των κρατών–μελών της Ε.Ε. όσο και μεταξύ των εταίρων της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Η Γερμανία φαίνεται διατιθέμενη να εμπλακεί περισσότερο στις διεθνείς υποθέσεις, ακόμη και στρατιωτικά, καθώς διαγιγνώσκει ότι το κέντρο βάρους των αμερικανικών συμφερόντων έχει μετατοπιστεί στην Ασία και η Ευρώπη δεν έχει πια την ίδια στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ. Η Γαλλία αμφισβητεί ανοιχτά τους στόχους και τον ρόλο του σύγχρονου Βορειοατλαντικού Συμφώνου επαναλαμβάνοντας την θέση του Ντε Γκωλ το 1966. Θέλει η ίδια να διασφαλίσει ένα είδος εμπορικής αποκλειστικότητας στην επικερδή αγορά οπλικών συστημάτων που αποτελεί ουσιαστικά το ΝΑΤΟ (ιδιαίτερα στον τομέα του πυρηνικού εξοπλισμού), χωρίς να επιβαρύνεται από τις πανάκριβες απαιτήσεις της αμερικανικής ηγεμονίας. Επίσης, διαπιστώνει το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ βρίσκεται σε κατάσταση «εγκεφαλικού θανάτου», αφού οι ΗΠΑ φαίνεται να λαμβάνουν μονομερώς αποφάσεις σε θέματα που άπτονται της Συμμαχίας (π.χ η απόφαση των ΗΠΑ για την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από την Συρία, έχοντας ως αποτέλεσμα την τουρκική επίθεση κατά των Κούρδων συμμάχων τον Οκτώβριο του 2019) και η Τουρκία δημιουργεί εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις των Ευρωπαίων εταίρων τους στο ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ κατακεραυνώνουν τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ότι δεν συνεισφέρουν αρκετά για την Συμμαχία και αρνούνται τον ισχυρισμό περί αναποτελεσματικότητας του Οργανισμού, διότι η Συμμαχία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αντιμετωπισθεί η Κίνα ή ακόμα μπορεί να καταστεί χρήσιμη απέναντι στη Ρωσία, η οποία ενισχύει το πυρηνικό της οπλοστάσιο. Την ώρα, όμως, που οι ΗΠΑ τείνουν να αποδεσμευτούν από την Ευρώπη, την Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική, η Ρωσία και η Κίνα επιζητούν τη συνεργασία της Ευρώπης για την διεθνή ασφάλεια. Από την στιγμή της διάλυσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας, η Ρωσία θεωρούσε απαράδεκτη την συνέχιση της ύπαρξης του ΝΑΤΟ και αποζητά εμβάθυνση των σχέσεων μεταξύ εκείνης και της Ευρώπης. Τέλος, η Κίνα θεωρεί ότι η τάση της ιστορίας θα την αναδείξει σε νέο διεθνή παράγοντα ειρήνης, λόγω της ραγδαίας οικονομικής και στρατιωτικής της ανάπτυξης, καθώς και λόγω της μακραίωνης ιστορίας και του πολιτισμού της. Για αυτό επιζητεί και αυτή την αύξηση της επιρροής της στην Ε.Ε. μέσω του «νέου Δρόμου του Μεταξιού».
Κατά συνέπεια, λοιπόν, η Ένωση πρέπει να αποκτήσει κοινή εξωτερική πολιτική. Η Λιβύη, για παράδειγμα, είναι ένα «αποτυχημένο» κράτος, το οποίο έχει καταστεί κόμβος για κύματα μεταναστών που κατευθύνονται προς την Ε.Ε. Η ΑΟΖ της γειτνιάζει με αυτές της Ελλάδας, της Κύπρου και άλλων χωρών που διαπληκτίζονται για τα δικαιώματα γεώτρησης φυσικού αερίου και αντί να αναλάβουν κοινή διπλωματική στάση, τα κράτη-μέλη της ένωσης στηρίζουν αντιμαχόμενες πλευρές στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης. Η λύση του να λαμβάνονται αποκλειστικά κοινές αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική, θα μπορούσε να αποβεί αποτελεσματική για την Ε.Ε. Παρόλα αυτά, ορισμένοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι αυτό ισοδυναμεί με απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, ότι τα μεγάλα κράτη θα αγνοήσουν τις απόψεις των μικρών και ότι η αντίδραση θα προκαλέσει περαιτέρω ευρωσκεπτικισμό, απειλώντας τη συνοχή της Ένωσης. Από την άλλη πλευρά, οι ευρωπαϊστές θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν την ψηφοφορία ειδικής πλειοψηφίας ως μια ασπίδα προστασίας των μικρών κρατών από την κινεζική ή ρωσική πίεση, η οποία θα καθιστούσε ολόκληρη την Ε.Ε. πιο ισχυρή. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν θα είναι ολοκληρωμένη λύση, επειδή τα κράτη μέλη θα συνεχίσουν να αγνοούν τις πολιτικές που δεν τους αρέσουν.
