Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Στα τέλη του 11ου αιώνα ιδρύεται το Σουλτανάτο των Ρουμ. Τα εδάφη που καταλάμβανε ανήκαν, πριν την επέλαση των σελτζουκικών δυνάμεων, στο Βυζάντιο. Όμως μια σειρά ανίκανων αυτοκρατόρων και εμφυλίων σπαραγμών αποδυνάμωσε την αυτοκρατορία και την κατέστησε βορά των αδηφάγων αντιπάλων της. Στη δημιουργία του Σουλτανάτου των Ρουμ συντέλεσε η αναγνώριση των σελτζουκικών κατακτήσεων από τους αυτοκράτορες Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα Παραπινάκη (1071–1078 μ. Χ.) και Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη (1078–1081 μ. Χ.), με ανταλλαγή τη στρατιωτική στήριξή τους στην εμφύλια διαμάχη της περιόδου, ανάμεσα στον Μιχαήλ Ζ΄ και τους στρατηγούς Νικηφόρο Βρυέννιο και Νικηφόρο Βοτανειάτη, με τον τελευταίο να κερδίζει τον θρόνο. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1176 μ. Χ. η τελευταία σκηνή του δράματος της βυζαντινής Μικράς Ασίας εκτυλίσσεται στο Μυριοκέφαλο της Φρυγίας. Σε αυτήν την καθοριστική στιγμή της ιστορίας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο βυζαντινός στρατός του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143–1180 μ. Χ.) συγκρούεται με τις δυνάμεις του Σελτζούκου ηγεμόνα Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ (1156–1192 μ. Χ). Το αποτέλεσμα ανέδειξε τον τελικό κυρίαρχο στη Μικρά Ασία.
Ιδρυτής του Σουλτανάτου θεωρείται ο πρίγκιπας Σουλεϊμάν ιμπν Κουτλουμίς, ο οποίος κυβέρνησε μέχρι το 1086, οπότε και φονεύθηκε στην προσπάθειά του να εναντιωθεί στον Σουλτάνο των Μεγάλων Σελτζούκων Μαλίκ Σαχ, ο οποίος τον είχε στείλει να πραγματοποιήσει τις κατακτήσεις, καθιστώντας το νέο κράτος υποτελές σε αυτόν. Ο διάδοχός του Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ αιχμαλωτίστηκε, με τη διοίκηση να περιέρχεται στα χέρια του Δανισμέντ Μαλίκ Αχμέτ, ιδρυτή της δυναστείας των Δανισμεντιδών.
Τα χρόνια που ακολούθησαν η ενδοχώρα της Μικράς Ασίας αποτέλεσε το κέντρο σημαντικών συγκρούσεων. Η Α΄ (1096–1099 μ. Χ.) και η Β΄ (1147–1149 μ. Χ.) Σταυροφορία οδήγησαν σε ήττες τόσο τον Μουσουλμανικό όσο και τον ηνωμένο Χριστιανικό Κόσμο, με τους αυτοκράτορες Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081–1118 μ. Χ.) και Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1143–1180 μ. Χ.) να εκμεταλλεύονται την παρουσία των Σταυροφόρων και τη συμμετοχή τους στη διαμάχη κατά των Σελτζούκων, προκειμένου να επανακτήσουν τα χαμένα εδάφη και να αποκαταστήσουν το κύρος της Αυτοκρατορίας. Οι δύο αυτοκράτορες ανήκουν στη δυναστεία των Κομνηνών, η οποία έδωσε προσωρινά ένα τέλος στις εσωτερικές διαμάχες και κατάφερε να προσδώσει στην αναιμική πλέον Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ένα μέρος από το χαμένο κλέος της.
