Της Μαρίας-Στεφανίας Νικηταρά,
Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Benjamin Netanyahu, αποφάσισε να προχωρήσει στην προσάρτηση της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, βασισμένος στο σχέδιο που είχε παρουσιάσει στις αρχές Ιανουαρίου ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump. Συγκεκριμένα, το σχέδιο των ΗΠΑ προέβλεπε την κατανομή της περιοχής υπέρ του Ισραήλ, καθώς το εβραϊκό κράτος, επιβάλλοντας δικαιοδοσία στο 30% των κατεχόμενων εδαφών, μπορεί να προσαρτήσει την Κοιλάδα του Ιορδάνη και τους εβραϊκούς εποικισμούς της Όχθης, επιτρέποντας τη δημιουργία ενός κατακερματισμένου και ταυτόχρονα αποστρατικοποιημένου κράτους της Παλαιστίνης, με περιοχές που απέχουν πολλά χιλιόμετρα μεταξύ τους. Καθοριστικό παράγοντα της συγκεκριμένης απόφασης αποτελούν οι επικείμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, καθώς υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες μη επανεκλογής του αμερικανού προέδρου, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί το αμερικανικό σχέδιο. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, παίρνοντας αυτή την απόφαση, ήρθε σε σύγκρουση τόσο με τις αραβικές χώρες όσο και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα, ο αρχηγός του συγκυβερνώντος κόμματος «Μπλε-Λευκό», Benny Gantz, αντέδρασε στη συγκεκριμένη απόφαση, δεδομένων των διαφορετικών προτεραιοτήτων, καθώς η χώρα πλήττεται σοβαρά από την πανδημία του COVID-19. Παράλληλα, τα κίνητρα περάτωσης αυτής της απόφασης φαίνεται πως πηγάζουν και από το γεγονός ότι ο κ. Netanyahu θα ευνοούνταν από την πιθανότητα νέων εκλογών στη χώρα, στην περίπτωση σύγκρουσης του με τον κ. Gantz, διότι, με αυτό τον τρόπο, θα παρατεινόταν η αναβολή της δίκης που εκκρεμεί εναντίον του για διαφθορά.
Τα παραπάνω δεδομένα στοιχειοθετούν τα βασικά κίνητρα του κ.Netanyahu, ωστόσο το γεγονός ότι την 1η Ιουλίου δεν πραγματοποιήθηκε η προσάρτηση καταδεικνύει ότι το κόστος που έχει να αντιμετωπίσει ο πρωθυπουργός είναι μεγαλύτερο. Αρχικά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι απρόθυμη να εμπλακεί την παρούσα στιγμή στο σχέδιο προσάρτησης, καθώς ο κ. Trump δίνει βάρος σε έναν πολύ δύσκολο προεκλογικό αγώνα, δεδομένων των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 στη χώρα. Το γεγονός δε, ότι οι ΗΠΑ θέλουν να έχουν συνομιλίες και με τους Παλαιστίνιους δυσχεραίνει τις σχέσεις με το Ισραήλ. Επιπλέον, η ανακοίνωση του σχεδίου προσάρτησης οδήγησε σε μία ιστορική “ένωση” των δύο αντιπάλων πλευρών της Παλαιστίνης από το 2007, των Fatah και Hamas, αντιλαμβανόμενες την επικινδυνότητα μιας τέτοιας προσάρτησης.
