Της Μαρίας Κουτσανδριά,
Στη σύγχρονη εποχή του διαδικτύου, των τεχνολογιών πληροφορίας και της κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και με την εισχώρηση αυτών ολοένα και εντονότερα στην καθημερινότητα των πολιτών, πολλαπλασιάζονται διαρκώς οι ευκαιρίες για νέες μορφές εγκληματικής δράσης. Η κακόβουλη χρήση των τεχνολογιών δικτύωσης ενδέχεται να διευκολύνει την τέλεση συμβατικών εγκλημάτων ή και να ενισχύσει την απαξία αυτών.
Αν θέλαμε να ορίσουμε το ηλεκτρονικό έγκλημα, θα λέγαμε πως πρόκειται για «μια εγκληματική πράξη που για την τέλεσή της χρησιμοποιείται ο ηλεκτρονικός υπολογιστής ως κυριότερο μέσο» (Forester&Morrison, 1994). Ένας τέτοιος ορισμός, όμως, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υπεραπλουστευμένος. Υιοθετούμε λοιπόν, μια τριπλή προσέγγιση (Αγγέλης 2000) η οποία τείνει να επικρατήσει, οπότε θεωρούμε ως ηλεκτρονικό έγκλημα:
– μια νέα μορφή εγκλήματος, που διαπράττεται με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών (π.χ. επιθέσεις σε υλικό και λογισμικό Η/Υ)
– μια παραλλαγή των ήδη υπαρχόντων εγκλημάτων που διαπράττονται με υπολογιστές
– μια εγκληματική πράξη στην εκδήλωση της οποίας συμμετέχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής.
Ο όρος «ηλεκτρονικό έγκλημα» δεν απηχεί κοινού νομικού ή επιστημονικού ορισμού, ενώ έχει να κάνει και με την οπτική γωνία εξέτασής του. Η πολυμορφία του εγκλήματος αυτού δυσχεραίνει σημαντικά το έργο του νομοθέτη, ο οποίος αποφεύγει να του προσδώσει έναν ορισμό, οπότε είτε αφήνει την αρμοδιότητα αυτή στα δικαστήρια και τη νομολογία, είτε αποφασίζει να δανειστεί τους χρησιμοποιούμενους απ’ την τεχνολογία όρους.
Ανάλογα με τον τρόπο τέλεσης, διαχωρίζουμε σε εγκλήματα με κυριότερο μέσο διάπραξης αυτών τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (computer crimes) και σε Κυβερνοεγκλήματα (cybercrimes) με τον δράστη να εισβάλλει στα υπολογιστικά συστήματα που τον ενδιαφέρουν από οποιοδήποτε σημείο της γης μέσω του Διαδικτύου.
Βασικό προαπαιτούμενο του ηλεκτρονικού εγκλήματος αποτελεί η ύπαρξη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενός κινητού τηλεφώνου, palmtop notepad κλπ., άλλως μιας συσκευής επεξεργασίας δεδομένων. Ο Η/Υ διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο και μπορεί να αποτελεί:
– ένα βοηθητικό μέσο για τη διάπραξη του εγκλήματος.
– το ίδιο το μέσο με το οποίο θα εκτελεστεί κάποια επίθεση.
-το ίδιο το θύμα της επίθεσης.
Νομικό πλαίσιο-Ελληνική νομοθεσία
Η προσέγγιση των νομικών θεμάτων που άπτονται της προστασίας της ηλεκτρονικής πληροφορίας, ενός βασικού πλέον εννόμου αγαθού, ενέχει αρκετές δυσκολίες καθώς προϋποθέτει πέρα από νομικές και τεχνικές γνώσεις. Η νομική επιστήμη «σκοντάφτει» σε κρίσιμες παραμέτρους, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η πλήρης εφαρμογή των υπαρχόντων νόμων, ενώ στον χώρο του ποινικού δικαίου δεν είναι επιτρεπτή η αναλογική εφαρμογή των νόμων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν δεν υφίσταται διάταξη που να ρυθμίζει το έγκλημα επακριβώς, δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά κάποια άλλη διάταξη κι έτσι το ηλεκτρονικό έγκλημα παραμένει ατιμώρητο. Άλλο βασικό ζήτημα που αναφύεται στον χώρο του ποινικού δικαίου εντοπίζεται στη δυσκολία εύρεσης του δράστη λόγω της ανωνυμίας που προσφέρει το διαδίκτυο στον εκάστοτε χρήστη. Η ψεύτικη ταυτότητα πίσω από την οποία κρύβεται και νιώθει ασφαλής, τον καθιστά αόρατο και συνδυαστικά με σχεδόν ανύπαρκτα ψηφιακά ίχνη διάπραξης του εγκλήματός του, καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερές το έργο των διωκτικών αρχών.
