Του Παναγιώτη Στέφου,
Το πρωί στις 15 Μαΐου 1940 ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Winston Churchill δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Γάλλο ομόλογό του, Paul Reynaud: «Νικηθήκαμε, ηττηθήκαμε, έχουμε χάσει τη μάχη. Το μέτωπο κατέρρευσε κοντά στο Sedan. Ξεχύνονται μαζικά στο εσωτερικό μας σε μεγάλους αριθμούς με τανκς και τεθωρακισμένα αμάξια.»
Στις 16 Μαΐου οι υπάλληλοι των κυβερνητικών ιδρυμάτων του Παρισιού ήδη έκαιγαν ευαίσθητα δημόσια έγγραφα, ώστε να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών. Ο γαλλικός στρατός μόλις εντός 6 ημερών είχε κατατροπωθεί. Ο κόσμος απορούσε, ανίκανος να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ο συγγραφέας του Μικρού Πρίγκιπα Antoine de Saint-Exupery, τότε πιλότος, ο οποίος μπορούσε να δει την καταστροφή από το αεροπλάνο του, ξεκινά την εξιστόρηση των αναμνήσεών του με τα λόγια: «Σίγουρα, πρέπει να ονειρεύομαι»
Πώς μπορούσε η νίκη να είχε έρθει τόσο ολοκληρωτικά στα χέρια των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων; Σύντομα, μετά από την ήττα, οι γαλλικές εφημερίδες ήταν γεμάτες από καταστροφολογικά κείμενα. Κυκλοφόρησαν βιβλία με τίτλους όπως: Οι Νεκροθάφτες της Γαλλίας (André Géraud), Κατηγορώ! Οι Άνδρες που Πρόδωσαν τη Γαλλία (Andri Simon), Η Αλήθεια για τη Γαλλία (Louis Li vy). Κάποιος αποφάσισε να εκπονήσει το κείμενο «Έχει τιμωρήσει ο Θεός τη Γαλλία;» Ο κόσμος κατέκρινε τους πολιτικούς και τους στρατηγούς, τους κομμουνιστές και τους φασίστες, τους δασκάλους και τους βιομηχάνους, τη μεσαία τάξη και την εργατική τάξη. Θεωρούσαν υπεύθυνο τον ατομισμό, τον υλισμό, τον φεμινισμό, τον αλκοολισμό, την υπογεννητικότητα, την αποδυνάμωση του Χριστιανισμού, τη διάσπαση της οικογένειας, τη μείωση του πατριωτισμού, την προδοσία, τον μαλθουσιανισμό και την ανήθικη λογοτεχνία.
Η πραγματικότητα είναι πως η αποτυχία της Γαλλίας δεν ήταν ένα προδικασμένο αποτέλεσμα. Ο Γάλλος στρατάρχης Maurice Gamelin στις 23 Αυγούστου του 1940 έκρινε τον στρατό του έτοιμο για πόλεμο. Υπήρχαν ακόμα ελλείψεις όσον αφορά τον εξοπλισμό, ωστόσο η στρατηγική που εφαρμόστηκε έστεκε λογικά: η Γαλλία και η Αγγλία είχαν το οικονομικό πλεονέκτημα, και σε συνδυασμό με τις οχυρώσεις της γραμμής Maginot (η οποία πήρε το όνομά της από τον Υπουργό Πολέμου υπό τον οποίο ξεκίνησε η κατασκευή της) πίστευαν πως θα μπορούσαν να αντισταθούν αρκετά στον εχθρό, ώστε να προστατεύσουν τη βιομηχανία τους. Ο ενωμένος τους στρατός θα πραγματοποιούσε αντεπίθεση είτε το 1941 είτε το 1942 και σε συνδυασμό με έναν ναυτικό αποκλεισμό της Γερμανίας, θα τους οδηγούσε στη νίκη.
Το αντίστοιχο γερμανικό σχέδιο διεξαγωγής του πολέμου ήταν πολύ πιο σύνθετο από άποψη δυσκολίας επίτευξης των στόχων του. Προϋπέθετε την όσο δυνατόν μεγαλύτερη ήττα του γαλλικού στρατού και των συμμαχικών του δυνάμεων, και παράλληλα την όσο μεγαλύτερη δυνατή κατάληψη εδαφών από τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες, ώστε να αποτελέσουν βάση για μια αεροπορική και ναυτική εκστρατεία κατά της Αγγλίας και την προστασία της βιομηχανικής περιοχής του Ruhr, εντός των γερμανικών συνόρων. Το σχέδιο-επινόηση του δικτάτορα Adolf Hitler, δεν έβρισκε καμία στήριξη ανάμεσα στους διοικητές του στρατού του. Ένας ιδιαίτερα προσεκτικός στρατηγός ονόματι Wilhelm von Leeb χρησιμοποίησε τη λέξη «τρελό», για να περιγράψει το σχέδιο που είχε επιβάλλει ο Führer. Δεν ήταν ο μόνος ανάμεσα στην κλίκα των αριστοκρατών που έβλεπαν τα πράγματα πολύ πιο απαισιόδοξα και συντηρητικά απ΄ ό,τι ο Hitler.