Το 1155 μ. Χ. ο νέος Σουλτάνος του Ικονίου Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ αναλαμβάνει την εξουσία, με μία από τις πρώτες δράσεις του να είναι η ανεξαρτητοποίηση του κράτους του από την παραπαίουσα Αυτοκρατορία των Μεγάλων Σελτζούκων. Στα επόμενα χρόνια οι δύο πλευρές ασκούσαν έντονες πιέσεις η μία στην άλλη. Το 1161 υπεγράφη μαζί τους συνθήκη ειρήνης ευνοϊκή για τους Βυζαντινούς, μετά από νικηφόρα εκστρατεία τους, ενώ τα επόμενα τρία χρόνια πραγματοποίησαν ανεπιτυχή εκστρατεία, συνεργαζόμενοι με τους Φράγκους της Ιερουσαλήμ και της Αντιόχειας.
Την περίοδο αυτήν το Σουλτανάτο του Ικονίου, όπως ονομάστηκε από τη νέα του πρωτεύουσα, αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα, με τον Κιλίτζ Β΄ να απωθεί τις αντίπαλες τουρκομανικές φυλές στα βυζαντινά εδάφη, προκαλώντας την αντίδραση του Μανουήλ, ο οποίος το 1175 μ. Χ. προέβη στην ενίσχυση και ισχυροποίηση μιας σειράς φρουρίων στη Βυζαντινό–Σελτζουκική μεθόριο, κίνηση που αποτέλεσε πρόκληση για τους Σελτζούκους. Ο Κιλίτζ Β΄ απέστειλε ειρηνευτικές προτάσεις στον δραστήριο αντίπαλό του, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν. Ο Μανουήλ Β΄ ήθελε να καταφέρει ένα καθοριστικό πλήγμα στον εξ Ανατολάς αντίπαλό του, καταλαμβάνοντας το Ικόνιο και αιχμαλωτίζοντας τον αντίπαλο ηγέτη. Έντονος ήταν ο φόβος του αυτοκράτορα για πιθανή ένωση των επιμέρους φυλών κάτω από μια ενιαία διοίκηση, γεγονός που θα πολλαπλασίαζε την απειλή για το κράτος του. Ξεκίνησε, λοιπόν, στις αρχές του 1176 μ. Χ. τις ετοιμασίες για την εκστρατεία του.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλές αναφορές σχετικά με το ακριβές μέγεθος και τη σύνθεση του βυζαντινού στρατού. Κάποιες πηγές κάνουν λόγο για 35 – 40.000 άνδρες, τόσο μισθοφόροι όσο και γηγενείς. Επίσης, τον στρατό ακολουθούσαν πολιορκητικές μηχανές και βαγόνια με προμήθειες, τόσο πολεμικού υλικού όσο και τροφίμων, καθώς στον Αυτοκράτορα ήταν γνώριμη η τακτική της καμένης γης που εφάρμοζαν οι αντίπαλοί του. Οι δυνάμεις των Σελτζούκων ανέρχονταν περίπου στις 30.000 άνδρες. Η υπεροχή των Βυζαντινών δεν εντοπίζεται μόνο στους αριθμούς, αλλά και στην ποιότητα του οπλισμού και της θωράκισης. Από την άλλη, η εθνολογική ομοιογένεια των Σελτζούκων δεν υπήρχε στον βυζαντινό στρατό, ο οποίος αποτελείτο σε ένα σημαντικό ποσοστό από ετερόκλιτα μισθοφορικά σώματα.
Προκειμένου να φτάσει στον αντικειμενικό του στόχο, ο οποίος ήταν η σελτζουκική πρωτεύουσα, έπρεπε να ακολουθήσει μία από τις δύο διαθέσιμες οδούς. Εν τέλει επέλεξε, παρά τις αποτρεπτικές συμβουλές των στρατηγών του, τη συντομότερη οδό, η οποία περνούσε από το «πέρασμα του Τσιβριτζή», στου οποίου την αρχή βρίσκεται το εγκαταλελειμμένο φρούριο Μυριοκέφαλο. Νωρίτερα είχε απορρίψει εκ νέου πρόταση των Σελτζούκων για ειρήνη. Έτσι, το πρωινό της 17ης Σεπτεμβρίου 1176 μ. Χ, ο αυτοκρατορικός στρατός εισέρχεται στο στενό και δασώδες πέρασμα.
