10.4 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟ ύποπτος του εγκλήματος και ο κίνδυνος των ψευδών ομολογιών

Ο ύποπτος του εγκλήματος και ο κίνδυνος των ψευδών ομολογιών


Της Μαρίας Κουτσανδριά,

Η «ψευδής ομολογία» ορίζεται από τους Ofsche και Leo (1997) ως: «…μια λεπτομερής αποδοχή κάποιας εγκληματικής πράξης που ο ομολογητής είτε δε διέπραξε είτε είναι στην πραγματικότητα ανίδεος ότι διέπραξε…». Στην ελληνική έννομη τάξη η ομολογία, ήτοι η παραδοχή από τον κατηγορούμενο πραγματικών περιστατικών, που συνιστούν τη βάση της εναντίον του κατηγορίας, αποτελεί ένα από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα (178 παρ. 1δ) και πρέπει να προέρχεται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, σε καμία περίπτωση από τον συνήγορό του.

Η ομολογία του κατηγορουμένου οφείλει με άλλα λόγια να είναι προϊόν ανεπηρέαστης βούλησης, αυθόρμητη και σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα της χρήσης απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων, ειδάλλως δε λαμβάνεται υπόψη [Μπενάκη Α., Παρατηρήσεις στην ΑΠ761/1973, ΠοινΧρ 1973,807 επ., Χαραλαμπάκης Α., ό.π., Υπερ 1995,670]. Ως τέτοια αναφέρονται ενδεικτικά τα βασανιστήρια, οι παραπειστικές ερωτήσεις, η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και γενικά η χρήση βίας ή απειλής. Συν τοις άλλοις, απολύτως άκυρη καθίσταται η αποδεικτική αξιοποίηση της κατάθεσης του κατηγορουμένου όχι μόνο όταν υφίσταται ψυχολογική ή σωματική βία, κατά παράβαση των άρθρων 7 παρ. 2 Σ, 3 ΕΣΔΑ, αλλά και όταν αυτή εκμαιεύεται εξαιτίας ελλιπούς συνείδησης αυτού που είτε προϋπήρχε είτε προέκυψε κατά την εξέτασή του [ΑΠ1413/2010 ΠοινΧρ2010, 643]. Επιπλέον καλό θα ήταν να διευκρινιστεί πως ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σιωπής, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η άρνησή του να απαντήσει θα πρέπει να εκληφθεί ως σιωπηρή ομολογία του.

Σε αντίθεση με την ελληνική έννομη τάξη, σε παγκόσμιο επίπεδο εφαρμόζονται από την αστυνομία ορισμένες τεχνικές ανάκρισης που έχουν κατακριθεί για την εξαναγκαστική τους φύση, αφού συχνά οδηγούν σε ομολογίες που ενδέχεται να είναι ψευδείς. Ο λόγος, για τις εξαναγκασμένες-υποχωρητικές ψευδείς ομολογίες (Coerced-Compliant), ίσως τις πιο ανησυχητικές περιπτώσεις αφού ο ύποπτος ομολογεί λόγω της πίεσης που του ασκείται. Η πιο γνωστή είναι η μέθοδος Reid, η οποία βασίζεται στην υπόθεση ότι οι ύποπτοι είναι ένοχοι έχοντας ως μοναδικό τους κίνητρο να εξαπατήσουν τον ανακριτή. Στόχος της αστυνομίας είναι η ομολογία των υπόπτων, εφόσον τους πείσουν πως θα τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης λόγω αυτής τους της παραδοχής. Η μέθοδος Reid είναι μια βήμα-βήμα διαδικασία, με τους ανακριτές να προσπαθούν να αποσπάσουν μια ομολογία από τον ύποπτο χρησιμοποιώντας ως μέσα την εξαπάτηση και την ψυχολογική χειραγώγηση και τον ίδιο τον κατηγορούμενο να αποκλείεται σε οποιαδήποτε προσπάθεια άρνησης συμμετοχής στο έγκλημα. Από πολλούς η μέθοδος αυτή χαρακτηρίζεται ως ένα είδος αντίδρασης μετά τη συνταγματική αναγνώριση των δικαιωμάτων των υπόπτων και την παρεμπόδιση των ανακριτών προς χρήση φυσικής βίας για να εξάγουν μια ομολογία. Μάλιστα, οι ειδικοί της τεχνικής Reid υπόσχονται μέσα από την παροχή εκπαίδευσης, ακρίβεια στη διάκριση μεταξύ αλήθειας και εξαπάτησης κατά 85%.

