Του Μιχάλη Τιάκα,
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο διάσημος στατιστικολόγος Francis Galton βρέθηκε σε έναν αξιοσημείωτο διαγωνισμό. Σε μια επαρχιακή πόλη της Αγγλίας ένας κτηνοτρόφος έφερε σε κοινή θέα τον ταύρο του και προκάλεσε τους περίπου 800 παρευρισκόμενους να μαντέψουν το βάρος του έναντι αμοιβής. Παρατηρώντας τους στοιχηματισμούς, ο Galton διαπίστωσε ότι ο μέσος όρος των εκτιμήσεων ήταν εξαιρετικά κοντά στο πραγματικό βάρος του ταύρου. Με το πέρασμα του καιρού, οι ζυγαριές που ζύγιζαν το ζώο άρχισαν να φθείρονται και η επισκευή τους ήταν πολύ ακριβή. Έτσι, ο κτηνοτρόφος, γνωρίζοντας τις παρατηρήσεις του Galton, σκέφτηκε ότι αφού ο μέσος όρος του πλήθους ήταν τόσο ακριβής, δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να επισκευαστούν οι ζυγαριές. Νικητής του διαγωνισμού θα ήταν αυτός που θα πλησίαζε περισσότερο τον μέσο όρο.
Σταδιακά εμφανίσθηκαν και άλλοι κτηνοτρόφοι που γνώριζαν από ταύρους, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να συμβουλεύσουν όσους στοιχημάτιζαν. Όσα περισσότερα γνώριζαν για τη διατροφή και την υγεία του ζώου, τόσο πολυτιμότερες ήταν οι συμβουλές τους. Για να αποφευχθεί, όμως, η απάτη και για να διασφαλισθεί η διαφάνεια, ο κτηνοτρόφος υποχρεώθηκε να δημοσιεύει πληροφορίες για τον ταύρο μόνο σε κοινή θέα, ώστε να είναι διαθέσιμες για όλους. Πλέον, όποιος γνώριζε εμπιστευτικές λεπτομέρειες για τον ταύρο απαγορευόταν να συμμετάσχει στον διαγωνισμό.
Μετά από χρόνια, ορισμένοι σύμβουλοι συνειδητοποίησαν ότι εφόσον ο ταύρος δε ζυγίζεται, οι πληροφορίες για τη διατροφή και την υγεία του είναι άχρηστες. Σημασία δεν είχε πια να μαντέψεις το βάρος του ζώου, αλλά να μαντέψεις τους στοιχηματισμούς των άλλων. Έτσι, δημοσιεύθηκαν άρθρα για το πώς να στοιχηματίζεις σωστά και εκδόθηκαν βιβλία που διηγούνταν ιστορίες επιτυχίας. Μαθηματικοί, δίχως να έχουν καμιά γνώση του ταύρου, ανέπτυξαν μοντέλα που εκτιμούσαν τον μέσο όρο, ακόμα κι όταν κανείς δεν είχε στοιχηματίσει. Το βάρος του ζώου ορίστηκε και επίσημα ως ο μέσος όρος των εκτιμήσεων.
Και τότε ο ταύρος πέθανε. Μέσα σε όλη αυτή τη δραστηριότητα, κανείς δε θυμήθηκε να τον ταΐσει.
Η ιστορία αυτή, που αφηγείται ο James Surowiecki στο βιβλίο του «The Wisdom of Crowds», περιγράφει με έναν κυνικό πλην άκρως παραστατικό τρόπο την εξέλιξη και τη λειτουργία των σύγχρονων αγορών κεφαλαίου. Αρκεί να παραλληλίσουμε τον ταύρο με μια εταιρεία, τον κτηνοτρόφο με τον CEO της, το βάρος του με τη μετοχή της και τον διαγωνισμό με μια χρηματιστηριακή αγορά. Είναι μια ιστορία που προσεγγίζει αλληγορικά τον τρόπο με τον οποίο οι αγορές συνήθιζαν μέχρι πρόσφατα να καταρρέουν.
Αν και λίγο οξύμωρο, δεν είναι καθόλου υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι η ιστορία των μετοχικών αγορών είναι πλούσια σε κρίσεις. Το κραχ του 1929, η «Μαύρη Δευτέρα» του 1987, η κρίση των dot.com του 1999 και φυσικά η πρόσφατη κρίση του 2008 είναι μερικά από τα πλέον χαρακτηριστικά και οδυνηρά παραδείγματα. Οι κρίσεις, όμως, δεν εμφανίζονται ασυνόδευτες. Σύμφωνα με τους ιστορικούς οικονομίας Charles Kindleberger και Hyman Minsky, οι αγορές ακολουθούν κύκλους, σημειώνοντας ένα συγκεκριμένο μοτίβο.
