Του Μιχάλη Τιάκα,
Περίπου ένα χρόνο πριν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέταζε τη δημιουργία ενός επενδυτικού ταμείου €100 δισεκατομμυρίων με σκοπό να χρηματοδοτήσει αγορές, όπως αυτή της ψηφιακής τεχνολογίας. Τα σχέδια αντανακλούσαν την πεποίθηση κρατών, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, ότι μόνο με συντονισμένη προσπάθεια η Ευρώπη θα καταφέρει να επιβιώσει ανταγωνιστικά απέναντι στην αμερικανική και την κινεζική αγορά.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η πανδημία ανέβαλε τα σχέδια του ταμείου ανάπτυξης και δημιούργησε νέα σχέδια για τα ταμεία στήριξης. Στον απόηχο των lockdowns, η Ισπανία δαπανά €10 δισεκατομμύρια για να συνεισφέρει σε στρατηγικές επιχειρήσεις, το γερμανικό κράτος αποκτά το 23% μιας μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας, ενώ με €2 δισεκατομμύρια χρηματοδοτείται και το ελληνικό ΤΕΠΙΧ ΙΙ της Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Όπως αναφέρει πρόσφατο άρθρο των Financial Times, οι παραπάνω πολιτικές «προετοιμάζουν το έδαφος για μια σημαντική αλλαγή του οικονομικού μοντέλου που εφαρμόστηκε στην Ένωση για περισσότερο από 30 χρόνια». Πρόκειται για το μοντέλο της κοινής αγοράς, των ιδιωτικοποιήσεων και των διεθνών εμπορικών συμφωνιών που, αν μη τι άλλο, βασίστηκε στις αρχές του φιλελευθερισμού και στις τάσεις της παγκοσμιοποίησης.
Στις μέρες μας, η οικονομική πολιτική φαίνεται να στρέφεται περισσότερο στον δημόσιο τομέα. Όλα τα μέλη της Ένωσης εφαρμόζουν μέτρα ισχυροποίησης της δημόσιας επένδυσης και της ρύθμισης των αγορών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Σηματοδότης αυτής της αλλαγής αναμένεται να είναι το νέο ταμείο στήριξης των οικονομιών, ύψους €750 δισεκατομμυρίων που συζητείται αυτή την περίοδο. Πρόκειται για ένα καινοτόμο ταμείο, βάσει του οποίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δανείζεται από τις αγορές προκειμένου να στηρίξει τα αδύναμα κράτη με ένα μείγμα χορηγήσεων και δανείων. Μια αναμφίβολα φιλόδοξη λύση που θα εκπέμψει ένα ισχυρό μήνυμα ενότητας σε περιόδους κρίσης.
Αυτό που, ωστόσο, μένει αβέβαιο, είναι το κατά πόσο το ταμείο θα μπορέσει να λύσει το σημαντικότερο πρόβλημα που επισκιάζει το μέλλον της Ευρώπης. Το πρόβλημα δεν είναι άλλο από το βαθύ χάσμα μεταξύ βορρά – νότου που απειλεί την πολιτική συνοχή και την οικονομική αποτελεσματικότητα, με αντίκτυπο στα ίδια τα υπαρξιακά θεμέλια της Ένωσης. Θα καταφέρει το ταμείο να αναζωογονήσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών;
Ο κίνδυνος είναι πιο αισθητός, αν ληφθεί υπόψη το φάντασμα του ευρωσκεπτικισμού που ήδη πλανάται στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Σε αυτή την περίπτωση η Ένωση πρέπει να υπερβεί τον εαυτό της. Οφείλει να δράσει ως ένα ενιαίο οικοδόμημα και όχι ως ένα απλό σύνολο εθνικών κρατών, τουλάχιστον ως προς τις πολιτικές προτεραιότητες και αξίες.
Την παρούσα περίοδο θα αποκαλυφθεί η μεγαλύτερη πρόκληση της Ένωσης να αναδιαμορφώσει τον πολιτικό της ρόλο. Η πανδημία αποτελεί ίσως την αφορμή για την Ευρώπη να αντικαταστήσει το παλιό, μεταπολεμικό της οικονομικό μοντέλο. Και είναι η ενότητά της αυτή που θα κρίνει την αποτελεσματικότητα του καινούριου.
Γεννήθηκε το 1998 στη Ρόδο και είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με κατεύθυνση τα οικονομικά των επιχειρήσεων. Έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις διεθνών οργανισμών, διεθνή προγράμματα κινητικότητας και επιχειρηματικά workshops. Είναι ακόμα ιδρυτικό μέλος και project manager του E Square Project και συμμετέχει εθελοντικά στα προγράμματα του Συνδέσμου Επενδυτών και Διαδικτύου.