Της Άννας Σπυροπούλου,
Ξεκινώντας, ο γνωστός σε όλους μας καταναλωτισμός είναι μια έννοια συνυφασμένη με τη σύγχρονη κοινωνία και την υπερβολική κατανάλωση αγαθών. Μια τάση για σπατάλη που στόχο έχει την πλήρωση επίπλαστων υλικών αναγκών.
Στο πλαίσιο αυτό, η βιομηχανική παραγωγή και το εμπόριο συνιστούν βασικούς παράγοντες της οικονομίας, με επακόλουθο ζητούμενο τη συνεχή επιθυμία αγοράς και κατανάλωσης, ώστε εν τέλει να είναι εφικτή η οικονομική ανάπτυξη και κερδοφορία των εταιρειών.
Εντέχνως, ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς με το πολυδιαβασμένο έργο «Το Κεφάλαιο» (Das Kapital) συνέδεσαν τον καπιταλισμό με την αγοραστική δύναμη, το κεφάλαιο, την παραγωγή-κατανάλωση, την προσφορά-ζήτηση και το κέρδος, με όρους οικονομικο-πολιτικούς.
Ο καταναλωτισμός, αν και βασίζεται στην ήδη υπάρχουσα και εύλογη επιθυμία του ανθρώπου να κατέχει υλικά αγαθά, προωθείται συστηματικά με έμμεσους τρόπους επηρεασμού της καταναλωτικής συμπεριφοράς των πολιτών. Η επιθυμία, λοιπόν, αυτή υποδαυλίζεται αριστοτεχνικά μέσω των διαφημίσεων στα Μ.Μ.Ε, ώστε αφενός να είναι ακατάπαυστη κι αφετέρου να κατακτά ολοένα και πιο κεντρική θέση στη ζωή των ανθρώπων, καθορίζοντας επί της ουσίας τις περισσότερες επιλογές τους.
Και με αυτόν τον τρόπο προκύπτει το καταναλωτικό προφίλ του κάθε πολίτη συνυφασμένο με πλασματικές ανάγκες, οι οποίες οδηγούν την παραγωγή της κατανάλωσης στην κατανάλωση της παραγωγής (Sagoff, 2003). Όπου η απόκτηση υλικών αγαθών γίνεται ο σκοπός κι όχι το μέσο για την προσωπική ευτυχία. Οι δραστηριότητες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα απορρέουν από την κατανάλωση πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την αγορά ενός προϊόντος.
Ο κάθε καταναλωτής αναπτύσσει ένα μοναδικό καταναλωτικό πρότυπο ανάλογα με τις ανάγκες και τις προτιμήσεις του. Έχουν αναγνωριστεί, συγκεκριμένα, 8 διαφορετικά καταναλωτικά πρότυπα: έμφαση στην ποιότητα, έμφαση στη μάρκα, μοδάτος, αγορές για αναψυχή, έμφαση στην τιμή, παρορμητικός/απρόσεκτος, μπερδεμένος, πιστός στη μάρκα/αδρανής.
Τα αποτελέσματα, όμως, είναι εκείνα που αξίζει να τονιστούν, καθώς επηρεάζουν σημαντικά όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου. Ειδικότερα:
– Τα άτομα δείχνουν ολοένα και λιγότερο ενδιαφέρον για την πνευματική τους καλλιέργεια. Η αίσθηση που δημιουργείται στους πολίτες πως η καταξίωση και η αποδοχή προκύπτουν ως απόρροια της πρόσκτησης υλικών αγαθών, τους ωθεί σε μια διαρκή προσπάθεια υλικού πλουτισμού, που λειτουργεί φυσικά εις βάρος της πιο ουσιώδους προσπάθειας για την ηθική και πνευματική τους βελτίωση. Οι πνευματικές και ηθικές αρετές που κάποτε αποτελούσαν βασικό κριτήριο για την ποιότητα ενός ανθρώπου, υποχωρούν πλέον μπροστά στην αυξανόμενη βαρύτητα που έχουν λάβει τα χρήματα και ο υλικός πλούτος.
– Θυσιάζεται στον βωμό του πλουτισμού η ηθική αρτιότητα των ανθρώπων. Οι πολίτες με το να θέτουν ως κύριο στόχο τους τον υλικό πλουτισμό έρχονται από νωρίς αντιμέτωποι με την ανάγκη να περιορίσουν τις ηθικές αντιστάσεις τους, προκειμένου να γίνουν πιο «αποτελεσματικοί» στον ιδιαίτερα ανταγωνιστικό χώρο της ελεύθερης αγοράς. Παρατηρείται, έτσι, ενίσχυση αρνητικών πτυχών της ανθρώπινης προσωπικότητας, όπως είναι ο εγωκεντρισμός και ο τυχοδιωκτισμός, αφού πολλοί είναι πρόθυμοι να κάνουν ό,τι χρειαστεί για να πετύχουν τους στόχους τους. Η αλληλεγγύη και η συμπόνια για τους άλλους ανθρώπους καταπιέζονται ή και εξαλείφονται, υπό την πίεση της αξίωσης για μια πιο ανταγωνιστική και πιο σκληρή στάση.
Κι ενώ η ανταγωνιστική διάθεση, ακόμη και παρά το γεγονός ότι αλλοιώνει την ηθική υπόσταση των ατόμων, μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή, το κυνήγι του χρήματος οδηγεί συχνά ακόμη και σε τελείως παραβατικές και άνομες συμπεριφορές. Πολλοί είναι εκείνοι που θέλοντας να πλουτίσουν με κάθε κόστος επιλέγουν, όχι τη συστηματική και κοπιώδη εργασία, αλλά την παρανομία και την απάτη, που τους επιτρέπει να αποκτήσουν όσα επιθυμούν εις βάρος των συμπολιτών τους.
