20 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο άμεσο αποτέλεσμα των Οδηγιών στο Δίκαιο της ΕΕ

Το άμεσο αποτέλεσμα των Οδηγιών στο Δίκαιο της ΕΕ


Του Βασίλη Λ. Παπαγιαννίδη, 

Ένα από τα πλέον κλασικά και πολυσυζητημένα θέματα της θεωρίας και νομολογίας του Δικαίου της Ε.Ε. είναι εκείνο του αμέσου αποτελέσματος των Οδηγιών.

Συγκεκριμένα, ως άμεσο αποτέλεσμα (direct effect) νοείται η παραγωγή εννόμων συνεπειών εντός της εσωτερικής έννομης τάξης των Κρατών-Μελών και το συνακόλουθο δικαίωμα των πολιτών να επικαλεσθούν τους κανόνες αυτούς ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, είτε εναντίον του κράτους (κάθετο άμεσο αποτέλεσμα) είτε εναντίον άλλων ιδιωτών (οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα). Τα δε δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν τα απορρέοντα από την αρχή του αμέσου αποτελέσματος δικαιώματα χωρίς μεσολάβηση του κράτους δια της λήψεως συγκεκριμένων μέτρων.

Η ιστορική πρώτη διατύπωσή της έγινε από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ – νυν ΔΕΕ) στην υπόθεση Van Gend en Loos. Πρόκειται δε για νομολογιακή κατοχύρωση σύμφυτη και αλληλοσυμπληρούμενη προς εκείνη της υπεροχής (supremacy), όπως η τελευταία διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην απόφαση του ΔΕΚ Costa κατά ENEL. Σύμφωνα με αυτήν σε περίπτωση σύγκρουσης ενός Ενωσιακού με έναν εθνικό κανόνα που ρυθμίζει το αυτό αντικείμενο κατά τρόπο αντίθετο, ο εθνικός κανόνας υποχωρεί έναντι του πρώτου, ο οποίος και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τον εσωτερικό δικαστή.Το καίριο ζήτημα που θα μας απασχολήσει πριν κλείσουμε είναι εκείνο του αμέσου αποτελέσματος των Οδηγιών. Θεωρία και νομολογία κάνουν κατ’ αρχήν αποδεκτό ότι οι εν λόγω νομικές πράξεις στερούνται αμέσου αποτελέσματος. Ως δικαιολόγηση επικαλούνται κυρίως το ότι οι Οδηγίες δεσμεύουν τα Κράτη μόνο ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αφήνοντας σε αυτά ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ως προς τον τρόπο εισαγωγής τους στην εσωτερική έννομη τάξη. Μη πληρωθείσης, κατά τούτο, της βασικής προϋπόθεσης περί ανάπτυξης άμεσου αποτελέσματος, ήτοι της μη ανάγκης έκδοσης εθνικής πράξης μεταφοράς της Ενωσιακής πράξης στο εσωτερικό δίκαιο κατά διακριτική ευχέρεια των Κρατών, οι Οδηγίες στερούνται άμεσου αποτελέσματος (Becker).

Η πράξη, ωστόσο, έκανε κάποτε αναγκαία την πρόσδοση άμεσου αποτελέσματος και στις Οδηγίες, ή, έστω, προσιδιαζουσών εννόμων συνεπειών (Van Duyn, Ratti). Κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, άλλωστε, μεταξύ των πράξεων της Ένωσης που μπορούν να παραπεμφθούν προδικαστικά από τα εθνικά δικαστήρια στο ΔΕΕ για ερμηνεία περιλαμβάνονται και οι Οδηγίες. Κατά τούτο, θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα και σε αυτές να τυγχάνουν επίκλησης από ιδιώτες ως παράγουσες άμεσο αποτέλεσμα.

Πράγματι υπήρξαν περιπτώσεις που τελικά έγινε δεκτή η ύπαρξη άμεσου αποτελέσματος των εν λόγω πράξεων υπό την βασική προϋπόθεση της συνδρομής των ακόλουθων κριτηρίων: οι διατάξεις των υπό συζήτηση Οδηγιών θα πρέπει να είναι i) σαφείς, ii) ακριβείς, iii) ανεπιφύλακτες και iv) να μην έχουν ακόμα μεταφερθεί από το κράτος στην εσωτερική έννομη τάξη ή, αν έχουν μεταφερθεί, η μεταφορά να μην έχει πραγματοποιηθεί με τον ενδεδειγμένο νομικά τρόπο (Van Duyn).

Η νομολογία, ωστόσο, περιόρισε δραστικά τα άκρα όρια του άμεσου αυτού αποτελέσματος. Έγινε δεκτό δηλαδή επανειλημμένως ότι οι Οδηγίες δεν μπορούν να τύχουν επίκλησης από ιδιώτη έναντι άλλου ιδιώτη, με άλλα λόγια δεν απολαύουν οριζοντίου αμέσου αποτελέσματος παρά μόνον κάθετου (Marshall).