Διαλύεται, έτσι, ο μύθος της παντοδυναμίας και εσωτερικής συνοχής της γερμανικής πολεμικής μηχανής κατά τα πρώτα χρόνια της παγκόσμιας σύρραξης. Αυτό που μπορούσε να περηφανευτεί η Γερμανία είναι πως οι δικές της μέθοδοι πολέμου ήταν πιο εκσυγχρονισμένες απ΄ ότι των δυτικών αντιπάλων τους. Κεντρική στη στρατιωτική σκέψη των Γερμανών ήταν η χρήση των τεθωρακισμένων δυνάμεων και της αεροπορίας. Αλλά αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν η χρήση της ραδιοτεχνολογίας, η οποία επέτρεπε μία συγχρονισμένη επίθεση, στην οποία η αναμέτρηση θα ξεκινούσε με έφοδο από βομβαρδιστικά αεροπλάνα, ύστερα από την οποία μονάδες τεθωρακισμένων θα έπεφταν πάνω στις γραμμές των αποδιοργανωμένων στρατιωτών και θα τις διέλυαν. Ύστερα αυτός ο «πόλεμος της κίνησης» (Bewegungskrieg) θα οδηγούσε σε μία «μάχη εκμηδένισης» (Vernichtungschlacht), η οποία μπορούσε να αποφέρει μαζικές περικυκλώσεις στρατευμάτων.
Αντίστοιχα, η Γαλλική στρατιωτική τακτική ήταν βαθιά ριζωμένη στα μαθήματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η «μεθοδική μάχη» (Battaile Conduite) στηριζόταν στη βασική σκέψη πως το πυροβολικό κερδίζει τις μάχες και το πεζικό κατακτά έδαφος. Η επιθετική δυνατότητα των δυνάμεων ήταν περιορισμένη, καθώς όλη η καταστροφική τους δυνατότητα έπρεπε να είναι βασισμένη σε ένα προσχεδιασμένο χρονοδιάγραμμα, το οποίο θα οδηγούσε σε μια χορογραφημένη μάχη που θα ελαχιστοποιούσε τα θύματα, οι διαθέσιμοι πόροι θα χρησιμοποιούνταν προσεκτικά και οι αποφάσεις στην ώρα της μάχης θα ήταν εύκολο να ληφθούν. Το σύστημα αυτό οδήγησε σε μία παθητική στρατιωτική ιεραρχία, και αποθάρρυνε τους διοικητές από το να παίρνουν πρωτοβουλίες στο πεδίο των μαχών.
Ύστερα από μια μακρά περίοδο 8 μηνών γνωστή ως ο «Ψεύτικος Πόλεμος» (Phoney War), τα Γερμανικά σχέδια τέθηκαν σε ισχύ. Η ημερομηνία για την εισβολή της Δύσης αποφασίστηκε να είναι η 10η Μαΐου, κατά την οποία μέρα ξεκίνησε η εισβολή του Βελγίου και της Ολλανδίας. Οι αγγλο-γαλλικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν κατά μήκος του ποταμού Dyle, περιμένοντας το κύριο χτύπημα του εχθρού να προέλθει μέσα από το Βέλγιο, όπως έγινε κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι μάχες που δόθηκαν εκεί ήταν νικηφόρες για τους Γάλλους και ιδιαίτερα τα άρματα μάχης τους στάθηκαν αντάξια των γερμανικών στη μάχη του Hannut (14 Μαΐου), την πρώτη μεγάλης κλίμακας μάχη μεταξύ τεθωρακισμένων στην ιστορία. Δυστυχώς για τους Γάλλους, αυτή η τακτική νίκη προσέφερε λίγα στρατηγικά πλεονεκτήματα, καθώς οι Γερμανοί ήδη προήλαυναν προς το Sedan.
O λόγος που οι Γερμανοί κατάφεραν να αιφνιδιάσουν τους Συμμάχους ήταν με το να περάσουν τα στρατεύματά τους μέσα από τις δασώδεις εκτάσεις στις Αρδέννες, ενώ οι στρατοί που πέρασαν μέσα από το Βέλγιο αποτέλεσαν το δόλωμα που κράτησε τους Συμμάχους απασχολημένους. Έχοντας αντιμετωπίσει ελάχιστη αντίσταση, οι Γερμανοί κατάφεραν να παρακάμψουν τις κύριες οχυρώσεις της γραμμής Maginot και μπορούσαν πλέον να επιτεθούν στη γαλλική ενδοχώρα. Στις 13 Μαΐου οι στρατιώτες της Wehrmacht είχαν περάσει τον ποταμό Μεύση και ήταν έτοιμοι να προοδεύσουν βαθύτερα. Το μέτωπο είχε καταρρεύσει.
Οι στρατηγοί Guderian, Rommel και Reinhardt στράφηκαν προς τη δύση και τον βορρά, ελπίζοντας να περικυκλώσουν τις συμμαχικές δυνάμεις στο Βέλγιο. H γαλλική αντεπίθεση άργησε να έρθει, και όταν έφτασε, απέτυχε να ανακόψει την ορμητικότητα που είχαν αναπτύξει τα τεθωρακισμένα. Καμία μεγάλη αμυντική γραμμή δε χώριζε πλέον τους Γερμανούς από το κανάλι της Μάγχης, τον τελικό στόχο της προέλαυσής τους. Η συμμαχική δύναμη στον βορρά ήταν πλέον αποκλεισμένη.
Βιβλιογραφία
- Julian Jakson (2003), The Fall of France – The Nazi Invasion of 1940, pp.3, 9, 11, 33, 38-39, 50
- Llod Clark (2016), Blitzkrieg: Myth, Reality and Hitler’s Lighting War: France 1940, pp.36, 55
Γεννήθηκε στις 16-6-1996 στο νησί της Ρόδου. Σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, ακολουθώντας την κατεύθυνση της Ιστορίας. Αγαπημένα θέματά του αποτελούν ο μακρύς 19ος αιώνας και ο Ευρωπαϊκός Μεσαίωνας. Πέραν της ασχολίας του με την Ιστορία ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και τη λογοτεχνία.