Η μεγαλύτερη όμως αντιπαράθεση σχετικά με την απόφαση της προσάρτησης έχει έρθει τόσο από τα αραβικά κράτη όσο και από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρχικά, στην περίπτωση των πρώτων κρατών, αυτά βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς αφενός έχουν εναντιωθεί, αφετέρου αντιλαμβάνονται ότι το κόστος της ρήξης των σχέσεων με το Ισραήλ, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τις οικονομικές σχέσεις ανάμεσά τους, με τις εμπορικές συναλλαγές να φτάνουν ακόμα και 890 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Επομένως, η πολυετής προσπάθεια ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο πλευρών, πρόκειται να δημιουργήσει μεγάλη «αμηχανία», σε περίπτωση ολοκλήρωσης της απόφασης προσάρτησης. Σε ό,τι αφορά τη στάση που έχει κρατήσει η Ε.Ε., αυτή εκφράζεται με την καταδίκη της απόφασης του Ισραήλ, διότι η εν λόγω μονομερής προσάρτηση παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο. Παρά το γεγονός ότι στην περίπτωση της μονομερούς προσάρτησης της Κριμαίας από την Ρωσία, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε σε οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, στην παρούσα περίπτωση, δεν εξετάζεται η ίδια στάση. Είναι γεγονός ότι η Γερμανία, παρά την καταδίκη του Ισραήλ σε επίπεδο υπουργού εξωτερικών, δεν πρόκειται να υποστηρίξει τις κυρώσεις κατά του εβραϊκού κράτους. Τη συγκεκριμένη απόφαση υποστήριξε το γερμανικό κοινοβούλιο την 1η Ιουλίου, επιφορτίζοντάς την με μεγάλη σημασία, δεδομένης της ανάληψης της προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Γερμανία. Στον αντίποδα, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Γαλλία τάσσονται υπέρ των κυρώσεων κατά του Ισραήλ. Τούτων δοθέντων, η στάση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αντικατοπτρίσει την επικράτηση της μίας εκ των αντίθετων πλευρών σε σχέση με τις κυρώσεις κατά του Ισραήλ. Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι το Ισραήλ αποτελεί σημαντικό εμπορικό εταίρο για την Ε.Ε, καθώς η Ένωση έχει εξαγάγει εκεί προϊόντα ύψους 21,4 εκατομμυρίων ευρώ.
Η παραπάνω στάση εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσο η Γερμανία και το Ισραήλ έχουν «κοινούς» δεσμούς. Η πραγματικότητα έχει αποδείξει ότι οι δύο χώρες έχουν αντίθετες απόψεις σε πληθώρα ζητημάτων, όπως την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, το σεβασμό του διεθνούς δικαίου και, γενικότερα, στα ενδιαφέροντα στην Μέση Ανατολή. Πλέον, είναι ορατό ότι το μόνο «κοινό» στοιχείο που μοιράζονται οι δύο χώρες σχετίζεται με την «ηθική υποχρέωση» της Γερμανίας να προστατεύει το κράτος των ανθρώπων που βίωσαν το Ολοκαύτωμα.
Η ολοκλήρωση της απόφασης προσάρτησης της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ είναι βέβαιο ότι θα διαταράξει τις σχέσεις των κρατών, και οι αντιδράσεις τους θα κυμανθούν ανάλογα με τις βλέψεις που έχουν την περιοχή. Η στάση τους σε μία τέτοια περίπτωση λοιπόν, θα αντανακλά την πραγματική τους αντίληψη περί διεθνούς δικαίου και διεθνών σχέσεων. Σε ό,τι αφορά τη στάση της Ε.Ε. θα ήταν εύλογο το συμπέρασμα ότι, δεδομένης της οικονομικής κρίσης που έχει επιφέρει η πανδημία COVID-19, θα ήταν αναμενόμενη η άρνηση επιβολής κυρώσεων (οποιασδήποτε μορφής) κατά της εβραϊκής χώρας, ούτως ώστε να μην επιβαρυνθεί περαιτέρω η οικονομία της Ένωσης. Σε ό,τι αφορά τη μέχρι πρότινος στάση της Γερμανίας, θα ήταν ψευδής ο ισχυρισμός πως οι δύο χώρες συμμερίζονται κοινές γεωπολιτικές αντιλήψεις· αυτή αποτελεί απλώς προϊόν των συνολικών οικονομικών συμφερόντων.
Φοιτήτρια στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου και δόκιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων. Ασχολείται με τη συγγραφή κειμένων επιστημονικού περιεχομένου και με τον εθελοντισμό.