Μια ειλικρινής ομολογία δεν απαντάται συχνά κατά την ανακριτική διαδικασία αφού πρώτιστο μέλημα του υπόπτου είναι να αμυνθεί, οπότε κατά κανόνα προβαίνει σε αρνήσεις εν όλω ή εν μέρει των κατηγοριών που τίθενται εις βάρος του. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος ομολογεί προς εξασφάλιση άλλοθι ή για λόγους δημοσιότητας ή για να καλύψει κάποιον οικείο του ή άλλο βαρύτερο έγκλημα που ο ίδιος διέπραξε. Αυτές είναι οι λεγόμενες εθελοντικές ψευδείς ομολογίες (Voluntary), οι οποίες δίνονται από τα άτομα δίχως εξωτερική αστυνομική πίεση. Σημειωτέον ότι η ψευδής ομολογία (αυτοκαταγγελία) τιμωρείται με το άρθρο 225 παρ. 2 ΠΚ αν διαπράχθηκε το έγκλημα και με το άρθρο 230 ΠΚ, αν όχι. Άλλη κατηγορία ψευδών ομολογιών θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι οι εξαναγκασμένες-εσωτερικοποιημένες ψευδείς ομολογίες (Coerced Internalized) εμφανιζόμενες όταν τα άτομα που ανακρίνονται πιστέψουν εκείνη την ώρα πως διέπραξαν το έγκλημα για το οποίο κατηγορούνται, δυσπιστώντας για τη μνήμη τους.

Η ομολογία θα πρέπει να συνεκτιμάται μεταξύ περισσότερων αποδεικτικών μέσων για την αναζήτηση της αλήθειας, ώστε να μη συμπίπτει με την έννοια της πλήρους απόδειξης που απαιτεί ο νόμος για τη στοιχειοθέτηση μιας καταδίκης. Είναι σημαντικό, άλλωστε, η ανάκληση της ομολογίας να εκτιμάται ελεύθερα όταν συμβαίνει. Στην πράξη, ωστόσο, αποτελεί ένα ισχυρό και αδιάψευστο στοιχείο ενοχής με τεράστιο αντίκτυπο στην κρίση των δικαστών και των ενόρκων, αφού προσκολλώνται σε αυτό με αποτέλεσμα να εξασφαλίζει την καταδίκη των υπόπτων (“biassnowfalleffect”).

Παρά την ειδική εκπαίδευση που λαμβάνουν οι αστυνομικοί ερευνητές αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής αποτελεσματικών συνεντεύξεων, υπάρχουν έρευνες που αποδεικνύουν πως δεν υπερτερούν σε ικανότητες από τους υπόλοιπους ανθρώπους σε θέματα διάκρισης μεταξύ ψεύδους και αλήθειας. Καλούνται πολλές φορές να διαγνώσουν το ψέμα και την εξαπάτηση με βάση τις δηλώσεις υπόπτων υποβληθέντων κατ’ επανάληψη στην ανακριτική διαδικασία, που στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο δύσκολο από την εξέταση και την αξιολόγηση της ειλικρίνειας των δηλώσεων ενός και μοναδικού υπόπτου. Σφάλματα στην κρίση των ερευνητών παρατηρούνται κι από το γεγονός της περίσσειας αυτοπεποίθησης και της άρτια διαρθρωμένης λογικής με την οποία ασκούν το ανακριτικό τους έργο, που φυσικά όχι σπάνια οδηγεί σε ψευδείς ομολογίες λόγω των ισχυρών τεχνικών ανάκρισης, άρα και σε παράνομες συλλήψεις.

Οι ανακριτές οφείλουν να αντιμετωπίζουν τον ύποπτο με σεβασμό, κάθε δε πράξη ή ενέργειά τους είναι σημαντικό να διέπεται από την αρχή προστασίας της προσωπικότητας του κατηγορουμένου και τo τεκμήριο αθωότητας που ισχύει μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του.


Πηγές


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Κουτσανδριά
Μαρία Κουτσανδριά
Γεννηθείσα στην Αθήνα, είναι επί πτυχίω φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Τα ενδιαφέροντά της κινούνται στο χώρο των ξένων γλωσσών (είναι γνώστης γερμανικών και άπταιστων αγγλικών), του εθελοντισμού, προσφάτως της αρθρογραφίας, όπως και της παρακολούθησης καλοκαιρινών νομικών μαθημάτων, των λεγόμενων summer law schools, η οποία έχει εξελιχθεί σε ετήσια αγαπημένη συνήθεια. Αυτό το διάστημα εργάζεται ως αεροσυνοδός σε γνωστή ελληνική αεροπορική εταιρεία.