Πρώτα εισήλθε στη στενωπό το πρώτο μέρος του κυρίως σώματος που διοικούσαν οι Ιωάννης Δούκας και Ανδρόνικος Άγγελος, ακολουθούμενο από το δεύτερο μέρος υπό τους Κωνσταντίνο Μακροδούκα και Ανδρόνικο Λαπαρδά. Η δεξιά πτέρυγα, διοικούμενη από τον Βαλδουίνο της Αντιοχείας, ακολούθησε με τη δεξιά πτέρυγα υπό τον Κωνσταντίνο Μαυροζούμη πίσω της. Ακολουθούσαν τα βαγόνια με τις πολιορκητικές μηχανές και τις προμήθειες, με τον συνολικό αριθμό τους να φτάνει τις 3.000. Τέλος, τον σχηματισμό έκλειναν ο αυτοκράτορας με τη σωματοφυλακή του και η οπισθοφυλακή, διοικούμενη από τον Ανδρόνικο Κοντοστέφανο. Τα 2 πρώτα σώματα κατάφεραν να περάσουν τη στενωπό, απωθώντας μια επίθεση από Τουρκομάνους στην έξοδο του περάσματος. Ακολουθώντας τις οδηγίες του αυτοκράτορα, προωθήθηκαν ταχύτατα και ξεκίνησαν τη δημιουργία οχυρωμένου στρατοπέδου.
Η επίθεση των Σελτζούκων εκδηλώθηκε σφοδρότατη, έχοντας ως κύριο στόχο τα βαγόνια με τις πολιορκητικές μηχανές και τα εφόδια. Ξαφνικά ένας καταιγισμός βελών έπεσε πάνω στο βυζαντινό στράτευμα, σκοτώνοντας ανθρώπους και υποζύγια. Η άμυνα ήταν από δύσκολη έως αδύνατη, καθώς οι ριπές έρχονταν από όλες τις πλευρές, ενώ η έφοδος των Σελτζούκων έγινε τόσο από τα πλάγια όσο και από την είσοδο και έξοδο του περάσματος. Βέβαια, μετά την πρώτη ψυχρολουσία του αιφνιδιασμού, οι δυνάμεις του Μανουήλ Β΄ αμύνθηκαν γενναία και κατάφεραν να απεγκλωβιστούν γυρνώντας στην είσοδο του θανατηφόρου περάσματος.
Παρά το αρχικό ξάφνιασμα, ένα σημαντικό μέρος του βυζαντινού στρατού ήταν αλώβητο, συμπεριλαμβανομένης και της εμπροσθοφυλακής που είχε περάσει στο άλλο άκρο. Εντούτοις, η απογοήτευση του Μανουήλ Β΄ ήταν μεγάλη, κάνοντάς τον να δεχτεί τη νέα συνθήκη ειρήνης που του πρότεινε ο Κιλίτζ Β΄. Η ειρήνη αυτή προέβλεπε την καταστροφή των φρουρίων που είχε ανοικοδομήσει στη μεθοριακή γραμμή, του Σουβλαίου και του Δορυλαίου. Βέβαια, η μάχη έληξε νύχτα, με αποτέλεσμα να μην είναι ορατές οι απώλειες των δύο παρατάξεων. Οι Σελτζούκοι εκμεταλλεύτηκαν την κάλυψη της νύχτας και επιχείρησαν να παραπλανήσουν τους αντιπάλους τους, σχετικά με τον υπολογισμό των απωλειών.
Πιο συγκεκριμένα, καθώς και οι δύο στρατοί είχαν στις τάξεις τους μεγάλο αριθμό Τούρκων, οι οποίοι ήταν παρόμοιοι σε εμφάνιση και οπλισμό, υπήρχε μόνο ένας τρόπος να καταλάβει κάποιος σε ποια πλευρά ανήκαν. Αυτός ήταν τα γεννητικά όργανα, καθώς οι μισθοφόροι του βυζαντινού στρατού ήταν χριστιανοί ή σαμανιστές, δεν είχαν κάνει περιτομή, σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους Σελτζούκους. Έτσι ακρωτηρίασαν κατά χιλιάδες τα πτώματα στο στενό για να καλύψουν τις εξίσου σημαντικές με αυτές των Βυζαντινών απώλειες. Επίσης, σε άλλες περιπτώσεις πολτοποιούσαν τα κρανία, προκειμένου να μην αναγνωρίζονται οι Φράγκοι από τους Τούρκους νεκρούς.