Στην Ελλάδα, πρέπει να διευκρινιστεί πως δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις για τα ηλεκτρονικά εγκλήματα. Οι περισσότερες μέχρι σήμερα υποθέσεις έχουν διωχθεί με τις διατάξεις του Ν.1805/1988 που αφορά τα εγκλήματα, τα διαπραχθέντα με ηλεκτρονικούς υπολογιστές (computer crimes) και στον βαθμό που τα προβλεπόμενα στον Ποινικό Κώδικα εγκλήματα (370 Β, 370 Γ, 386 Α) διαπράττονται και σε περιβάλλον Διαδικτύου (Internet), τότε τα άρθρα αυτά εφαρμόζονται και στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Βέβαια, τα άρθρα αυτά δεν αρκούν για τη δίωξη των σύγχρονων ηλεκτρονικών εγκλημάτων αφού δεν υπάρχει νόμος που να αναφέρεται αποκλειστικά σε θέματα Διαδικτύου. Αδικήματα φέρ’ ειπείν που σχετίζονται με τη διασπορά κακόβουλου λογισμικού και με επιθέσεις άρνησης εξυπηρέτησης δεν μπορούν να τιμωρηθούν βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα συνεργάζεται με τα άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και άλλων διεθνών οργανισμών, για την αντιμετώπιση των σχετικών κενών. Μάλιστα, έχει υπογράψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο που από τη στιγμή έναρξης της ισχύος της θα συνιστά σημαντικό βήμα της ελληνικής νομοθεσίας στον Ποινικό και στον Δικονομικό Τομέα.
Σχετικά πρόσφατα τέθηκε σε ισχύ το Π.Δ. 47/2005 από την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, που αφορά τις τεχνικές και οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και τη διασφάλισή του.
Ειδικότερα, οι βασικότερες κατηγορίες Ηλεκτρονικών Εγκλημάτων που αναφέρονται στον Ελληνικό Π.Κ. είναι:
– Απάτη με υπολογιστή
– Δυσφήμηση
– Παράνομη αντιγραφή ή χρησιμοποίηση προγραμμάτων υπολογιστών/πρόσβαση σε στοιχεία που έχουν εισαχθεί σε υπολογιστή
– Πορνογραφία ανηλίκων
Σε κάθε περίπτωση, ενδέχεται να έχουμε συρροή διατάξεων τόσο του Π.Κ. όσο και ειδικότερων νόμων που επισύρουν ποινικές διώξεις- κυρώσεις. Μια πράξη δηλαδή, που συνιστά ηλεκτρονικό έγκλημα είναι πιθανό να τιμωρηθεί με επίκληση μίας, ίσως και περισσότερων διατάξεων. Για παράδειγμα, η διάδοση ιών με σκοπό την αλλοίωση/αχρήστευση δεδομένων μπορεί να συνεπάγεται και φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ενώ υφίστανται και περιπτώσεις διάδοσης κάποιου ιού, η οποία συνεπάγεται και τη μεταβολή στοιχείων του αρχείου ή και τροποποίηση της διαδικασίας πρόσβασης σε αυτό, οπότε αποτελεί και παράνομη πρόσβαση σε στοιχεία που έχουν εισαχθεί σε Η/Υ.
Τέλος, ενδιαφέρον προκαλεί η παρατήρηση του Προϊσταμένου του Τμήματος Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, Αστυνόμου Α’, κ. Εμμανουήλ Σφακιανάκη, κατά τον οποίο «οι νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν το ηλεκτρονικό έγκλημα παρουσιάζουν εγγενείς αδυναμίες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες χώρες. Αυτό συμβαίνει διότι το ηλεκτρονικό έγκλημα αποτελεί εγκληματική δραστηριότητα αρκετά εξειδικευμένη και ανεπτυγμένη τεχνολογικά, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται προβλήματα στην οριοθέτηση των πράξεων που θα πρέπει να διώκονται ποινικά. Επιπλέον, οι νομοθέτες είναι αναγκασμένοι να ενημερώνονται διαρκώς για τις εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας των υπολογιστών, προκειμένου να εξοικειωθούν με τον τρόπο διάπραξης αδικημάτων μέσω αυτών».
Πηγές
- Casey, Eoghan. Digital Evidence and Computer Crime: Forensic Science Computers and the Internet. San Diego: Academic Press, 2000.
- https://sites.google.com/site/elektronikoenklema2012/to-problema-tes-nomikes-prosengises-thematon-pou-aphoroun-ton-kybernochoro
- http://www.indeepanalysis.gr/nomika-themata/nees-technologies-kai-egklhma