Της Εύας Δημητρίου,
Καθώς η δεκαετία που διανύουμε φτάνει στο τέλος της, μια ανασκόπηση των σημαντικότερων γεγονότων που τη σημάδεψαν κρίνεται αναγκαία. Ένα από τα πιο καθοριστικά ήταν, χωρίς αμφιβολία, η Αραβική Άνοιξη. Τα γεγονότα του 2010-2011, όχι μόνο αναδιαμόρφωσαν το πολιτικό σκηνικό του Αραβικού κόσμου, αλλά έθεσαν και ορισμένα από τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχθηκε ολόκληρη η δεκαετία που ακολούθησε. Μια δεκαετία που δύσκολα θα φανταζόταν κανείς πως θα έπαιρνε τέτοια τροπή.
Πριν το 2011, ο Αραβικός κόσμος ήταν ολοκληρωτικά βυθισμένος στην απολυταρχία. Τα καθεστώτα καταπίεσης δέσποζαν από το Μαρόκο μέχρι και το Μπαχρέιν. Οι πολίτες στερούνταν βασικά ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, η ανεργία σε πολλά κράτη παρουσίαζε αύξηση και η διαφθορά «ήκμαζε». Στα τέλη του 2010, στην Τυνησία, η αυτοπυρπόληση ενός μικροπωλητή σε μια εκδήλωση αγανάκτησης ως προς το καθεστώς, ήταν αρκετή για να έρθει στην επιφάνεια η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια ετών. Οι εξεγέρσεις οδήγησαν τελικά στην πτώση του προέδρου Ben-Ali. Οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν στην Τυνησία δεν άργησαν να εξαπλωθούν και στις γειτονικές χώρες, δημιουργώντας μια ελπίδα για την κατάλυση της δικτατορίας και την έλευση της δημοκρατίας. Η πτώση του Ben-Ali ήταν η αρχή ενός ντόμινο που οδήγησε στη μετέπειτα πτώση του Hosni Mubarak στην Αίγυπτο και του Muammar Gaddafi στην Λιβύη. Η ανατροπή τριών δικτατόρων που κυβερνούσαν για δεκαετίες τα βορειοαφρικανικά κράτη, σαφώς και έδωσε ένα έναυσμα για πολιτική αλλαγή.
Ορισμένες μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν σε κάποια από τα κράτη. Ωστόσο, για την πλειοψηφία των αραβικών χωρών, αυτό που ακολούθησε μετά την Αραβική Άνοιξη ήταν ένας βαρύς «χειμώνας». Οι αλυσιδωτές εξεγέρσεις, οι εσωτερικές αναταραχές και, τελικώς, οι πτώσεις ορισμένων καθεστώτων, αποσταθεροποίησαν την περιοχή της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, ανοίγοντας νέους κύκλους συγκρούσεων. Στην Αίγυπτο, μετά την πτώση του Mubarak, η Μουσουλμανική Αδελφότητα, με πρόεδρο τον Mohamed Morsi, ανέβηκε στην εξουσία, μέσω εκλογών το 2012, για να πέσει ένα χρόνο μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα, υπό τον Sisi, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος το 2014 και παραμένει στο αξίωμα μέχρι σήμερα. Παράλληλα, η κυβέρνηση εξακολουθεί να φιμώνει τον Τύπο, ενώ δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και άλλοι αντιφρονούντες έχουν φυλακιστεί ή έχουν καταδικαστεί σε θάνατο. Η γειτονική Λιβύη, από την πτώση του Gaddafi και μετά, είναι φανερά διχασμένη. Μετά από περίπου 6 χρόνια εμφυλίου πολέμου, σήμερα, στη μάχη για την επικράτηση, ο στρατηγός Haftar έχει καταφέρει να φέρει υπό τον έλεγχό του μεγάλο ποσοστό του εδάφους, ενώ η αναγνωρισμένη από τα Ηνωμένα Έθνη κυβέρνηση Sarraj ελέγχει το βορειοδυτικό κομμάτι της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Τρίπολης. Ξένες δυνάμεις έχουν παρέμβει, παρέχοντας οπλισμό και χρηματοδότηση και στα δυο στρατόπεδα, ενώ, παράλληλα, στο έδαφός της δρουν τρομοκρατικές οργανώσεις, σε μια προσπάθεια να καλύψουν τα κενά ισχύος που έχουν δημιουργηθεί.