Το επόμενο πρωί επετράπη στα προωθημένα τμήματα να ενωθούν με τον υπόλοιπο βυζαντινό στρατό, μιας και η συνθήκη ειρήνης είχε επιτευχθεί. Καθώς όμως οι δυνάμεις επέστρεφαν, συνειδητοποίησαν το μέγεθος των απωλειών των Σελτζούκων και πως ήταν πολύ κοντά αριθμητικά με τις δικές τους. Έτσι, ενημερώθηκε ο αυτοκράτορας και έσπασε τον όρο της συνθήκης, αφήνοντας ανέπαφες τις οχυρώσεις του Δορυλαίου, καθώς συνειδητοποίησε πως ακόμα μπορούσε να επικρατήσει του εξίσου καταπονημένου αντιπάλου του. Οι Σελτζούκοι αντέδρασαν και έστειλαν δύναμη μεγέθους 24.000 ανδρών, η οποία λεηλάτησε τις γύρω περιοχές αλλά αναχαιτίστηκε και ηττήθηκε σε μάχη στη διάβαση του Λειμμωνόχειρος.
Παρά τις σχετικά μικρές απώλειες που είχαν οι Βυζαντινοί και τη μετέπειτα νίκη τους, η ήττα που υπέστησαν στο Μυριοκέφαλο ήταν καταστροφική. Οι σημαντικότερες απώλειες δεν ήταν τόσο αυτές των ανδρών όσο αυτές των πολιορκητικών μηχανών, των βαγονιών μεταφοράς και των βοδιών που τα μετακινούσαν. Μέσα από αυτές τις απώλειες χάθηκε η μοναδική ευκαιρία να απαλλαγεί η αυτοκρατορία από έναν θανάσιμο εχθρό, ο οποίος θα συνεχίσει να ταλανίζει την αυτοκρατορία, έως ότου δώσει τη σκυτάλη στον τελευταίο και πιο επικίνδυνο όλων.
Βιβλιογραφία
- Δεληγιάννης Π. (2008) Βυζάντιο εναντίον Ισλάμ 634 – 1461 Αθήνα: Εκδόσεις Περισκόπιο σσ. 68 – 70
- Λαΐου Α. , Φασουλάκης Σ. ‘Το βυζάντιο μεταξύ Ανατολής και Δύσεως/Οι βυζαντινοτουρκικές σχέσεις. Μάχη του Μυριοκέφαλου’ σε Συλλογικό έργο (2015) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Βυζαντινός Ελληνισμός – Μεσοβυζαντινοί και Υστεροβυζαντινοί Χρόνοι – τόμος 21 8η έκδοση Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών σσ. 36 – 37
- Norwich J. J. (s. d.) Decline and fall – Byzantium 03 Λονδίνο Penguin Books σ. 116 – 117
- Shlyakhtin R. ‘The failed experience: why did Manuel Komnenos lose the battle of Myriokephalon’ Σε (2008) Annual of the Department of Medieval Studies, Budapest. σσ. 137 – 150.
- Korobeinikov D. A. ‘Raiders and neighbors: the Turks (1040 – 1304)’ Σε Shepard J. (editor) (2008) The Cambridge History of the Byzantine Empire c. 500 – 1492 Κέιμπριτζ: Cambridge University Press σσ. 716 – 717
- Δημοσθένους Α. ‘Η εποχή των Σταυροφοριών: Οι ανορθωτικές προσπάθειες της δυναστείας των Κομνηνών’ Σε Ιστορία των Ελλήνων τόμος 6 Βυζαντινός Ελληνισμός Πρωτοβυζαντινοί χρόνοι (s. d.) Αθήνα: Εκδόσεις Δομή σσ. 98 – 105