Της Αλεξάνδρας Αναστασοπούλου,
Από τα μέσα του 20ου αιώνα, όποτε άρχισε η έρευνα για τις δράσεις της χλωροπρομαζίνης σε ψυχιατρικούς ασθενείς από τους Delay και Deniker, έως και σήμερα, η πρόοδος της ψυχοφαρμακολογίας είναι μεγάλη, αν λάβει κανείς υπόψη του τον αριθμό των κλινικών μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί και την ευρύτητα της χρήσης τους στην σύγχρονη ψυχιατρική πράξη. Από την καθιέρωση, όμως, της ψυχοθεραπείας ως αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης των ψυχιατρικών παθήσεων, τίθεται το ερώτημα για το πόσο και πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται τα ψυχοφάρμακα.
Είναι κοινά παραδεκτό, πως σε ασθενείς με ψυχωτικές ή διπολικές διαταραχές η χρήση ψυχοφαρμάκων είναι αναπόσπαστο μέρος της θεραπείας. Όμως, στους υπόλοιπους ασθενείς με νευρωτικές διαταραχές, κατάθλιψη, άγχος κ.α. είναι αμφίβολο το αν μια θεραπεία που βασίζεται μόνο σε ψυχοφάρμακα θα ωφελήσει πραγματικά τον ασθενή μακροπρόθεσμα. Δεδομένης της δράσης αυτών στο βιοχημικό προφίλ του ασθενή, επηρεάζοντας την φυσιολογία και κατ’ επέκταση την ψυχολογία του, είναι επισφαλές το πότε θα μπορέσει να ανεξαρτητοποιηθεί από την λήψη του φαρμάκου. Επίσης, κύριο μειονέκτημα όλων των φαρμάκων είναι οι παράπλευρες δράσεις τους σε άλλα μόρια στόχους και, ως αποτέλεσμα, η επίδρασή τους σε άλλα οργανικά συστήματα με τη δημιουργία παρενεργειών.
Εκτός από αυτά, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η ψυχολογική επίδραση της λήψης ψυχοφαρμάκων στον ασθενή. Πολλές φορές ένας ασθενής, ακόμα και από τους ψυχιάτρους, θα αντιμετωπιστεί απρόσωπα και τυποποιημένα, με αποτέλεσμα να νιώσει αβοήθητος απέναντι στην ασθένειά του και παθητικό θύμα της δικιάς του νευροβιολογίας. Αυτό συχνά δημιουργεί το αίσθημα της ανικανότητας απέναντι στην πάθηση και δρα ανασταλτικά απέναντι στην κινητοποίηση του ασθενή και στις προοπτικές του για βελτίωση. Αντίθετα, στην ψυχοθεραπεία τονίζεται ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του, ενισχύοντας έτσι την αυτοπεποίθησή του και τις πιθανότητές του για βελτίωση.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα της ψυχοθεραπείας σε σχέση με τα ψυχοφάρμακα, είναι ότι η ωφέλιμη επίδρασή της δεν σταματά όταν σταματά και η ίδια. Τα αποτελέσματά της επεκτείνονται ακόμα και μετά την παύση της θεραπείας, αν και συχνά απαιτείται επανεκτίμηση της κατάστασης. Επίσης, είναι σαφές ότι δεν έχει παρενέργειες και πολύ σπανιότερα εμφανίζεται επιδείνωση της κατάστασης, ειδικά εάν έχουν χρησιμοποιηθεί οι ενδεικνυόμενες μέθοδοι για τον κάθε ασθενή.
