Του Αλέξανδρου Γκανά,
Οδεύω πλέον με ταχύτατους ρυθμούς στη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας μου. Οι καταστάσεις αλλάζουν συνεχώς, άτομα έρχονται και φεύγουν καθημερινά και πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται εκείνα τα αθώα και ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια. Εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχαν υποχρεώσεις ή κοινωνικές επιταγές και τα πράγματα ήταν απλά.
Θυμάμαι τον εαυτό μου να πίνει με λαιμαργία και ευχαρίστηση ένα μεγάλο ποτήρι σοκολατούχο γάλα ή να τρώει γρήγορα ένα παγωτό χωνάκι, με αποτέλεσμα να με πονάει το κεφάλι μου απ’ το κρύο. Θυμάμαι να παίζω κυνηγητό με τους φίλους μου και να γελάω υστερικά κάθε φορά που πήγαινα να πιαστώ. Θυμάμαι να ξυπνάω κάθε σαββατοκύριακο και να στήνομαι ευλαβικά μπροστά απ’ την τηλεόραση, για να παρακολουθήσω τα αγαπημένα μου παιδικά. Καθώς όμως, επιτρέπω στον εαυτό μου να ανατρέξει σ’ όλες εκείνες τις όμορφες παιδικές αναμνήσεις, δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω ασυναίσθητα, όντας βυθισμένος σε μια «άνετη αιώρα» ξεγνοιασιάς, αλλιώς γνωστή και ως παιδική νοσταλγία.
Τι είναι όμως η νοσταλγία και γιατί μας προκαλεί τόσα πολλά και διαφορετικά αναμεταξύ τους συναισθήματα; Προσωπικά, θεωρώ ότι προκειμένου να απαντήσουμε σε μια τέτοιου είδους ερώτηση πρέπει να αναφερθούμε στην ίδια την ετυμολογία της «επίμαχης» λέξης. Νοσταλγία, σύνθετο ουσιαστικό. Πρώτο συνθετικό είναι η λέξη «νόστος» που μεταφορικά υποδηλώνει την ανάγκη για επιστροφή στην πατρίδα ή στο σπίτι και δεύτερο συνθετικό είναι η λέξη «άλγος» που είναι συνώνυμη με τον πόνο. Αν λάβουμε υπόψη την άνωθεν διατυπωθείσα ετυμολογία της νοσταλγίας, εύλογα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τα συναισθήματα που δοκιμάζει κανείς όταν κάνει νοσταλγικές σκέψεις, είναι σε κάθε περίπτωση ανάμεικτα. Απ’ τη μια πλευρά, υπάρχει αυτή η «ζεστασιά» και η οικειότητα που νιώθεις όταν ατενίζεις τα παιδικά σου χρόνια, ενώ απ’ την άλλη υπάρχει και η λύπη, η πίκρα ίσως, που αυτά τα χρόνια και αυτή η έκδοση του εαυτού σου δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν πίσω.
Περαιτέρω, πιστεύω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι η αξία της νοσταλγίας και των συνακόλουθων συναισθημάτων και εικόνων που αυτή τροφοδοτεί, είναι τεράστια. Πέρα απ’ αυτό το μοναδικό αίσθημα «ζεστασιάς» που νιώθουμε, οι αναμνήσεις και τα βιώματά μας, μάς δίνουν τη δυνατότητα να λάβουμε σημαντικά παραδείγματα προς αποφυγή ή προς μίμηση, καθώς επίσης και να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της προσωπικότητάς μας, όλων εκείνων των στοιχείων και των χαρακτηριστικών που συνιστούν το «εγώ» του κάθε ανθρώπου.
Φτάνοντας, βέβαια, στο συγκεκριμένο σημείο, θα ήθελα να καταστήσω σαφές, ότι σκοπός μου στο εν λόγω κείμενο δεν είναι μονάχα να αναφερθώ στη νοσταλγία ως φαινόμενο, ούτε να αναδείξω τη μείζονα σημασία της. Αντιθέτως, θα ήθελα «να κρούσω τον κώδωνα του κινδύνου» στα σύγχρονα παιδιά του 2020, τα οποία και κινδυνεύουν να μην είναι σε θέση να βιώσουν ποτέ τους σε ικανοποιητικό βαθμό εκείνο το περίεργα όμορφο συναίσθημα που ονομάζεται παιδική νοσταλγία και παράλληλα να μην καρπωθούν τα οφέλη που αυτό συνεπάγεται.
