14.8 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΒαράγγειος φρουρά: Πελεκυφόροι μισθοφόροι πιστοί στον Αυτοκράτορα

Βαράγγειος φρουρά: Πελεκυφόροι μισθοφόροι πιστοί στον Αυτοκράτορα


Του Νίκου Μελιτσιώτη,

H Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε το μεγαλύτερο διάστημα της «ζωής» της αχανής και πολυπληθής. Όμως, παρόλο που τις διοικητικές ενότητες κυβερνούσαν, τις περισσότερες φορές, άνδρες άξιοι και γενναίοι, ο σημαντικότερος άνδρας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία ήταν ο αυτοκράτορας. Χωρίς αυτόν το κράτος βυθιζόταν στο χάος και ήταν εξαιρετικά ευάλωτο σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Συνεπώς, η διασφάλιση της ακεραιότητάς του ήταν η βασικότερη ίσως προτεραιότητα.

Από την Πραιτοριανή Φρουρά και τους Εξκουιβίτορες έως τα Αυτοκρατορικά Τάγματα, πολλά επίλεκτα σώματα είχαν το προνόμιο και ταυτόχρονα την τεράστια ευθύνη της προστασίας του αυτοκράτορα στους αιώνες της αυτοκρατορικής εξουσίας. Αναμφισβήτητα, όμως, τη θέση του αποτελεσματικότερου και πιο πιστού σώματος κατέχει η Βαράγγειος Φρουρά. Η καταγωγή των πρώτων Βαράγγων μας οδηγεί βόρεια στη Σκανδιναβική χερσόνησο. Εκεί οι παγωμένες και άγονες εκτάσεις, σε συνδυασμό με τον υπερπληθυσμό έκαναν τη ζωή για τους κατοίκους εξαιρετικά δύσκολη. Έτσι, η μία μετά την άλλη, πολλές ομάδες ανθρώπων αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις χώρες τους, αναζητώντας πλουσιότερες εκτάσεις για εμπορικές συναλλαγές και εγκατάσταση. Οι Δανοί κατευθύνθηκαν προς την περιοχή της Αγγλίας, ενώ οι Σουηδοί κατευθύνθηκαν προς τις περιοχές που σήμερα καταλαμβάνει η Ρωσία. Αργότερα ακολούθησαν και Νορβηγοί τον ίδιο δρόμο. Εκεί επιδίδονταν τα πρώτα χρόνια σε εμπόριο με τους Σλάβους που κατοικούσαν στο ίδιο μέρος· το οποίο εξελισσόταν κάποιες φορές σε επιδρομές, καθώς οι ίδιοι οι έμποροι ήταν οπλισμένοι για την προστασία τους.

Σταδιακά άρχισαν να δημιουργούν εμπορικές βάσεις οι οποίες στη γλώσσα τους ονομάζονταν goroda και να συναναστρέφονται με τους γηγενείς οι οποίοι διέμεναν εντός των οχυρωμένων αυτών βάσεων. Γρήγορα, μάλιστα, άρχισαν να χρησιμοποιούν τους ρωμαλέους αυτούς μαχητές ως μισθοφόρους, τόσο κατά γειτονικών φυλών, όσο και σε εμφύλιες διαμάχες.

Βαράγγος του 10ου αιώνα

Το 862 μ.Χ. μια ομάδα Νορβηγών υπό τον πολέμαρχο Rurik εγκαταστάθηκε σε έναν τέτοιο οικισμό, ο οποίος εξελίχθηκε στη γνωστή πόλη Νόβγκοροντ. Σύντομα έφτασαν στην περιοχή και άλλες ομάδες Σκανδιναβών, ενώ ξεκίνησαν να αλληλεπιδρούν και να αναμιγνύονται και με τους εντόπιους πληθυσμούς των Σλάβων. Η δυναστεία που εγκαθίδρυσε ο Rurik κυβέρνησε το Νόβγκοροντ και δημιούργησε το κράτος των Ρως του Κιέβου, οι οποίοι σταδιακά επέκτειναν την κυριαρχία τους δημιουργώντας ένα ισχυρό κράτος.

Αν και η γενέθλια ημερομηνία του σώματος των Βαράγγων θεωρείται το 988 μ.Χ, η συναναστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με το κράτος των Ρως είχε ξεκινήσει περίπου έναν αιώνα νωρίτερα, το 860 μ.Χ, με την πρώτη επίθεση των Ρως στην Κωνσταντινούπολη η οποία, όπως και οι άλλες δύο, αποκρούσθηκε. Έτσι, είτε μέσα από όρους συνθηκών είτε ως μισθοφόροι, Ρως πολεμιστές βρέθηκαν στο πλευρό των Βυζαντινών στους αγώνες κατά των Αράβων και άλλων αντιπάλων τους, ενώ κάποιες φορές συμμετείχαν και ναυτικές μονάδες.