Η Ε.Ε. επιπλέον οφείλει να αποκτήσει αυτόνομο στρατιωτικό βραχίονα στην αμυντική της πολιτική, που θα κάνει την εξωτερική πολιτική της αξιόπιστη για να μπορέσει να συνεργαστεί επί ίσοις όροις τόσο με τη Ρωσία και την Κίνα όσο και με τις ΗΠΑ. Σήμερα η Ένωση είναι μία κοινότητα οικονομικών συμφερόντων που στερείται κοινού οράματος και κοινού σχεδιασμού σε θέματα στρατηγικής. Η ανάγκη αυτονόμησης της Ε.Ε. στον επιχειρησιακό τομέα, καθίσταται πια αναγκαία, αφού η Ευρώπη έρχεται αντιμέτωπη με το πρόβλημα της τρομοκρατίας στο έδαφός της και τη διαχείριση των μεταναστευτικών ρευμάτων. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων απαιτεί τον συντονισμό των κρατών–μελών, την δέσμευσή τους σε κοινούς στόχους και επιδιώξεις και γενικότερα την προσπάθεια της Ένωσης, να συμβάλλει ενεργά τόσο με την ήπια όσο και με την σκληρή ισχύ της σε διεθνείς κρίσεις.
Η τάση στην παγκόσμια πολιτική, αντίθετα με την επικρατούσα συμβατική σοφία μηχανισμών της αγοράς της Ε.Ε., φαίνεται ότι μετατρέπεται από φιλελεύθερη σε ρεαλιστική, δίνοντας περισσότερη σημασία στη δύναμη επιβολής από ότι στην ήπια. Οι γεωπολιτικοί αντίπαλοι της Ένωσης, θεωρούν την ισχύ ως ένα συνεχές που εκτείνεται από το εμπόριο και το νόμισμα μέχρι την τεχνολογία. «Εάν κηρύττουμε μόνο τα πλεονεκτήματα των ηθικών αρχών και αποφεύγουμε την άσκηση ισχύος», προειδοποίησε ο Πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε, «η ήπειρός μας θα είναι ηθική, αλλά θα μένει στα λόγια». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην Λιβύη, η αδυναμία της Ένωσης να προβάλλει σκληρή ισχύ (π.χ. η αμφιλεγόμενη πορεία της ναυτικής επιχείρησης EUNAVFOR MED IRINI) υποδεικνύει ότι οι ουσιαστικές αποφάσεις λαμβάνονται πλέον από άλλους δρώντες του πολυκεντρικού, πλέον, διεθνούς συστήματος.
Άλλο ένα σημαντικό ζήτημα που οφείλει να αντιμετωπίσει η Ένωση, είναι οι σχέσεις της με το ΝΑΤΟ-ΗΠΑ. Οι απόψεις είναι πολλές όσον αφορά την καθιέρωση του ΝΑΤΟ ως κεντρικού πυλώνα άμυνας της Ένωσης, λόγω της έλλειψης ουσιαστικής βούλησης εκ μέρους της Ε.Ε. για μια ενιαία και αυτόνομη πολιτική άμυνας και ασφαλείας. Η πρακτική εφαρμογή ενιαίας αμυντικής πολιτικής προϋποθέτει δημιουργία μόνιμου ευρω-στρατού και τον συντονισμό των πολιτικών και των συμφερόντων των κρατών–μελών, μέσα από την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τους στην Ένωση. Οι χώρες της Ε.Ε., όμως, δεν φαίνονται να είναι πρόθυμες για κάτι τέτοιο, και για αυτό ακριβώς το λόγο, ο τομέας της άμυνας και ασφάλειας φαίνεται ότι θα παραμείνει, για αρκετό καιρό τουλάχιστον, μια διακυβερνητική διαδικασία. Ιδιαίτερα στην νέα περίοδο ύφεσης που η Ένωση πρόκειται να αντιμετωπίσει, λόγω των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο οι ευρωπαϊκοί λαοί θα είναι πρόθυμοι να δαπανήσουν τα κονδύλια που απαιτούνται για την παραγωγή σύγχρονων όπλων, υπερπηδώντας τα πολιτικά εμπόδια για την δημιουργία μίας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής, αμυντικής πολιτικής.
Είναι τριτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα άπτονται θεμάτων άμυνας, ενεργειακής ασφάλειας και διεθνών σχέσεων. Παράλληλα με τη σχολή της, σπουδάζει πιάνο σε επίπεδο ανωτέρας στο Ωδείο Αθηνών και ασχολείται με την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Κατέχει άριστη χρήση της αγγλικής και της γαλλικής γλώσσας. Στον ελεύθερό της χρόνο παρακολουθεί σεμινάρια σχετικά με τις σπουδές της και ασχολείται με την ερασιτεχνική κριτική κινηματογράφου, το κλασσικό μπαλέτο, την άθληση και το χειμερινό σκι.