Η αρχή της αποτελεσματικότητας, όμως, του Ενωσιακού Δικαίου (effet utile) και η ανάγκη για ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή απαιτεί την εξέταση μεθόδων προκειμένω οι Οδηγίες να έχουν και οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα, προστατεύοντας ιδιώτες έναντι άλλων ιδιωτών.

Έτσι αναπτύχθηκαν δικαστηριακά έξι μέθοδοι, προκειμένου να προσδοθεί και στις Οδηγίες οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα ή, έστω, παρεμφερείς έννομες συνέπειες.Πρώτον, η ευρεία σύλληψη της έννοιας του κράτους (Foster). Συγκεκριμένα, είναι δυνατή, όπως είδαμε, η επίκληση των Οδηγιών κατά του Κράτους ως απόρροια του κάθετου άμεσου αποτελέσματος. Η έννοια του «Κράτους», όμως, μπορεί εν προκειμένω να διευρυνθεί περιλαμβάνοντας και νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου τα οποία ασκούν δημόσια εξουσία, έτσι ώστε να είναι δυνατή τουλάχιστον η δικονομική χρήση των Οδηγιών εναντίον των κρατικών αυτών συσσωματώσεων σε περιπτώσεις παραβιάσεων. Επομένως, ανεξάρτητα από την νομική μορφή που τυχαίνει να λαμβάνουν κατά το Καταστατικό ή τον Οργανισμό τους, το κρίσιμο στοιχείο της κατ’ εξουσιοδότηση άσκησης δημόσιας εξουσίας είναι εκείνο που θα βαρύνει εν προκειμένω, έτσι ώστε να διασφαλισθεί η το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία του ιδιώτη του οποίου τα δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα βλάπτονται.

Δεύτερον, η ερμηνεία του εθνικού δικαίου υπό το φως και το πνεύμα του Ενωσιακού (Von Colson). Πρόκειται για το λεγόμενο έμμεσο αποτέλεσμα, κατ’ εφαρμογή του οποίου το εφαρμοστέο εσωτερικό δίκαιο θα πρέπει να ερμηνευτεί κατά τρόπο προσήκοντα με το Ενωσιακό και, εφόσον, υπάρχουν διατάξεις των οποίων το περιεχόμενο κατά την κρίση του εθνικού δικαστή έρχεται σε αντίθεση με το γράμμα και το πνεύμα της υπό συζήτηση Οδηγίας, αυτές θα πρέπει να υποχωρήσουν και στη θέση τους να υποκατασταθεί άλλος κανόνας εσωτερικού δικαίου, με μεγαλύτερο βαθμό «εναρμόνισης». Και αυτό ανεξάρτητα του αν η προκείμενη Οδηγία περιέχει σαφείς και ακριβείς διατάξεις, όπως ο κανόνας σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις απαιτεί.

Τρίτον, το παρεμπίπτον άμεσο αποτέλεσμα (CIA Security, Unilever Italia). Πρόκειται για περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Οδηγίες αναπτύσσουν περιορισμένης έκτασης οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα, ακόμα και όταν κατ’ αρχήν δεν επιβάλλουν υποχρεώσεις σε ιδιώτες. Για να γίνει αντιληπτό με ένα παράδειγμα, μία εταιρεία παραγωγής και εμπορίας συστημάτων ασφαλείας ασκεί ασφαλιστικά μέτρα εναντίον αθέμιτων (δυσφήμηση) εμπορικών πρακτικών ανταγωνιστών της. Οι τελευταίοι είχαν προβεί σε δημοσιοποίηση στοιχείων σύμφωνα με τα οποία τα συστήματα ασφαλείας της ενάγουσας δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις της εγχώριας νομοθεσίας.

Η ενάγουσα υποστήριξε ότι η εν λόγω νομοθεσία περί τεχνικών χαρακτηριστικών και standards δεν είχε κοινοποιηθεί προς την Commission, όπως προέβλεπε μία σχετική Οδηγία από την οποία δεσμευόταν το Κράτος εγκατάστασης. Σε σχετικό προδικαστικό ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου, επομένως, κρίθηκε από το ΔΕΕ ότι πράγματι η εν λόγω χώρα δεσμευόταν από τις σαφείς διατάξεις της Οδηγίας και θα έπρεπε να ενημερώσει την Επιτροπή για την νομοθεσία της επί του ζητήματος. Σκοπός δε της ως άνω Οδηγίας ήταν η άρση των αδικαιολόγητων, αποτρεπτικών εμπορικών περιορισμών και η συνακόλουθη διασφάλιση της ελευθερίας μετακίνησης των αγαθών. Η μη κοινοποίηση της εγχώριας νομοθεσίας στην Επιτροπή συνιστούσε κατά την κρίση του Δικαστηρίου ευθεία παραβίαση της Ενωσιακής νομοθεσίας και καθιστούσε αυτό ανεφάρμοστο στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών.