Το έτος είναι 988 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ (976 – 1025 μ.Χ), μέλος της Μακεδονικής Δυναστείας, αντιμετωπίζει προβλήματα τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό του κράτους του. Οι Βούλγαροι επιτείθονταν στα βόρεια σύνορα, ενώ οι Φατιμίδες Άραβες απειλούσαν τα ανατολικά. Παράλληλα αντιμετώπιζε την εξέγερση του Βάρδα Φωκά, ο οποίος από το 987 μ.Χ. είχε αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας, έχοντας υπό τη διοίκησή του τον θεματικό στρατό της Μικράς Ασίας. Η κατάσταση έγινε χειρότερη όταν ο επαναστατικός στρατός έφτασε έξω από την Κωνσταντινούπολη.

Όντας σε δυσχερέστατη κατάσταση ο Βασίλειος έψαχνε απελπισμένα βοήθεια, την οποία βρήκε στο πρόσωπο του βασιλιά Βλαδίμηρου Α΄ του Κιέβου, ο οποίος προσέφερε στον Βασίλειο 6.000 Βαράγγους μισθοφόρους, με αντάλλαγμα τον γάμο με την κόρη του Βασιλείου Άννα, με την προϋπόθεση να ασπαστεί τόσο ο ίδιος όσο και ο λαός του τον Χριστιανισμό. Η συμφωνία επετεύχθη και ο Βασίλειος κατάφερε με τη σημαντική αυτή στρατιωτική ενίσχυση να καταδιώξει και να συντρίψει τους επαναστάτες, γυρνώντας στην Κωνσταντινούπολη με το κεφάλι του σφετεριστή. Αξίζει σε αυτό το σημείο να τονιστεί το γεγονός ότι αποτελούσε μεγάλη τιμή για έναν ηγεμόνα αλλόφυλο να νυμφευθεί μια Πορφυρογέννητη. Καμία από τις βυζαντινές πριγκίπισσες που είχαν νυμφευθεί έως τότε ξένους ηγεμόνες δεν είχε γεννηθεί στο Πορφυρό Δωμάτιο.

Η λέξη Βαράγγος προέρχεται από την αρχαία Νορβηγική λέξη var (πληθυντικός varar), η οποία σημαίνει «πιστός σε κάτι». Στα Πρώτο – Νορβηγικά η λέξη έγινε varingr και αργότερα varingi. Μέσα από μελέτες και μεταφράσεις Νορβηγικών χρονικών και ποιημάτων, εξήχθη το πόρισμα πως η σημασία της λέξης Βαράγγος είναι «αυτός που είναι μέρος μιας αξιόπιστης συντροφιάς με κοινό κώδικα συμπεριφοράς και τιμής».

Η αποτελεσματικότητα των Βαράγγων εντυπωσίασε τον Αυτοκράτορα, ο οποίος τους διόρισε προσωπικούς του φρουρούς. Μερικές από τις αρμοδιότητές του ήταν η φύλαξη του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου, η φύλαξη των ιδιαίτερων διαμερισμάτων του αυτοκράτορα και πλαισίωση του αυτοκράτορα στην αίθουσα του θρόνου ή όπου αλλού ήταν απαραίτητο, καθώς ο ίδιος δεν εμπιστευόταν εξ ολοκλήρου τους ανθρώπους της αυλής του.

Βαράγγος του 11ου αιώνα

Οι Βαράγγοι συνέχισαν να φρουρούν τον κάτοχο του αυτοκρατορικού θρόνου και μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β΄, ακολουθώντας τον εκάστοτε αυτοκράτορα στις εκστρατείες του και παίζοντας πολλές φορές καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της μάχης. Από τη Σικελία έως τη Συρία και το Ιράκ, οι ατρόμητοι αυτοί μισθοφόροι υπερασπίστηκαν τα αυτοκρατορικά εδάφη, πάντα βέβαια με την προϋπόθεση της έγκαιρης και καλής πληρωμής. Αρκετές, επίσης, ήταν οι φορές που απέτρεψαν στάσεις κατά του αυτοκράτορα εντός της Κωνσταντινούπολης. Μία από τις τελευταίες τους επιχειρήσεις ήταν η επάνδρωση των τειχών της Πόλης και η απόκρουση των επιθέσεων των Σταυροφόρων. Βέβαια, όταν ενημερώθηκαν από τον αυτοκράτορα ότι το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο είχε εξαφανιστεί μαζί με τον προκάτοχο του θρόνου, εγκατέλειψαν την πρωτεύουσα, η οποία έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων.