– Δημιουργία σημαντικών κοινωνικών ανισοτήτων. Η έμφαση που δίνεται στον υλικό πλουτισμό έχει ως αναγκαία συνέπεια τη βάθυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στους ευκατάστατους και τους οικονομικά ασθενείς, καθώς το περίσσευμα πλούτου που διεκδικεί η μία μερίδα προκύπτει επί της ουσίας από την εκμετάλλευση της άλλης. Οι οικονομικά ισχυροί δε διστάζουν να αυξήσουν τα δικά τους περιθώρια κέρδους με το να μειώνουν όλο και περισσότερο τους μισθούς και τα προνόμια των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.
– Αρνητική ψυχολογική επίδραση. Ο καταναλωτισμός και η διαρκής ανάγκη για χρήματα που τον ακολουθεί προκαλεί σημαντικό άγχος και έντονη αίσθηση πίεσης σε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι συνειδητοποιούν πόσο δύσκολο είναι να ανταπεξέλθει κανείς στα καταναλωτικά πρότυπα της εποχής. Η επίγνωση πως προκειμένου να θεωρηθούν επιτυχημένοι από τους συνανθρώπους τους οφείλουν να αποκτήσουν σημαντική οικονομική επιφάνεια τους ωθεί σ’ έναν ψυχοφθόρο αγώνα επαγγελματικής ανέλιξης. Μια αδιάκοπη σειρά επαγγελματικών υποχρεώσεων που μειώνουν δραστικά τα περιθώρια ελεύθερου χρόνου και, άρα, τα περιθώρια ηρεμίας και πραγματικής βίωσης της ζωής, επισφραγίζουν επί της ουσίας την ιδιότυπη αυτήν υποδούλωση των ανθρώπων στα υλικά αγαθά.
– Υπονόμευση των άλλων πτυχών του ανθρώπινου βίου. Λόγω ακριβώς της αυξημένης επιθυμίας και ανάγκης για την απόκτηση περισσότερων χρημάτων, ο κάθε άνθρωπος θέτει τις ατομικές του επιδιώξεις στο επίκεντρο των καθημερινών του προσπαθειών. Αυτός ο ατομικισμός, όμως, έχει ως συνέπεια την παραγνώριση της κοινωνικής και πολιτικής διάστασης του ανθρώπινου βίου∙ η συμμετοχή στα κοινά, το ενδιαφέρον για τους άλλους, η ενεργή παρακολούθηση των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, η κοινωνική και φιλανθρωπική δράση, που τόσο πλουτίζουν την ψυχή του ανθρώπου και τον καθιστούν πολύτιμο μέλος της κοινωνίας, παραμελούνται πλήρως, οδηγώντας σε μια επιζήμια αποξένωση.
– Σημαντικός αντίκτυπος στο περιβάλλον. Η αύξηση της ζήτησης καταναλωτικών προϊόντων οδηγεί αλυσιδωτά στην αύξηση ζήτησης πρώτων υλών καθώς και καυσίμων. Προκύπτει, έτσι, μια άκρως εξοντωτική για το περιβάλλον υπερεκμετάλλευση που εξαντλεί τους φυσικούς του πόρους και εντείνει τη μόλυνσή του. Είναι, άρα, σαφές πως η επιδίωξη οικονομικού κέρδους μέσα από την εντατικοποίηση της παραγωγής και την υπερβολική κατανάλωση, ακόμη και προϊόντων που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε το σημαντικό στους ανθρώπους, λειτουργεί επιβαρυντικά για το περιβάλλον και υπονομεύει το επίπεδο ζωής.
Και σε αυτό το σημείο, προβληματίζομαι εντόνως∙ τελικά, η ευημερία, η ποιότητα ζωής και η ευτυχία των ανθρώπων διασφαλίζονται μέσα από την κατανάλωση και το κυνήγι του κέρδους; Η πρόοδος της ανθρωπότητας επιτυγχάνεται μέσω της οικονομικής μεγέθυνσης; Πού οδηγούνται οι κοινωνίες όταν το ιδεώδες που τις συνέχει είναι η παραγωγή και η κατανάλωση κι όχι ο σεβασμός, η αναγνώριση και η αξιοπρέπεια σε όλους τους πολίτες; Ερωτήματα, κατ’ εμέ, που μπορούν αποκλειστικά να απαντηθούν με αυτογνωσία, κριτική σκέψη, συλλογικό ενδιαφέρον και τη λεγόμενη «ηθική της υπευθυνότητας».
Γεννήθηκε στο Βόλο το 1997. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ειδικεύτηκε στον τομέα της Μεσαιωνικής και Νεότερης Φιλολογίας. Από νεαρή ηλικία είχε αντιληφθεί την αγάπη της για τη λογοτεχνία, διαβάζοντας και αναλύοντας πλήθος λογοτεχνικών κειμένων. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια φιλολογικού ενδιαφέροντος. Στοχεύοντας σε μεταπτυχιακό τίτλο της Ειδικής Αγωγής, έχει παρακολουθήσει σεμινάριο και έχει λάβει πιστοποίηση του συστήματος ανάγνωσης και γραφής Braille. Ενδιαφέροντα της μεταξύ άλλων αποτελούν το κλασικό μπαλέτο, το πιάνο και τα ταξίδια.