Της Μαριεύας Ταμιωλάκη,
Σχεδόν έναν χρόνο μετά την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον George Bush τον νεότερο –έπειτα από ένα εύθραυστο εκλογικό αποτέλεσμα–, ο 43ος Πρόεδρος των ΗΠΑ βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα από τα γεγονότα που στιγμάτισαν την παγκόσμια ιστορία. Η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 αποτέλεσε τομή στην ιστορία, όχι μόνο των ΗΠΑ, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας, αφενός διαρρηγνύοντας το υπάρχον βεστφαλιανό σύστημα των κυρίαρχων κρατών, αφετέρου καταδεικνύοντας την ανάδυση μη κρατικών δρώντων και τη δράση αυτών με γνώμονα τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Στον απόηχο της τρομοκρατικής επίθεσης που στοίχισε τη ζωή σε περίπου 3.000 ανθρώπους, ο Πρόεδρος Bush δεσμεύτηκε ως προς τη νίκη του στον πόλεμο έναντι της τρομοκρατίας και τη διάλυση της al-Qaeda και του αρχηγού της Osama bin Laden. Έχοντας επίγνωση ότι το καθεστώς των Taliban κατείχε πλέον το 90% της επικράτειας του Αφγανιστάν μετά και τη δολοφονία του ηγέτη Ahmad Shah Massoud, ο οποίος ηγείτο της Βόρειας Συμμαχίας (μία συμμαχία αποτελούμενη από μία πολιτοφυλακή των μουτζαχεντίν (Mujahedin) οι οποίοι ήλεγχαν ένα κομμάτι του βόρειου Αφγανιστάν), η στρατηγική των ΗΠΑ συγκεντρώθηκε στην εξουδετέρωση της al-Qaeda.
Δεδομένης της εγκατάστασης της al-Qaeda στο Αφγανιστάν, ο Bush ζήτησε από τους Taliban την υπόδειξη στις αρχές των ΗΠΑ όλων των μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης τα οποία είχαν βρει καταφύγιο στην επικράτεια της χώρας. Η άρνηση υπακοής του αρχηγού των Taliban Mullah Mohammed Omar στη διαταγή των ΗΠΑ, έθεσε σε εφαρμογή την προετοιμασία μιας στρατιωτικής επέμβασης στο Αφγανιστάν. Με την αρωγή αμερικανικών και βρετανικών ειδικών δυνάμεων, η CIA παρείχε όπλα, εξοπλισμό, συμβουλές και συντονισμό σε Αφγανούς αντικαθεστωτικούς και ετερογενείς ομάδες της Βόρειας Συμμαχίας. Ταυτόχρονα με την προετοιμασία των στρατιωτικών επιχειρήσεων, το Κογκρέσο πέρασε ένα ψήφισμα το οποίο νομιμοποιούσε τη χρήση στρατιωτικών δυνάμεων για την εξουδετέρωση των ιθυνόντων της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου, ενώ ο Bush προέβη στην υπογραφή του. Η 7η Οκτωβρίου του 2001 σηματοδότησε την έναρξη της επιχείρησης “Enduring Freedom”, η οποία ήταν απόρροια ενός προσεκτικού συντονισμού για την εύρεση των στόχων για την αεροπορική εκστρατεία που θα ακολουθούσε, με τη βοήθεια των αμερικανικών μη επανδρωμένων αναγνωριστικών αεροσκαφών (drones).
O Bush κάλεσε όλα τα κράτη σε υποστήριξη του εγχειρήματος των ΗΠΑ και ανάληψη δράσης για την εξάλειψη της τρομοκρατίας. Σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές δηλώσεις του είχε υποστηρίξει: “you’re either with us or against us in the fight against terror”. Μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα επήλθε αφενός η κατάρρευση των Taliban και της Al-Qaeda στο Αφγανιστάν, μετά και την κατάληψη της πρωτεύουσας Kabul τον Νοέμβριο από τη Βόρεια Συμμαχία με τη συνδρομή των ΗΠΑ και άλλων κρατών, και αφετέρου η υποχώρηση των Taliban στα σύνορα με το Πακιστάν. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την επιχείρηση “Anaconda” τον Μάρτιο του 2002 επετεύχθη η εκδίωξη εναπομείναντων Taliban και μαχητών της al-Qaeda από το Αφγανιστάν· εντούτοις η al-Qaeda επιβίωσε μέσω θυγατρικών περιφερειακών δικτύων, ανασυντάχθηκε σταδιακά δημιουργώντας νέες δυνάμεις, με αποτέλεσμα το 2007 να αποτελεί και πάλι μία από τις ανερχόμενες απειλές.
Κύριο μέλημα της Κυβέρνησης Bush αποτέλεσε η ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν και η μετεξέλιξή του σε ένα σύγχρονο, κοσμικό κράτος με πρώτο βήμα την επιλογή για την ηγεσία της μεταβατικής κυβέρνησης του Hamid Karzai, ενός αρχηγού της φυλής των Pashtun ο οποίος επέστρεψε στο Αφγανιστάν από το Πακιστάν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου με στόχο την οργάνωση της αντίστασης των Pashtun έναντι των Taliban. Η Κυβέρνηση Bush δικαιολόγησε τις ενέργειές της -μεταξύ άλλων τον βομβαρδισμό του Αφγανιστάν- βάσει του άρθρου ΙΙ του αμερικανικού Συντάγματος, το οποίο περιγράφει τις εξουσίες του Προέδρου ως αρχηγού καθώς και την εξουσιοδότηση που λαμβάνει από το Κογκρέσο. Πράγματι, η αμερικανική κοινή γνώμη τον πρώτο καιρό μετά τις επιθέσεις έβριθε εμπιστοσύνης στην ικανότητα της παρούσας Κυβέρνησης ως προς την εξασφάλιση της ασφάλειάς της. Χαρακτηριστικές ενδείξεις η εκτόξευση της απήχησης του Bush στο 90 τοις εκατό το διάστημα μετά τις επιθέσεις καθώς και η επανεκλογή του ως Πρόεδρος των ΗΠΑ στις εκλογές του 2004. Παρότι η δημοτικότητά του είχε αρχίσει να φθίνει στα μέσα του 2003 εξαιτίας της δυσαρέσκειας που είχε δημιουργηθεί για την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Ιράκ, οι αμφιταλαντεύσεις του Δημοκρατικού αντιπάλου του John Kerry δημιούργησαν το έδαφος για τη δεύτερη εκλογική νίκη του Bush με 50,7% της λαϊκής ψήφου.