Οι μαρτυρίες για την επιβίωση του σώματος αυτού μετά το 1204 είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Από μια καταγραφή ενός Σκανδιναβού χρονικογράφου γίνεται γνωστό πως υπηρετούσαν τους Λατίνους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης το διάστημα 1204–1261. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται την περίοδο της βασιλείας του Ροβέρτου Β΄ ντε Κουρτεναί (1221–1228 μ. Χ), ο οποίος έστειλε ένα απόσπασμα Βαράγγων να εξολοθρεύσει μια ομάδα Παγανιστών. Αν και αρχικά βρέθηκαν εγκλωβισμένοι, προσευχήθηκαν σε έναν επίσκοπο της πατρίδας τους, τον επίσκοπο Porlakr, ο οποίος ήταν γνωστός για την αγιοσύνη του και την τέλεση θαυμάτων. Έτσι το επόμενο πρωί, έχοντας πίστη πως η αγιότητά του θα τους βοηθήσει, επιτέθηκαν και κατάφεραν να ανατρέψουν υπέρ τους την κατάσταση. Γυρνώντας νικητές στην πατρίδα τους, ο αυτοκράτορας τούς βοήθησε να χτίσουν έναν ναό στη μνήμη του, όπως του είχαν υποσχεθεί στις προσευχές τους.

Βαράγγος του 1204 μ. Χ.

Όσον αφορά την παρουσία των Βαράγγων στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας, εξάγονται πολύτιμες πληροφορίες από τα έργα Βυζαντινών συγγραφέων. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1220–1282 μ.Χ.) στη Χρονική Συγγραφή του αναφέρει την ύπαρξη Κελτών πελεκυφόρων στην αυτοκρατορική φρουρά του Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρη (1205–1221 μ.Χ.) και του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1221–1254 μ.Χ). Ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242–1310 μ.Χ.) στο έργο του De Michaele et Andronico Palaiologis αναφέρει την επέμβαση της φρουράς των Βαράγγων στην άρνηση του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1261–1282 μ.Χ.) να στέψει συν-αυτοκράτορα τον νεαρό διάδοχο του θρόνου Ιωάννη Δ΄ Δούκα Λάσκαρη. Σε άλλα έργα των ιδίων και άλλων συγγραφέων της εποχής αναφέρεται η δράση των Βαράγγων την περίοδο αυτή. Οι δύο τελευταίες αναφορές στο σώμα αυτό είναι το 1341, όταν ο Ιωάννης ΣΤ΄ Κατακουζηνός (1347–1354 μ.Χ.) όρισε τους Βαράγγους ως φρουρούς του ανήλικου Αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου (1341–1391 μ.Χ), και τέλος το 1351 μ.Χ, όταν σύμφωνα με τον Ψεύδο-Κωδινό, ο Ιωάννης ΣΤ΄ χρησιμοποιεί το σώμα αυτό για τελετουργικούς σκοπούς.

Τους πρώτους αιώνες οι Βαράγγοι προέρχονταν κυρίως από τη Σκανδιναβία και τη χώρα των Ρως. Εκατοντάδες ρωμαλέοι πολεμιστές έφταναν στην Κωνσταντινούπολη, την οποία αποκαλούσαν Miklagard, Μεγάλη Πόλη, έτοιμοι να πολεμήσουν για τον αυτοκράτορα και την τεράστια αμοιβή που αυτός προσφέρει. Κατά τον 11ο αιώνα, μετά τη μάχη του Χέιστινγκς, πολλοί ηττημένοι Σάξονες εγκατέλειψαν την Αγγλία και πέρασαν στην υπηρεσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα μπαίνοντας στις τάξεις των Βαράγγων. Έτσι η εθνολογική σύσταση μετεβλήθη, η αποτελεσματικότητα όμως έμεινε ίδια.

Ο τρόπος μάχης των Βαράγγων ήταν ενδεικτικός της γενναιότητας και της αγριότητάς του. Όσοι δεν προστάτευαν τον αυτοκράτορα περνούσαν στην πρώτη γραμμή και εφορμούσαν κατά των αντιπάλων τους κραδαίνοντας το χαρακτηριστικό τους όπλο, που έγινε το σήμα κατατεθέν τους. Είναι χαρακτηριστικό πως αναζητούσαν τη μάχη, καθώς αυτή θα τους προσέφερε δόξα και φήμη.

