Της Ματίλντας Γεωργελέ,
Δάκρυα, πόνος, δυστυχία, απώλεια και καταστροφή. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της ακραίας πόλωσης, του μίσους, και της βιαιότητας που έσπειρε η ακραία ριζοσπαστικοποίηση. Με άρμα την κατάκτηση και όπλο την επιβολή, άνθρωποι βαπτισμένοι στον εξτρεμισμό, φανατισμένοι από ακραία δόγματα και πολωμένοι από το όραμα της πανταχόθεν βίας ξεχύθηκαν ανά τον κόσμο σκορπίζοντας το θάνατο μέσα από τυφλές, τιμωρητικές επιθέσεις. Αυτές τους οι πράξεις αντηχούν σε μια και μόνο έννοια, την «ισλαμική ριζοσπαστικοποίηση». Όμως, εάν αναλύσουμε τον ακριβή ορισμό της, θα κατανοήσουμε ότι η στάση αυτή της άκρατης βίας, του μίσους και του σκοτωμού, που υιοθέτησε κατά κόρον ο ISIS, δεν εγκολπώνεται καθολικά στον ακριβή ορισμό του ριζοσπαστισμού, αλλά δανείζεται ορισμένα στοιχεία του, αφού ο ακριβής ορισμός είναι αρκετά πιο ευρύς. Όπως αναφέρθηκε άνωθεν, η ριζοσπαστικοποίηση είναι μια έννοια πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη, η οποία θεμελιώνεται και εδράζεται στην έννοια της δράσης, αφού υποδηλώνει την ενεργοποίηση και δραστηριοποίηση μιας ομάδας προς την υιοθέτηση στάσης αδιαλλαξίας, σκληρότητας και ακαμψίας σε πολιτικά, πολιτιστικά και κοινωνικά θέματα, με σκοπό τα άτομα να διαρρήξουν τα ήθη και τις αξίες που ισχύουν. Η έννοια της ριζοσπαστικοποίησης επ’ ουδενί δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ο συνδετικός κρίκος μεταξύ ιδεολογίας και βίας, αλλά μάλλον ως η θεμελιώδης διαδικασία, η οποία τους δίνει πνοή και τα πραγματώνει. Όπως είπε και ο κύριος Borum R, το 2011, «η ριζοσπαστικοποίηση είναι η διαδικασία με την οποία ένα άτομο ή μια ομάδα υιοθετεί μια βίαιη μορφή δράσης, που συνδέεται άμεσα με μια εξτρεμιστική ιδεολογία με πολιτικό, κοινωνικό ή θρησκευτικό περιεχόμενο που αμφισβητεί την καθιερωμένη τάξη σε πολιτικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό επίπεδο». Επομένως, είναι φανερό ότι, ως έννοια, σχετίζεται ταυτόχρονα τόσο με την πολιτική πραγματικότητα, όσο και με τη θρησκεία, διατηρώντας ένα θεμελιώδη και ισχυρό σύνδεσμο μαζί της, αφού στις μέρες μας είναι συνώνυμη με την ισλαμική ριζοσπαστικοποίηση. Η ισλαμιστική ριζοσπαστικοποίηση, όπως εκφράστηκε μέσω του εξτρεμιστικού ISIS, προωθεί την άκρατη βία, το τυφλό μίσος, την τιμωρητική επίθεση και τον αδιάλλακτο φανατισμό.
Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, και σύμφωνα με τις πρόσφατες αναλύσεις για την ριζοσπαστικοποίηση της περιόδου του κορωνοϊού, το φαινόμενο αναλύεται και παρουσιάζεται υπό ένα διαφορετικό πρίσμα. Όπως σημειώνει ο Εlyamine Settoul, η κρίση του κορωνοϊού έφερε στην επιφάνεια έναν κυκεώνα αρνητικών αντιδράσεων, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό έδαφος αναπαραγωγής προκατειλημμένων απόψεων, καθώς και ακραίας πόλωσης. Έτσι, με την πρόφαση της απόλυτης υπαιτιότητας, του εκούσιου σφάλματος και της ηθελημένης εξάπλωσης, μερίδες ανθρώπων αυτόματα και αυτεπάγγελτα χρίστηκαν υπεύθυνες, τέθηκαν στο περιθώριο και εισέπραξαν τη χλεύη και τον παραγκωνισμό. Εξάλλου, είναι γνωστό από τον ορισμό της έννοιας ότι, για να εκδηλωθεί μια έκφανση ριζοσπαστικοποίησης, απαιτείται ένα αποσταθεροποιητικό ή απροσδόκητο συμβάν, δηλαδή ακριβώς ο,τι συνέβη με τον κορωνοϊό. Όμως, εν αντιθέσει με τον ακριβή ορισμό της ριζοσπαστικοποίησης, όπου η πόλωση της κοινωνίας δημιουργείται και ανανεώνεται μέσω της βίας και του ακραίου φανατισμού (και πολλές φορές μέσω του πολέμου), η ριζοσπαστικοποίηση του κορονωϊού δεν εκφράστηκε μέσω της ακραίας βίας και τρομοκρατίας, αλλά μέσω ενός οικονομικού πολέμου, όπου το ρόλο των όπλων έπαιξαν τα οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα, καθώς και οι πιθανές μελλοντικές οικονομικές κυρώσεις. Η Αμερική, από την πλευρά της, έχει κλιμακώσει την αντικινεζική ρητορική της, παίρνοντας ως αποφασιστική απάντηση από την Κίνα τη λήψη αντιμέτρων, εφόσον οι απειλές της πραγματοποιηθούν. Επομένως, είναι φανερό ότι, τόσο στην τυπική ριζοσπαστικοποίηση, όσο και στην ριζοσπαστικοποίηση του κορωνοϊού, η ενοποιητική βάση, που είναι η πόλωση, ο διχασμός και η έχθρα, είναι η ίδια, ενώ η ειδοποιός διαφορά έγκειται στην εκδήλωση βίας και στο θρησκευτικό χαρακτήρα της πρώτης.
Παράλληλα, τεράστια σημασία στην εκδήλωση και διόγκωση της ριζοσπαστικοποίησης έπαιξαν και τα μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία πολλάκις έχουν αποδείξει ότι σε καταστάσεις αναταραχής, πόλωσης και αβεβαιότητας λειτουργούν διασπαστικά, διχαστικά και συνομωσιολογικά. O ίδιος ο François Burgat, ομότιμος Λόρδος στο CNRS, επέκρινε ιδιαίτερα τη διαχείριση των συγκρούσεων από τα μέσα ενημέρωσης, αφού, όπως σημείωσε, αντί να παρουσιάζουν τα γεγονότα με αμεροληψία, αντικειμενικότητα και ακρίβεια, χωρίς να στρατεύονται, αντιμετώπισαν τα «δυο αντίπαλα στρατόπεδα» άνισα, ενώ κανονικά θα έπρεπε να επιτρέψουν και στις δύο πλευρές να εκφραστούν, κάτι που, όπως ανέφερε ο ίδιος, θα έπρεπε να είναι κανόνας αδιάβλητος. Ταυτόχρονα, εξαπολύοντας μύδρους προς τα μέσα ενημέρωσης, τους καταλόγισε επίσης την ευθύνη ότι αυτά τα ίδια νομιμοποιούν με τα λεγόμενά τους την εξέγερση. Το περιρρέον κλίμα που έχει δημιουργηθεί από τα μέσα ενημέρωσης στην τωρινή κρίση του κορωνοϊού δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την παρατήρηση και διαπίστωση του François Burgat, αφού συγκεκριμένες μικρές ομάδες, με μοναδικό στόχο να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα και να εγκαταστήσουν την πόλωση στην κοινωνία, διέσπειραν ακραίες θέσεις. Όπως ακριβώς στον ορισμό της ριζοσπαστικοποίησης, όπου κάποιος επιδιώκει να ανατρέψει την καθεστηκυία κατάσταση και να την αντικαταστήσει με κάτι νέο, προσδίδοντας μια έννοια αναγέννησης και ανάστασης, αντίστοιχα, και στην προκειμένη περίπτωση, όλες οι συνωμοσιολογικές θεωρίες που προέβαλαν για τον κορωνοϊό εδράζονται πάνω σε ένα και μοναδικό στοιχείο: ότι ο μηδενισμός έχει πάντοτε κάτι το ελκυστικό. Πιο συγκεκριμένα, πρώτα θύματα πόλωσης και προκατάληψης ήταν οι Κινέζοι, για τους οποίους θεωρήθηκε ότι κατασκεύασαν τον ιό, με σκοπό να πλήξουν τις ΗΠΑ. Ο δεύτερος στόχος, ο όποιος αντηχεί και στα λεγόμενα του άρθρου, είναι η στοχοποίηση της καπιταλιστικής ελίτ, και, γενικότερα, των καπιταλιστικών κυβερνήσεων, οι οποίες αποσκοπούν στην περιστολή ελευθεριών και στην επιβολή τρομοκρατίας. Τρίτος στόχος οι φαρμακοβιομηχανίες, οι οποίες θεωρήθηκαν υπαίτιες ότι κατασκεύασαν τον ιό με μοναδικό και αποκλειστικό στόχο τον πλουτισμό τους.
Και τα τρία αυτά σενάρια δημιουργούν κοινωνική, οικονομική και πολιτική αναταραχή και οι ομάδες που τα δημιουργούν έχουν ένα διττό στόχο: αφενός να βρουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους και, αφετέρου, το βασικότερο, να δημιουργήσουν πόλωση στην κοινωνία κεφαλαιοποιώντας τις απόψεις τους. Το γεγονός αυτό παρουσιάζεται με αντίστοιχο τρόπο στο άρθρο. Η πόλωση που δημιουργείται είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, αφού το δόγμα και η εκούσια επιβολή άποψης που προωθούν, ενδεχομένως να δημιουργήσουν ένα νέο κοινωνικό στερέωμα, καθώς και ένα νέο πλέγμα στοχασμού για τις μελλοντικές κοινωνικοπολιτικές προκλήσεις, καλλιεργώντας, έτσι, ένστικτα βίας, απόρριψης, και κοινωνικής διάρρηξης· βασικά, δηλαδή, χαρακτηριστικά της ριζοσπαστικοποίησης.
Συνεχίζοντας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να παρουσιάσουμε τις διάφορες αιτίες, για τις οποίες εμφανίζεται και εκδηλώνεται η ριζοσπαστικοποίηση. Η πρώτη αιτία έχει ψυχολογικό και ψυχιατρικό υπόβαθρο, αφού οι άνθρωποι που εκδηλώνουν τόσο ακραία συμπεριφορά άκρατης και τυφλής βίας πολλές φορές υποφέρουν από προβλήματα ταυτότητας, καθώς και από συμπλέγματα ναρκισσισμού. Πολλές φορές, ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο παίζουν τα βιώματα και οι προσλαμβάνουσες των ανθρώπων, οι οποίες καθορίζουν και διαμορφώνουν την ψυχοσύνθεση και συμπεριφορά τους. Σε δεύτερο επίπεδο, άλλη μια βασική αιτία ριζοσπαστικοποίησης βασίζεται σε θεωρίες ορθολογικής και συλλογικής δράσης. Η εκδήλωση και ενορχήστρωση ενεργειών τυφλής βίας και μίσους συχνά αναλύεται ως μια πράξη η οποία υποκινείται από τη δέσμευση της