Του Φίλιππου – Αθανάσιου Μισούλη,
Τα τελευταία χρόνια συναντάται στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και διεθνώς, μια σημαντική αύξηση της διασυνοριακής εγκληματικότητας. Πρόκειται για τις μορφές της εγκληματικότητας, που διαπερνούν τα σύνορα ενός κράτους και διεξάγονται σε υπερεθνικό επίπεδο, όπως το εμπόριο ναρκωτικών, το εμπόριο όπλων, το trafficking, αλλά και η δράση του οργανωμένου εγκλήματος εν γένει. Η αντιμετώπιση της, γεννά την ανάγκη της συνεργασίας αστυνομικών και δικαστικών αρχών σε διεθνές επίπεδο ή εν προκειμένω σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, με την αύξηση της κινητικότητας των πολιτών στον ευρωπαϊκό χώρο, προκύπτει και ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός περιστατικών, κατά το οποία πολίτης προερχόμενος από μια ευρωπαϊκή χώρα εμπλέκεται σε αδικήματα που λαμβάνουν χώρα σε άλλο κράτος.Για τον σκοπό αυτό, προβλέφθηκε ως εργαλείο το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Πρόκειται για μια διαδικασία που αντικαθιστά και απλοποιεί τις προγενέστερες διαδικασίες της έκδοσης και βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των εθνικών αρχών. Δηλαδή, όταν οι αρχές ενός κράτους-μέλους της ΕΕ, εκδίδουν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για ένα πρόσωπο, το οποίο βρίσκεται σε άλλο κράτος-μέλος, το δεύτερο οφείλει να προβεί σε αυτόματη έκδοση, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις. Η σημαντικότερη εξ’ αυτών έγινε δεκτή από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αφορά στη δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, στην περίπτωση που υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι στο κράτος έκδοσης δεν πληρούνται οι απαιτήσεις προστασίας των δικαιωμάτων του κρατουμένου και ενδέχεται το υπό έκδοση πρόσωπο να αντιμετωπίσει παραβίαση των δικαιωμάτων του. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η απαίτηση το ένταλμα να συνάδει με την κυρίαρχη στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχή της αναλογικότητας, που σημαίνει ότι θα πρέπει, λόγω των περιορισμών που συνεπάγονται στην ελευθερία του προσώπου, να εκδίδεται μόνο εφόσον κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένο και άρα πρέπει να συνεκτιμώνται για την έκδοσή του η βαρύτητα του αδικήματος που τελέστηκε, η προβλεπόμενη για το αδίκημα ποινή, καθώς και τα συμφέροντα του θύματος. Παράλληλα, προβλέπονται ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, και πιο συγκεκριμένα 60 ημέρες αν το υπό έκδοση πρόσωπο δεν συναινεί σε αυτήν και μόλις 10 ημέρες αν συναινεί.
Από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, προκύπτει η αυξημένη εφαρμογή του μηχανισμού τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, το έτος 2018 εκδόθηκαν 17.471 εντάλματα, εκ των οποίων 2.893 αφορούσαν κλοπές, ληστείες και άλλα σχετικά αδικήματα, 1.739 απάτες και αδικήματα σχετιζόμενα με διαφθορά, ενώ 1.610 αφορούσαν αδικήματα σχετιζόμενα με εμπορία ναρκωτικών.
Ο μηχανισμός συνολικά απλοποίησε σημαντικά τη δικαστική συνεργασία των κρατών-μελών στην Ένωση και επιτάχυνε αξιοσημείωτα την έκδοση προσώπων, ωστόσο έχει δεχτεί και αυξημένη κριτική. Η υποχρεωτικότητά που εκτελεί το ένταλμα για τις εθνικές αρχές του κράτους, συνάντησε πολλές αντιδράσεις τόσο λόγω της μείωσης της εθνικής κυριαρχίας, που συνεπάγεται, όσο και για τον ενδεχόμενο περιορισμό της δικαστικής ανεξαρτησίας, που επιφέρει. Ακόμη, δεν πρέπει να παραβλέπεται, ότι μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ένωσης, υπάρχουν κράτη με διαφορετικά νομικά συστήματα αλλά και διαφορετικές εγγυήσεις για τα δικαιώματα των κρατουμένων.
Το γεγονός αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε εντάσεις μεταξύ των εθνικών αρχών και, σε αρκετές περιπτώσεις, στην άρνηση των εθνικών δικαστών να εκτελέσουν το αιτούμενο ένταλμα και να εκδώσουν τους κατηγορουμένους σε άλλα κράτη, υπό τον φόβο ότι τα τελευταία δεν πληρούν τις αντίστοιχες θεσμικές και δικονομικές εγγυήσεις. Στις αντιρρήσεις αυτές πρέπει να σημειωθεί και το γεγονός ότι, πριν από τη θέσπιση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ένωσης απαγόρευαν ευθέως την έκδοση πολιτών τους σε άλλο κράτος. Μεταξύ αυτών των κρατών και η Ελλάδα (καθώς και χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, ή το Βέλγιο), ενώ το ίδιο ίσχυε και για άλλα κράτη πριν την ένταξή τους στην Ε.Ε, όπως η Κύπρος, η Βουλγαρία, η Τσεχία και η Πολωνία. Όσον αφορά δε στη Μεγάλη Βρετανία, η βρετανική κυβέρνηση έχει ήδη εκφράσει την επιθυμία της με την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε να αποχωρήσει και από την αναγνώριση και εφαρμογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και να το αντικαταστήσει με μια διμερή συμφωνία έκδοσης με την Ε.Ε, η οποία όμως δεν θα εκτελείται αυτόματα, όπως το ένταλμα, αλλά θα αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας στις βρετανικές αρχές, στα πρότυπα αντίστοιχης συμφωνίας που ισχύει ήδη μεταξύ της Ε.Ε αφενός και της Νορβηγίας και της Ισλανδίας αφετέρου.Εν τέλει, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα σημαντικό βήμα για την συνεργασία των δικαστικών αρχών στον ευρωπαϊκό χώρο, που διευκολύνει την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων. Δεν πρέπει ωστόσο να παραβλέπεται ότι, ο βαθμός συνεργασίας που απαιτεί μεταξύ εθνικών αρχών από κράτη με διαφορετικά νομικά συστήματα αλλά και διαφορετικές αντιλήψεις ως προς τα δικονομικά δικαιώματα, οπωσδήποτε προσκρούει σε σημαντικές αμφισβητήσεις και εμπόδια.
Πηγές
- https://ec.europa.eu/info/law/cross-border-cases/judicial-cooperation/types-judicial-cooperation/european-arrest-warrant_en
- https://amp.theguardian.com/uk-news/2020/feb/27/uk-to-withdraw-from-european-arrest-warrant
- https://e-justice.europa.eu/content_european_arrest_warrant-90-en.do
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996. Σπούδασε στην Νομική Σχολή Αθηνών, με μεταπτυχιακό στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και ενδιαφέρον για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Μιλά αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Ασχολείται στον ελεύθερο χρόνο του με βιβλία, ταινίες και θαλάσσια σπορ.