Στη Συρία από τον Μάρτιο του 2011 επικρατεί το απόλυτο χάος. Βυθισμένη σε έναν εμφύλιο πόλεμο χωρίς καμία προοπτική λήξης, η Συρία αποτελεί ένα παράδειγμα παταγώδους αποτυχίας της Αραβικής Άνοιξης. Στις ένοπλες συρράξεις μεταξύ του καθεστώτος Assad και των ανταρτών έρχονται να προστεθούν οι Κούρδοι, στα βόρεια της χώρας, και το εξτρεμιστικό Ισλαμικό Κράτος (ISIL). Αν και σήμερα το Ισλαμικό Κράτος έχει σχεδόν εξαλειφθεί, τα προηγούμενα έτη είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην κλιμάκωση του πολέμου και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την σημερινή κατάσταση. Μεγάλη ευθύνη επίσης φέρουν και τρίτα κράτη που έχουν παρέμβει στο πλευρό, είτε του Assad, είτε των ανταρτών, είτε των Κούρδων, αποκλείοντας έτσι κάθε ενδεχόμενο μετριασμού του πολέμου. Ο πόλεμος, εκτός από τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, έχει προκαλέσει μια τεράστια προσφυγική κρίση, την οποία βιώνουμε από το 2015 μέχρι και σήμερα.
Και ενώ η Συρία θαμμένη στα ερείπια μετράει τις πληγές της, στο νότο του Αραβικού κόσμου διαδραματίζεται μια από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις όλων των εποχών. Το 2011, οι πολίτες της Υεμένης ξεσηκώθηκαν ενάντια στο καθεστώς του προέδρου Saleh, ο οποίος μετά από αλλεπάλληλες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Τη θέση του ανέλαβε ο -φιλικός προς την Σαουδική Αραβία- αντιπρόεδρος Hadi. To 2014, όμως, πρώην σύμμαχοι του Saleh ένωσαν τις δυνάμεις τους με μια σιιτική μειονότητα της Βόρειας Υεμένης, τους Houthis, και μαζί κατέλαβαν την πρωτεύουσα Σαναά. O Hadi διέφυγε στη Σαουδική Αραβία, η οποία, σε μια προσπάθεια να επιστρέψει τον «άνθρωπό της» πίσω στον έλεγχο του κράτους, εξαπέλυσε μια σειρά αεροπορικών βομβαρδισμών που στόχευαν τον «εχθρό», αλλά στο διάβα τους σκότωσαν χιλιάδες αμάχους πολίτες. Παράλληλα με τον πόλεμο, ο λαός την Υεμένης αντιμετωπίζει σοβαρή έλλειψη τροφίμων και φαρμάκων. Καταγράφονται περιπτώσεις ασθενειών, όπως η χολέρα, ενώ στο παρελθόν η Σαουδική Αραβία παρεμπόδισε κάθε είδος ανθρωπιστικής βοήθειας να εισέλθει στην χώρα· βοήθεια την οποία έχουν ανάγκη τουλάχιστον 24 εκατομμύρια άνθρωποι για να επιβιώσουν.
Το τελευταίο προπύργιο της Αραβικής Άνοιξης είναι η Τυνησία. Η Τυνησία, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο Αραβικό κόσμο, κατάφερε να εδραιώσει μετά το 2011 ένα δημοκρατικό καθεστώς. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί, πως σε μια δημοσκόπηση του 2014 οι Τυνήσιοι, στην πλειοψηφία τους, απάντησαν πως θα προτιμούσαν μια σταθερή και εύπορη αυταρχική κυβέρνηση από μια ασταθή και ευάλωτη δημοκρατία. Στις πρόσφατες εκλογές του Φεβρουαρίου, ο νεοεκλεγμένος πρωθυπουργός, Elyes Fakhfakh, ανέφερε χαρακτηριστικά πως «η χώρα μας έχει κουραστεί από τις συχνές αλλαγές κυβερνήσεων τα τελευταία 9 χρόνια. Θέλουμε πολιτική σταθερότητα». Και εδώ εγείρεται το εξής ερώτημα: Τι είναι προτιμότερο; Ένα αυταρχικό καθεστώς που καταπιέζει τους πολίτες του, αλλά ευδοκιμεί προσφέροντάς τους σταθερότητα και ασφάλεια ή μια υπό διάλυση δημοκρατική κυβέρνηση που τους διασφαλίζει όλες τις ελευθερίες, αλλά στέκεται αδύναμη να διαχειριστεί τις απαιτήσεις της πολιτείας;
Αυτό που κληροδότησε η Αραβική Άνοιξη σίγουρα δεν ήταν αυτό που οραματίζονταν οι Αραβικοί λαοί το 2010. Καθώς πλησιάζουν τα δέκατα «γενέθλιά της», λοιπόν, είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς πως θα ήταν ο Αραβικός κόσμος αν δεν είχε δει ποτέ αυτή την «Άνοιξη». Θα ήταν καλύτερος, χειρότερος ή θα παρέμενε στάσιμος; Το μόνο σίγουρο είναι πως στο θέαμα τριών εμφυλίων πολέμων, εκατομμυρίων εκτοπισμένων ανθρώπων, χιλιάδων νεκρών και τη ζώνη της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής να έχει μετατραπεί σε αρένα συγκρούσεων ξένων συμφερόντων, τίποτα χειρότερο δεν θα μπορούσε να είχε ξημερώσει για τον Αραβικό κόσμο, αν τα γεγονότα του 2010-11 δεν είχαν λάβει χώρα ποτέ.