ενέργειας και συμμετοχής στην ομάδα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εδράζεται στην ιδέα του «ανήκειν», όπου τα μέλη της ομάδας υιοθετούν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά με σκοπό να επιτύχουν του κοινούς συμπεφωνημένους βραχυχρόνιους και μακροχρόνιους στόχους τους. Σε αυτό το επίπεδο της συλλογικής ευθύνης και συμμετοχής, η ανάληψη δράσης «βασίζεται σε υπολογισμό ως προς το κόστος και το όφελος που σχετίζεται με τις πιθανότητες επιτυχούς λειτουργίας, τους σχετικούς κινδύνους και τις συνέπειες της αδράνειας», όπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο Obershall. H τρίτη αιτία εδράζεται στα αισθήματα απογοήτευσης και ανασφάλειας που δημιουργεί η σύγχρονη κοινωνία. Όπως σημείωσε ο Ted Gurr, «η δυσμενής κοινωνικοοικονομική κατάσταση είναι ένας ιδιαίτερα ισχυρός παράγοντας που οδηγεί στη βία». Φυσικά, από την ανάλυσή μας είδαμε ότι η βία, σε συνδυασμό με τη δυσφορία προς το κοινωνικό σύνολο και την επιθυμία εκ βάθρων κατάργησης της καθεστηκυίας τάξης, ισοδυναμεί με τη ριζοσπαστικοποίηση. Επομένως, κάνοντας μια αναγωγή των αιτιών αυτών στην τρέχουσα περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού, είναι φανερό ότι όλες αυτές οι αιτίες βρήκαν πρόσφορο έδαφος εξάπλωσης και εδραίωσης, συντελώντας, έτσι, στην ανάπτυξη της ριζοσπαστικοποίησης. Πιο συγκεκριμένα, αρκετές μερίδες ανθρώπων, εκμεταλλευόμενες το κλίμα φόβου, αβεβαιότητας και θανάτου που έφερε ο κορωνοϊός, αλλά και θέλοντας απεγνωσμένα να ανήκουν σε μια ομάδα, ανέπτυξαν δικές τους θεωρίες πόλωσης και διχασμού, τις οποίες προσπάθησαν να κεφαλαιοποιήσουν στην κοινωνία. Έχοντας ψυχολογικά κατάλοιπα από τις μακροχρόνιες οικονομικές κρίσεις που ταλάνισαν την ανθρωπότητα, σε συνδυασμό με τους πιθανούς κινδύνους από την τήρηση στάσης αδράνειας, επέλεξαν να ταράξουν τα θεμέλια της κοινωνίας, καταλογίζοντας την ευθύνη της πανδημίας σε συγκεκριμένες ομάδες, ως τις μοναδικές υπεύθυνες της τραγωδίας.
Εν κατακλείδι, από την παραπάνω ανάλυση είναι φανερό ότι, μέχρι στιγμής, η διαφορά της παραδοσιακής ριζοσπαστικοποίησης με την ριζοσπαστικοποίηση του κορωνοϊού έγκειται στις πηγές και τα απότοκά τους, δηλαδή στον θρησκευτικό χαρακτήρα και στην εκδήλωση βίας που συναντάται στην πρώτη έννοια. Όμως, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων τις συνέπειες και τα αποτελέσματα, εάν η πόλωση για την πανδημία χρησιμοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να στρεβλώσει τα θεμέλια της κοινωνίας και να διαρρήξει την τάξη πραγμάτων. Τότε, σε μια τέτοια περίπτωση, εκ βάθρων κατακρήμνισης της κοινωνικής (και οικονομικής) ισορροπίας, η εκδήλωση πράξεων βίας, όπως αυτές παρουσιάζονται στον ορισμό της ριζοσπαστικοποίησης, δεν αποκλείεται. Είναι, δυστυχώς, γεγονός ότι οι ακραίες αντιδράσεις κοινωνικού ενθουσιασμού και διάσπασης είναι πιθανό να μεταστρέψουν την απλή πόλωση σε ακραία βία.