Του Γιώργου Μοσχόπουλου,
Όλοι οι μεγάλοι οικονομολόγοι δίδαξαν και έγραψαν θεωρίες για τα οικονομικά συστήματα, πρότειναν αλλαγές και έκαναν όλοι με τον δικό τους τρόπο τις δικές τους παρατηρήσεις όσον αφορά τον κόσμο γύρω τους. Από τον Σμιθ μέχρι τον Μαρξ, από τον Ρικάρντο και τον Μάλθους σε σύγχρονους οικονομολόγους, όπως ο Φρίντμαν ή ο Γκρίνσπαν. Όλοι οι παραπάνω, πιθανόν, να διαφωνούσαν ατελείωτες ώρες, επιχειρηματολογώντας για το ότι οι δικές τους απόψεις είναι οι σωστότερες έναντι των άλλων και να θεωρούσαν ότι δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους, ωστόσο είχαν κάτι! Πίστευαν ακράδαντα ότι είχαν δίκιο. Πιο πολύ ανέλυαν τα δυνατά σημεία των θεωριών τους παρά τις αδυναμίες τους, καθιστώντας τους σχεδόν «ξεροκέφαλους» και συχνά προτείνοντας ακραίες λύσεις. Εκεί, εμφανίζεται για να διαφοροποιηθεί αισθητά από τη μάζα ο John Stuart Mill. Ένας οικονομολόγος που δεν τασσόταν πουθενά και με κανένα σύστημα.
Ο Mill ήταν παιδί θαύμα, καθώς από ηλικία 4 ετών άρχισε να μαθαίνει ελληνικά και μέχρι την ηλικία των 7 είχε ήδη διαβάσει τους περισσότερους από τους διαλόγους του Πλάτωνα. Αφού τέλειωσε και με τους Λατίνους και έχοντας μάθει εξαιρετικά λατινικά, στα 12 ξεκίνησε να ασχολείται με τη λογική. Διάβαζε Χομπς και στα 13 ολοκλήρωσε τη μελέτη κάθε κειμένου που μπορούσε να βρει πάνω στην πολιτική οικονομία. Παντρεύτηκε τη Χάριετ Τέιλορ, με την οποία έφεραν στη ζωή την κόρη τους, Έλεν. Οι δύο αυτές γυναίκες έπαιξαν κομβικό ρόλο στη δημιουργία μιας αντίληψης φεμινισμού από τον ίδιο, ο οποίος υποστήριζε ανοιχτά την ισότητα και τα δικαιώματα των γυναικών, στο όνομα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Έγραψε το πρώτο του έργο σε ηλικία 43 ετών. Μπορεί να άργησε, αλλά το κείμενο που άφησε πίσω αντάμειψε την ανθρωπότητα με το παραπάνω. Ήταν μια πλήρης επισκόπηση της πολιτικής οικονομίας μέχρι τότε, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Μέσα στο κείμενο του διατύπωσε μια μνημειώδη παρατήρηση για την κοινωνική δομή, ότι τα οικονομικά περιορίζονται, κυρίως, στον τρόπο παραγωγής των αγαθών και όχι στον τρόπο διανομής τους. Πιθανότατα διατύπωσε αυτή την άποψη για να μπορέσει να αποστασιοποιηθεί από το να διατυπώσει μια δική του θεωρία περί κατανομής των αγαθών. Η κοινωνία λοιπόν εφόσον έχει λάβει τα αγαθά από την οικονομία, είναι έτοιμη να τα διανείμει με τον τρόπο που εκείνη θέλει όσο άδικη ή δίκαιη και αν είναι η μοιρασιά. Άρα, η κατανομή του πλούτου έχει να κάνει με τους νόμους και τα έθιμα της εκάστοτε κοινωνίας. Για παράδειγμα, αν οι μισθοί συμπιέζονταν, η κοινωνία θα μπορούσε να κάνει αναδιανομή με τον τρόπο που εκείνη ήθελε αψηφώντας τις φυσικές ενέργειές της. Ωστόσο, όπως ο ίδιος τονίζει, αυτό στο οποίο θέλει να καταλήξει είναι ότι δεν υπάρχει δυνατότητα προσφυγής σε «νόμους» που να δικαιολογούν το πώς η κοινωνία μοιράζει τους καρπούς της, αλλά μόνο οι άνθρωποι που μοιράζονται τον πλούτο τους, όπως αυτοί θεωρούν σωστό.