Κατά τούτο, καμία αδικαιολόγητη τεχνική προϋπόθεση του εσωτερικού δικαίου δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί και επομένως η ενάγουσα δικαιώθηκε. Η απόφαση βέβαια αυτήν είχε ως έμμεση συνέπεια την αδυναμία των ανταγωνιστών της να προβούν σε πράξεις καλυπτόμενες από το εγχώριο δίκαιο. Χωρίς να έχει στραφεί εναντίον τους, παρά μόνο εναντίον του Κράτους, η ενάγουσα εξασφάλισε ισοδύναμης έκτασης προστασία επί τη βάσει των έμμεσων εννόμων συνεπειών της Οδηγίας.

Τέταρτον, η επίκληση των γενικών αρχών του Ενωσιακού Δικαίου. Δεδομένου ότι κατά το ΔΕΕ οι γενικές αρχές αναπτύσσουν πλήρες άμεσο αποτέλεσμα (Mangold, Kücükdeveci). Κατά τούτο οι ιδιώτες δύνανται να επικαλούνται αυτές απ’ ευθείας, ιδίως την γενική αρχή της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων λόγω ηλικίας, φύλου κλπ, προκειμένω να στραφούν δικαστικά εναντίον άλλων ιδιωτών, σε περίπτωση που οι τελευταίοι θίγουν δικαιώματα και έννομα συμφέροντά τους.

Πέμπτον, η εξάρτηση της εφαρμογής ενός Κανονισμού από τη συμμόρφωσή του προς μία Οδηγία (Viamex). Συγκεκριμένα, εφόσον ο Κανονισμός οφείλει να συμμορφώνεται προς μία Οδηγία προκειμένω να εφαρμοστεί, η επίκληση αυτού ενώπιον των δικαστηρίων επιφέρει και έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς την Οδηγία, δηλαδή έλεγχο και της ίδιας της Οδηγίας και οιονεί επίκλησή της εναντίον ιδιώτη.

Έκτον και τελευταίον, η αστική ευθύνη των Κρατών για ζημίες προερχόμενες από την παράλειψή τους να ενσωματώσουν στο εσωτερικό τους δίκαιο μία Ευρωπαϊκή Οδηγία (Francovich). Σε αυτήν την περίπτωση ο προσβληθείς ιδιώτης, αντί να στραφεί εναντίον του αντίδικου ιδιώτη, στρέφεται δικαστικά εναντίον του Κράτους, εγείροντας αξιώσεις αστικής ευθύνης από την παράλειψη του τελευταίου να εναρμονιστεί δια της Οδηγίας με το Ενωσιακό Δίκαιο. Ο ενδιαφερόμενος, επομένως, δικαιώνεται με καταβολή αποζημίωσης από το Κράτος, ακόμα και όταν δεν είναι δυνατή η απ’ ευθείας ικανοποίησή του εναντίον του έτερου ιδιώτη.Εν κατακλείδι, αν και οι Οδηγίες αναπτύσσουν μερικό άμεσο αποτέλεσμα, εντούτοις η ίδια η νομολογία έχει εφεύρει ευφάνταστες λύσεις για την ικανοποίηση του πληττόμενου ιδιώτη έναντι έτερου ιδιώτη, όταν η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του Ενωσιακού Δικαίου το απαιτεί. Το μέλλον μόνο πρόκειται να δείξει αν θεωρία και νομολογία θα αποδεχτούν τελικά, στο βωμό της χρήσιμου αποτελέσματος, το πλήρες άμεσο αποτέλεσμα των Ευρωπαϊκών Οδηγιών.


Πηγές
  • ΣΛΕΕ
  • ΣΕΕ
  • Craig, De Búrca, EU Law

Βασίλης Λ. Παπαγιαννίδης

Είναι νέος δικηγόρος, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών. Την παρούσα περίοδο πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο  Πανεπιστήμιο του Leiden της Ολλανδίας. Η εξελισσόμενη σχέση μεταξύ του Ενωσιακού και των εθνικών δικαίων, η οικονομική κρίση και η συμβολή της στην ολοκλήρωση της Νομισματικής Ένωσης ως σταδίου πλήρους επίτευξης της Κοινής Αγοράς αποτελούν τον πυρήνα των ενδιαφερόντων του. Η αντανάκλαση των παραπάνω παραγόντων στην έκταση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην καθημερινότητα του Ευρωπαίου πολίτη τα καθιστούν μείζονος σημασίας ζητήματα τα οποία εξετάζει υπό την προσωπική του οπτική.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.