20.3 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΜουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού: Το καλύτερο «Ευρωπαϊκό Μουσείο της χρονιάς»

Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού: Το καλύτερο «Ευρωπαϊκό Μουσείο της χρονιάς»


Της Στεφανίας Αρβανιτάκη,

Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού που εδρεύει στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ολοκληρώνει 26 χρόνια λειτουργίας, καθώς το έτος 1994 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια και το κοινό μπόρεσε να περιηγηθεί και να γνωρίσει πτυχές του Βυζαντινού Πολιτισμού. Αν και πέρασε παραπάνω από μισός αιώνας για να δρομολογηθούν οι εργασίες κατασκευής του και το θεωρητικό κομμάτι των διαταγμάτων να επικυρωθεί στην πράξη, η ίδρυση του μοναδικού Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού στη συμβασιλεύουσα ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαία. Η ύπαρξη αυτού του Μουσείου μαρτυρά αρχικά την ύπαρξη βυζαντινού παρελθόντος και χριστιανισμού στην πόλη και έπειτα την προσπάθειά του να ταξιδέψει η ιστορία της Θεσσαλονίκης εκτός συνόρων της Ελλάδας, αλλά και να εμπεδωθεί ο πολιτισμός που ανέπτυξε κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Χαρακτηριστικά είναι τα όσα επισημαίνει ο αρχιτέκτονας Γιώργος Σημαιοφορίδης για το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού: «Μέσα από μια οργανική θεώρηση, το Μουσείο… ψιθυρίζει την υπόγεια σχέση του με την πόλη… Η εσωστρέφεια του μουσείου, η άρνηση της ένταξής του στον αστικό ιστό το καθιστά ένα δημόσιο κτήριο-τοπίο μέσα στην ίδια του την πόλη, που λειτουργεί στη μεγάλη κλίμακα ως έκθεμα της συλλογικής μνήμης μίας Βυζαντινής Θεσσαλονίκης». Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού είναι ένας οργανισμός που πάλλεται στο σήμερα με καταβολές πολλών αιώνων, φέρει μια διαχρονική αξία και προσφέρει στον επισκέπτη τη δυνατότητα να έρθει σε άμεση συνδιαλλαγή με τα ιστορικά αρχαιολογικά ευρήματα και εκθέματα που εντοπίζονται κυρίως στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας.

Μιλώντας για το Βυζαντινό Μουσείο, δε θα μπορούσε να μη γίνει αναφορά στο πρόσωπο του αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου (1941-1998), ο οποίος το 1977 απέσπασε το πρώτο βραβείο στον πανελλήνιο διαγωνισμό εκπόνησης προσχεδίων που διεξήχθη για το Μουσείο και επιλέχθηκε ως ο δημιουργός του. Ο ίδιος διακατεχόταν από μια προσεγμένη και υψηλή αρχιτεκτονική σύλληψη. Έδωσε αρκετή έμφαση στο αίθριο της εισόδου που διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στη σύνθεση του Μουσείου, στη συνεχή και απρόσκοπτη περιήγηση του επισκέπτη προς τον χώρο όπου φιλοξενούνται οι εκθέσεις, στη διάχυση του φυσικού φωτός στο κτήριο αλλά και τη λειτουργικότητα του χώρου. Έστρεψε την προσοχή του στα υλικά κατασκευής, τα οποία πίστευε πως συνεισφέρουν τα μέγιστα στην ποιότητα της κάθε κατασκευής.

Ο Κρόκος προσπάθησε να οδηγήσει το Μουσείο στην τελείωσή του και να ολοκληρώσει ένα έργο σχεδόν αψεγάδιαστο, αποδίδοντας βαρύτητα ακόμα και στις πιο μικρές λεπτομέρειες που είναι σημαντικές για την κατασκευαστική αρτιότητα του συνόλου. Την ίδια γραμμή ακολούθησαν και οι αρχιτέκτονες των μόνιμων εκθέσεων, η Ελένη Κατσανίκα-Στεφάνου και η Gabriella Marconi-Παπαδέλη. Οι παραπάνω εργάστηκαν για να δώσουν στο κτήριο έναν αφηγηματικό χαρακτήρα, κάτι το οποίο με τη σειρά του μπόρεσε να προσδώσει θετικά πρόσημα στην κίνηση του επισκέπτη. Ο τελευταίος, μέσα από τη χρονολογική και θεματική αφήγηση των εκθεμάτων, μπορεί να συλλάβει καλύτερα και πιο σφαιρικά τη βυζαντινή ιστορία αλλά και να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στον χωροχρόνο του βυζαντινού κόσμου.

Το Μουσείο δε χαρίζει μόνο αισθητική, αλλά και αντοχή στον χρόνο λόγω των προσεκτικών σχεδιασμών στους οποίους επιδόθηκε ο αρχιτέκτονας, αλλά και της επιλογής των καταλληλότερων και πιο ποιοτικών υλικών που. Παρά τη διαφορετικότητά τους, κατάφεραν να αποτελέσουν αναπόσπαστα στοιχεία της αρμονίας που γίνεται αισθητή στον μουσειακό χώρο. Ο συγκερασμός διαχρονικών στοιχείων, της παράδοσης αλλά και των αρχών της νεωτερικότητας είχαν σαν αποτέλεσμα ένα επιβλητικό σύνολο, ένα φαινομενικά φρουριακό συγκρότημα που χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια.

Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού αποτελεί όχι μόνο ένα διαμάντι της Θεσσαλονίκης αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας, καθώς είναι το πρώτο ελληνικό μουσείο που βραβεύτηκε το 2005 από το Συμβούλιο της Ευρώπης ως «Ευρωπαϊκό Μουσείο της χρονιάς» («Βραβείο Μουσείου»). Αυτή η σπουδαία ευρωπαϊκή διάκριση κατέστησε το Μουσείο ως ένα πρότυπο. Η παραδοχή της αξίας του το οδήγησε σε μια διεθνή φήμη και αναγνωρισιμότητα που του έφερε αίγλη σε συνδυασμό με τον εξωστρεφή χαρακτήρα του και τις συνεργασίες που ανέπτυξε με αξιόλογα μουσεία διεθνούς χαρακτήρα. Αξιοσημείωτο να ειπωθεί είναι πως τονίστηκε ο παιδαγωγικός και διδακτικός του χαρακτήρας, καθώς παροτρύνει τη μάθηση αλλά και τη διδαχή, η τεχνολογία που χρησιμοποιεί αλλά και το προφίλ του απέναντι στον επισκέπτη, ο οποίος αισθάνεται οικειότητα σε ένα φιλικό περιβάλλον.

Η μόνιμη έκθεση που φιλοξενεί αποτελείται από έντεκα αίθουσες οι οποίες αναφέρονται στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό πολιτισμό και έχουν ως στόχο την ανάδειξη της κληρονομιάς των παραπάνω. Πέρα όμως από τη μόνιμη έκθεση, υπάρχει και μια σειρά περιοδικών με συγκεκριμένο χρονικό όριο. Τη στιγμή αυτήν, οι τρέχουσες περιοδικές εκθέσεις είναι οι παρακάτω: «Δύο συλλογές σμίγουν» και «Δωρήματα: Μικρές ιστορίες για νέα αποκτήματα».

Προτείνω ανεπιφύλακτα μια επίσκεψη στο Μουσείο, η οποία μπορεί να αποβεί αρκετά ψυχωφελής. Η διαφύλαξη της πολιτισμικής κληρονομιάς είναι ένα δώρο για τον άνθρωπο, απέναντι στο οποίο οφείλει ως μια μικρή ένδειξη ευγνωμοσύνης να αναπτύξει μηχανισμούς εξέτασης και παρατηρητικότητας. Μέσω αυτών θα επέλθει η κατανόηση του ανθρώπινου πολιτισμού, στη συγκεκριμένη περίπτωση του βυζαντινού, ο οποίος δε «ντύθηκε» ουδέποτε με ρακένδυτα υφάσματα. Αντιθέτως, ανέπτυξε ένα μεγαλείο που εξελισσόταν, με αποτέλεσμα να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για σημερινές κοινωνίες. Η αναζωπύρωση αυτού του μεγαλείου είναι στόχος του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, το οποίο προσδοκά και επιδιώκει την αποκατάσταση της εικόνας του Βυζαντίου στη συλλογική μνήμη. Εμείς από την πλευρά μας μπορούμε να αναλογιστούμε τι ευθύνη έχουμε ως προς αυτό. Νομίζω πως την απάντηση μπορούμε να τη βρούμε σε μία από τις αίθουσες του συμβολικού αυτού διατηρητέου κτηρίου. Εκεί μονάχα θα μπορέσουμε να ανακαλέσουμε τη μνήμη!


Βιβλιογραφία

  • Αγαθονίκη Τσιλιπάκου, Είκοσι χρόνια από το «Ταξίδι της επιστροφής». Είκοσι χρόνια Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Πάπυροι-Επιστημονικό Περιοδικό, τόμος 5, 2016, σ. 147-150, 154, 157-158, 160, 164-171.
  • Αγαθονίκη Τσιλιπάκου, Εκπαίδευση και Πολιτισμός στην εποχή των Νέων Τεχνολογιών. Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 3-8.
  • Βαγγέλη Ελένη, Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και η αρχιτεκτονική σκέψη του Κυριάκου Κρόκου, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 31-39, 50-58, 65, 79-80.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στεφανία Αρβανιτάκη
Στεφανία Αρβανιτάκη
Γεννημένη το 1997 στη Θεσσαλονίκη. Προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με κατεύθυνση Ιστορίας. Έχει επιλέξει να ασχοληθεί με Βυζαντινές σπουδές και ξενάγηση. Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε με το Θέατρο και συμμετείχε σε διαγωνισμούς εκφραστικής ανάγνωσης στους οποίους και διακρίθηκε. Στόχος της να χρησιμοποιήσει το Θέατρο ως μέσο διδασκαλίας της Ιστορίας.