Σχετικά με την μόνιμη επίδραση της ψυχοθεραπείας σε σύγκριση με τη χρήση ψυχοφαρμάκων, αξίζει κανείς να αναφερθεί στην θεωρία των Schachter και Singer για τον τρόπο πρόκλησης συναισθημάτων. Ανατομικώς διαχωριζόμενα τμήματα του εγκεφάλου που ανήκουν στο λεγόμενο μεταιχμιακό σύστημα, εμπλέκονται στην διαδικασία ανάδυσης των συναισθημάτων. Σήμερα, η αμυγδαλή του μεταιχμιακού συστήματος θεωρείται ο βασικός νευρωνικός σχηματισμός που παράγει την συναισθηματική εμπειρία και ενεργοποιείται σε απάντηση σε απειλητικά ερεθίσματα και είναι υπερενεργοποιημένη σε άτομα με αγχώδεις διαταραχές. Οι εντολές που προέρχονται από την αμυγδαλή και καθορίζουν την απάντηση του ατόμου σε αυτό το στρεσσογόνο ερέθισμα, ελέγχονται και τροποποιούνται από τον προμετωπιαίο φλοιό, ο οποίος ασκεί ανασταλτική επίδραση στην αμυγδαλή και φαίνεται να υπολειτουργεί σε άτομα με αγχώδεις διαταραχές. Η θεωρία των Schachter – Singer υποστηρίζει ότι η ανάδυση και η ένταση των συναισθημάτων εξαρτάται από την ερμηνεία του ερεθίσματος από το άτομο, χρησιμοποιώντας τον προμετωπιαίο φλοιό δηλαδή. Με την γνωσιακή – συμπεριφορική μέθοδο της ψυχοθεραπείας ο ασθενής μαθαίνει να απευαισθητοποιεί την αμυγδαλή του, μέσω επεξεργασίας του ερεθίσματος από τον προμετωπιαίο φλοιό, δηλαδή γνωσιακά και ενσυνείδητα αντιλαμβάνεται ότι το στρεσσογόνο ερέθισμα δεν πρόκειται να τον βλάψει στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, τα ψυχοφάρμακα που χορηγούνται σε αυτές τις περιπτώσεις στοχεύουν αποκλειστικά στην απενεργοποίηση της αμυγδαλής, καταστέλλοντας έτσι συναισθήματα φόβου και απειλής που οδηγούν στο άγχος. Συμπερασματικά, με την ψυχοθεραπεία ο ασθενής μαθαίνει με την βοήθεια του θεραπευτή και με συγκεκριμένες γνωσιακές τεχνικές να απενοχοποιεί τα αγχώδη ερεθίσματα, ενώ με την ψυχοφαρμακολογία καταστέλλεται στοχευμένα ένα μέρος του εγκεφάλου του που ευθύνεται για την πρόκληση αισθημάτων φόβου εν αγνοία του ασθενή.
Συνεπώς, η ψυχοφαρμακολογία έχει στοχευμένη και γρήγορη αποτελεσματικότητα, όμως με τον κίνδυνο των παρενεργειών, ενώ η ψυχοθεραπεία μπορεί να απαιτεί περισσότερο χρόνο για την εμφάνιση της προόδου του ασθενή, έχει πιο μόνιμα αποτελέσματα και είναι σίγουρα μία ασφαλέστερη μέθοδος. Για την ορθή αντιμετώπιση των ψυχιατρικών ασθενών, κρίνεται σκόπιμη η συμπλήρωση της ψυχοθεραπείας με ψυχοφάρμακα, όπου είναι απαραίτητο και όχι η αντικατάστασή της από την ψυχοφαρμακολογία. Μόνο ο συνεργατικός συνδυασμός και των δύο τρόπων μπορεί να ωφελήσει τον ψυχιατρικό ασθενή.
Κατάγεται από τους Γαργαλιάνους, Μεσσηνίας και σπουδάζει στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Ασχολείται με την αρθρογραφία σε ερασιτεχνικό επίπεδο και προσπαθεί έτσι να εκφράσει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς της. Εκτός από αυτό, της αρέσει ιδιαίτερα το θέατρο και η φιλοσοφία, καθώς και η ενασχόληση με τη φύση και τις ξένες γλώσσες.