Αυτό, φυσικά, είναι το μεγάλο Δανικό τσεκούρι. Είχε ανθεκτικό και μακρύ ξύλινο στέλεχος, κατάλληλο για χρήση με τα δύο χέρια, ενώ η κεφαλή ήταν κυρτή, μονόκωπη και ενίοτε διακοσμημένη με μοτίβα φυτικά. Η δύναμη που ασκούσαν σε αυτό το όπλο, σε συνδυασμό με τη φόρα που αποκτούσαν καθώς έτρεχαν, επέφεραν καταστροφικά αποτελέσματα στους αντιπάλους. Είναι χαρακτηριστικό πως οι Βυζαντινοί αναφέρονταν σε αυτούς ως «πελεκυφόροι βάρβαροι». Πέραν του πελέκεως, ήταν εξοπλισμένοι με βαρύ αμφίστομο ξίφος και με μάχαιρα τύπου seax. Η ασπίδα τους ήταν αρχικά στρογγυλή με κυρτή επιφάνεια και διακοσμημένη είτε με μοτίβα γραμμικά είτε με τον κόρακα του θεού Odin, ενώ από τον 11ο αιώνα και εξής χρησιμοποιούν και τριγωνική. Η θωράκιση ακολουθούσε τα πρότυπα της εποχής, επηρεαζόμενη πολλές φορές και από τους αντιπάλους που αντιμετώπιζαν.

Η Βαράγγειος Φρουρά έπαιξε για 4 περίπου αιώνες καθοριστικό ρόλο στα πράγματα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ξεχωριστή μνεία αξίζει στον Haraldr Siguroarson, γνωστό και ως Haraldr Hardrada, ο οποίος, καταγόμενος από βασιλική γενιά της Νορβηγίας που είχε ηττηθεί, πέρασε από τη χώρα των Ρως στο Βυζάντιο με 500 άνδρες του, ζητώντας δόξα στην αυλή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄ του Παφλαγόνα (1034–1041 μ.Χ). Την περίοδο 1034–1043 μ.Χ. πραγματοποίησε πλήθος επιχειρήσεων, οι οποίες στην πλειονότητά τους στέφθηκαν με επιτυχία αποφέροντάς του τεράστια φήμη και πολλά πλούτη, τα οποία χρησιμοποίησε για να καταλάβει τον θρόνο της Νορβηγίας προς όφελός του.

Στη διαδρομή που διένυσε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δύσκολα θα βρεθεί μισθοφορικό σώμα με την ίδια ή παρόμοια αφοσίωση που επέδειξαν οι Βαράγγοι, θυσιαζόμενοι ουκ ολίγες φορές για τη δόξα της Αυτοκρατορίας, κυνηγώντας παράλληλα τη δική τους.


Βιβλιογραφία

  • Καρδαράς Γ. Θ. (2002) Οι μονογραφίες του περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία: Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος το απόγειο της Βυζαντινής δύναμης. Αθήνα: Εκδόσεις Περισκόπιο σσ. 38 – 40
  • Καρδαράς Γ. Θ. (2002) Οι μονογραφίες του περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία: Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος το απόγειο της Βυζαντινής δύναμης. Αθήνα: Εκδόσεις Περισκόπιο σσ. 38 – 40
  • Δεληγιάννης Π. (2008) Βυζάντιο εναντίον Ισλάμ 634 – 1461 Αθήνα: Εκδόσεις Περισκόπιο σσ. 49, 51, 67
  • Blondal S, Benedikz B. S. (2007) The Varangians of Byzantium.(3 η έκδοση) Εδιμβούργο: Cambridge University Press σσ. 1-3, 4-5, 54-104, 167-177
  • D’ Amato R. (2010) Men-at-Arms: The Varangian Guard 988 – 1453 Οξφόρδη: Oxford University Press σσ. 4 – 5

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Μελιτσιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Νίκος Μελιτσιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Γεννήθηκε το 1997 στην Καλαμάτα και είναι επί πτυχίω φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Συμμετείχε σε αρχαιολογικά και ιστορικά συνέδρια και ημερίδες ως εισηγητής και εθελοντής. Είναι ένθερμος μελετητής της Βυζαντινής Ιστορίας. Ασχολείται με τον παραδοσιακό χορό και τη συλλογή και μελέτη νομισμάτων.