Αυτό έφερε πληθώρα αντιδράσεων, τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά και ακούστηκε η κριτική, ότι υπάρχουν όρια στην ελευθερία με την οποία οι κοινωνίες μπορούν να ανακατανείμουν. Είναι, όμως, λάθος να υποτιμηθεί αυτή του η παρατήρηση. Πραγματικά το new deal ή οι σκανδιναβικού τύπου καπιταλισμοί κοινωνικής πρόνοιας είναι μια σύγχρονη έκφραση του οράματος του Μιλ για μια κοινωνία που θα προσπαθούσε να διορθώσει τις φυσικές τις λειτουργίες επιβάλλοντας τις ηθικές της αξίες.
Θα έπρεπε, όμως, να θεωρείται ίσως ο σπουδαιότερος οικονομολόγος γιατί δεν καταδίκασε κανένα σύστημα. Αντίθετα, εντόπισε τα θετικά στοιχεία όλων και πρότεινε να τα παντρέψουμε στο όνομα μιας καλύτερης κοινωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η άποψη του για τον κομμουνισμό, για τον οποίο ο ίδιος γράφει:
«Εάν η επιλογή έπρεπε να γίνει ανάμεσα στον κομμουνισμό με όλες τις θετικές προοπτικές και την παρούσα κατάσταση κοινωνίας με όλα τα βάσανα και τις ανισότητες, εάν ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια ότι το προϊόν της εργασίας θα πρέπει να κατανέμεται με τον τρόπο που γίνεται τώρα, σχεδόν με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς την εργασία, όλες οι δυσκολίες μεγάλες ή μικρές του κομμουνισμού θα έμοιαζαν με σταγόνα στον ωκεανό».
Αλλά ο ίδιος προσθέτει ότι «δεν είναι αυτή όμως η επιλογή!». Η αρχή της ιδιοκτησίας σύμφωνα με τον Μιλ δεν είχε δοκιμαστεί αρκετά. Απέφυγε να συνηγορήσει υπέρ επαναστατικών αλλαγών κυρίως για δύο λόγους. Αρχικά, μπορεί να διέκρινε αγριότητα στο καπιταλιστικό μοτίβο συμπεριφοράς των ανθρώπων, αλλά δεν τον εμπόδισε η αποδοκιμασία της απληστίας να διακρίνει την χρησιμότητά της. Ενώ αν και έθετε τον εαυτό του κοντά στο κομμουνισμό, τον επέκρινε καθώς όπως πίστευε ο ίδιος:
«το ερώτημα με τον κομμουνισμό είναι αν θα διασωζόταν κάποιο άσυλο για την ατομικότητα του χαρακτήρα. Αν η κοινή γνώμη δε θα ήταν ένας τυραννικός ζυγός. Εάν η απόλυτη εξάρτηση του ενός από όλους και η επιτήρηση του καθενός από τους πάντες, δεν θα ισοπέδωνε όλα και δεν θα επέβαλε μια άβουλη ομοιομορφία σκέψης, συναισθημάτων και δράσης. Καμία κοινωνία στη οποία η εκκεντρικότητα αποτελεί στόχο επικρίσεων, δεν μπορεί να θεωρείται υγιής».
Ο Μιλ δεν ένιωθε την ανάγκη να ταχθεί υπέρ κάποια ιδεολογίας, αλλά αντίθετα να συνδυάσει τα θετικά στοιχεία αυτών. Θα μπορούσε να σκαρφιστεί ο ίδιος μια μεταφορά που να αντιπροσώπευε την υπάρχουσα κοινωνία, ωστόσο συνδύασε το όραμα με την πρακτική σκέψη. Δεν οραματίστηκε τίποτα καινούριο παρά την αναγέννηση του υπάρχοντος συστήματος, με μία πιο μορφωμένη κοινωνία.
Συμπερασματικά, ο Μιλ ήταν ο σπουδαιότερος οικονομολόγος του 19ου αιώνα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δυνητικά ουτοπικός σοσιαλιστής, αλλά αμφιβάλλω αν ο ίδιος θα συμφωνούσε με αυτόν τον χαρακτηρισμό. Ίσως, ήταν ο σπουδαιότερος φιλόσοφος του οικονομικού κόσμου, διότι με τις απόψεις του δίδαξε την αμφισβήτηση και τη γόνιμη κριτική. Έναν τρόπο σκέψης που θα έπρεπε να διέπει κάθε κοινωνικό επιστήμονα, ιδίως στις μέρες μας, που το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας επιθυμεί να ανήκει κάπου, ενώ μάλλον για να σκεφτόταν και να έκρινε ελευθέρα δεν θα έπρεπε να ανήκει πουθενά, πέραν από τις ίδιες του τις ιδέες.