Αναλυτικότερα, τα σύγχρονα παιδιά βιάζονται περισσότερο από ποτέ άλλοτε να μεγαλώσουν και να ωριμάσουν, γεγονός που έχει ως άμεσο απότοκο να στερούνται τη δυνατότητα να απολαύσουν αυτά τα απλά και ξέγνοιαστα χρόνια στο έπακρο και παράλληλα να μην δημιουργούν όλες εκείνες τις όμορφες αναμνήσεις. Καίριο ρόλο στη διαιώνιση του εν λόγω προβλήματος διαδραματίζει σε κάθε περίπτωση η εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των εναλλακτικών τρόπων κοινωνικής επαφής που αυτά πρεσβεύουν. Χαρακτηριστικά είναι, επίσης, τα πορίσματα μιας έρευνας που πραγματοποίησε το Ελληνικό Κέντρο Ασφαλούς Διαδικτύου του ΙΤΕ, σε δείγμα 1100 χρηστών του διαδικτύου και κατ’ επέκταση των ΜΚΔ. Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, περίπου το 60% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι το παιδί του ασχολείται με το διαδίκτυο και τα social media, όντας νεότερο της ηλικίας των 13 ετών.
Προσωπικά, κρίνω τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας ιδιαίτερα ανησυχητικά. Αυτού του είδους η πρακτική, ιδιαίτερα εφόσον υιοθετείται σε τόσο νεαρή ηλικία, συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην απροσωποποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Τα σύγχρονα παιδιά, δηλαδή, επιλέγουν την εύκολη λύση της συναναστροφής με τους συνομήλικους τους δια μέσω μιας οθόνης κινητού, ενώ αποφεύγουν και «μποϊκοτάρουν» τη φυσική, πρόσωπο με πρόσωπο επαφή. Επιπρόσθετα, οι σχέσεις καταλήγουν να αποκτούν χρησιμοθηρικό χαρακτήρα, εφόσον το κύριο μέλημα δεν είναι πλέον τα αθώα παιχνίδια, η ξεγνοιασιά και η καλοπέραση αλλά το πόσα «likes» ή το πόσους ακολούθους θα συγκεντρώσει κανείς. Με λίγα λόγια, σ’ αυτήν την καίρια, για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους περίοδο, τα παιδιά μαθαίνουν να δίνουν σημασία στο «φαίνεσθαι» που προβάλλουν τα social media και όχι στο «είναι» που εξασφαλίζει το παιχνίδι, οι σκανταλιές και η φυσική επαφή.
Κατανοώ, βέβαια, ότι η έκφραση «η ζωή μας πλέον κινείται με φρενήρεις ρυθμούς» αποτελεί ένα ιδιαίτερα «πολυφορεμένο πουκάμισο», εντούτοις είναι σε κάθε περίπτωση πραγματική. Τα χρόνια περνούν πολύ γρήγορα και τα περιθώρια για να απολαύσει κανείς ουσιαστικά, όλα εκείνα τα υπέροχα πράγματα που συνεπάγεται η παιδική ηλικία, είναι περιορισμένα.
Συνοψίζοντας, πιστεύω ότι οι στίχοι του σπουδαίου Κ.Π. Καβάφη στο αριστουργηματικό ποίημά του «Ιθάκη», αναδεικνύουν όλα τα παραπάνω, με τρόπο εξαιρετικό. «Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος». Στην προκειμένη περίπτωση, η Ιθάκη είναι η ενηλικίωση και όλα όσα τη συνοδεύουν, ενώ εκείνος ο μακρύς δρόμος συμβολίζει τα παιδικά χρόνια και τις εμπειρίες ή τις αναμνήσεις που αποκτά κανείς απ’ αυτά. Γιατί μόνο αυτές δύνανται να τον προετοιμάσουν κατάλληλα και ουσιαστικά, έτσι ώστε μια μέρα να φθάσει όντως στη δική του προσωπική Ιθάκη.