Το προαναφερθέν σχέδιο, ωστόσο, -με στόχο την εκκοσμίκευση του Αφγανιστάν- επρόκειτο να εξελιχθεί σε μία μακρόχρονη και δαπανηρή διαδικασία που συνεχίζει να ταλανίζει μέχρι και σήμερα τους σχεδιαστές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Μεταξύ άλλων το Κογκρέσο είχε διαθέσει πάνω από 38 δισεκατομμύρια δολάρια σε ανθρωπιστική βοήθεια και ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν από το 2001 μέχρι το 2009. Δεδομένης της διαφαινόμενης αποτυχίας της πολυεθνικής συμμαχίας στο Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ είχαν προβεί στην αύξηση των στρατευμάτων από 20.000 σε 30.000 από το 2006 για τα επόμενα δύο χρόνια. Επιτακτικές προσπάθειες έλαβαν, επίσης, χώρα στο Αφγανιστάν για τη μείωση της διαφθοράς της νέας αφγανικής Κυβέρνησης. Η επέμβαση στο Αφγανιστάν αποτελεί την πρώτη εφαρμογή του δόγματος Bush, όπως ονομάστηκε αργότερα, το οποίο αντικατοπτρίζει τον κεντρικό άξονα δράσης της εξωτερικής πολιτικής της Κυβέρνησης του 43ου Προέδρου των ΗΠΑ. Το προαναφερθέν δόγμα επικεντρωνόταν στη διεξαγωγή προληπτικού πολέμου κατά τον οποίο οι ΗΠΑ θα εξουδετέρωναν ένα εχθρικό κράτος ή τρομοκρατικό μόρφωμα με στόχο την προστασία της Αμερικής, στη μονομερή δράση που θα αναλάμβαναν οι ΗΠΑ αν ήταν απαραίτητο για την προάσπιση του κράτους τους στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό και στη διάδοση της δημοκρατίας και της ελευθερίας σε όλο τον κόσμο με ιδιαίτερη εστίαση σε έννοιες όπως η ελεύθερη αγορά.
Ο πολιτικός απόηχος, ωστόσο, του δόγματος Bush με πρώτη εφαρμογή την επέμβαση στο Αφγανιστάν απολάμβανε ανάμεικτων αντιδράσεων. Οι νεοσυντηρητικοί εντός και εκτός της Κυβέρνησης επιδοκίμαζαν την ιδέα της μονομερούς δράσης των ΗΠΑ για τη διασφάλιση της χώρας και την προστασία του αμερικανικού λαού. Στην αντίπερα όχθη ορισμένοι αντίπαλοι του Bush διατείνονταν ότι το δόγμα του προληπτικού πολέμου ήταν αρκετά μεγαλεπήβολο καθώς και ότι η έμφαση στη διάδοση της δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο ήταν μη ρεαλιστική. Η Κυβέρνηση του Bush υποστήριξε τη δράση της αναφερόμενη και σε άλλες προηγούμενες προεδρίες του Abraham Lincoln και του Franklin Roosevelt, οι οποίες βασίστηκαν στη δύναμη της εκτελεστικής εξουσίας για τη διεξαγωγή πολέμου. Η ανεπιτυχής έκβαση της μετουσίωσης του Αφγανιστάν σε κοσμικό κράτος, η αποτυχία της επέμβασης στο Ιράκ και η καταστρατήγηση των πολιτικών ελευθεριών σε συνδυασμό με την ενισχυμένη ανάκριση και τα βασανιστήρια δημιούργησε πολέμιους της Κυβέρνησης Bush και συνέβαλε στην εκλογή του Δημοκρατικού Προέδρου Barack Obama στις προεδρικές εκλογές του 2008.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Η Αμερικανική πολιτική από τον Φράνκλιν Ρούσβελτ στον Ντόναλντ Τραμπ, (2018 Αθήνα, Ποιότητα)
- The history of the Afghanistan war, BBC, https://www.bbc.co.uk/newsround/15214375
- ‘You are either with us or against us’, CNN, https://edition.cnn.com/2001/US/11/06/gen.attack.on.terror/
- Griff Witte, Afghanistan War, Encyclopedia Britannica, https://www.britannica.com/event/Afghanistan-War#ref292841
- Gary L. Gregg II, George W. Bush: Foreign Affairs, Miller Center, https://millercenter.org/president/gwbush/foreign-affairs
- The U.S. War in Afghanistan, CFR Timeline, https://www.cfr.org/timeline/us-war-afghanistan
Βρίσκεται στο 3ο έτος φοίτησης στο τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Κατέχει πτυχία αγγλικής και γερμανικής γλώσσας, ενώ της αρέσει να συμμετέχει σε συνέδρια προσομοιώσεων διεθνών οργανισμών, να παρακολουθεί σεμινάρια διεθνών σχέσεων και την ενδιαφέρει πολύ η παρακολούθηση των εξελίξεων που άπτονται της διεθνούς πολιτικής.