Αρχικά, αναδεικνύεται ένα νέο φαινόμενο που έχει ως αποτέλεσμα μια θετική οικονομική επίδραση. Μπορεί να είναι μια νέα τεχνολογία, όπως το internet ή τα κρυπτονομίσματα, που υπόσχεται να μεταβάλει ή να δημιουργήσει ένα κομμάτι της παραγωγής ή της κατανάλωσης. Ένας τέτοιος παράγοντας οδηγεί συχνά σε μια αγοραστική έκρηξη. Οι εταιρείες αυξάνουν τα κέρδη τους και οι επενδυτές επενδύουν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Η βλέψη για ακόμα μεγαλύτερα κέρδη οδηγεί τις εταιρείες στην επέκταση του δανεισμού τους τη στιγμή που οι δανειστές, λόγω θετικών συγκυριών, αναλαμβάνουν μεγαλύτερα ρίσκα. Η πιστωτική επέκταση δημιουργεί ένα κλίμα ευφορίας. Ένα κλίμα στο οποίο πολλές εταιρείες είτε δημιουργούνται είτε επεκτείνονται σημαντικά. Όποιος δεν αναπτύσσεται, παραγκωνίζεται, μένει πίσω.
Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή η ευφορία των αγορών θα κλονιστεί. Μια ανησυχία μπορεί να προκληθεί, για παράδειγμα, από ένα διπλωματικό επεισόδιο, ένα οικονομικό ή εταιρικό σκάνδαλο ακόμα και από κάποιους επενδυτές που αποφάσισαν να κλείσουν τις θέσεις τους και να ρευστοποιήσουν τα κεφάλαιά τους. Αν η ανησυχία διευρυνθεί, οι αγορές εισέρχονται σε κρίση. Οι τιμές των μετοχών υποχωρούν, οι επενδυτές αναγκάζονται να πουλήσουν τις μετοχές τους και οι τράπεζες δανείζουν με μεγαλύτερη επιφύλαξη και ακριβότερες εγγυήσεις. Είναι η περίοδος στην οποία οι εταιρείες καλούνται να αποπληρώσουν τον υπέρογκο δανεισμό τους, ενώ ταυτόχρονα ο νέος δανεισμός γίνεται όλο και ακριβότερος.
Τότε, παρεμβαίνουν οι δημόσιοι φορείς. Οι κεντρικές τράπεζες μειώνουν τα επιτόκια δανεισμού, τυπώνουν χρήμα και αγοράζουν ομόλογα. Τα δε κράτη, αυξάνουν τα ελλείμματα και τον δημόσιο δανεισμό ώστε να ενισχύσουν τις εταιρείες που απειλούνται με χρεοκοπία.
Μέρος του μοτίβου ακολουθείται και στις μέρες μας. Τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα επιτοκίων και τα συνεχή προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης μετά το 2009 ήταν το φαινόμενο που πυροδότησε μια τεράστια πιστωτική επέκταση, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτική. Η επακόλουθη έκρηξη αποτυπώθηκε σταδιακά στους δείκτες των χρηματιστηρίων. Ενδεικτικά, ο αμερικανικός S&P 500 σημείωσε τη μεγαλύτερη τιμή της ιστορίας του τον περασμένο Φεβρουάριο μετά από μια επίσης ιστορική άνοδο διάρκειας 10 ετών. Άμεσο αποτέλεσμα του φθηνού δανεισμού ήταν η άνευ προηγουμένου δανειοδότηση των επιχειρήσεων διεθνώς, με το ιδιωτικό χρέος στις ΗΠΑ να αγγίζει το 47% του ΑΕΠ της.
Μετά την ευφορία των τελευταίων ετών, μέρος της οποίας παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα, οι διεθνείς αγορές περιήλθαν σε καθεστώς πλήρους αβεβαιότητας. Εμφανίστηκε μια νέα κρίση. Η λειτουργία των περισσότερων εταιρειών ανεστάλη, οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και δείκτες όπως ο S&P 500 βυθίστηκαν με πτώσεις μεγαλύτερες του 20%. Έτσι ήρθε η σειρά των φορέων να παρέμβουν.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο, το μέτρο που χρησιμοποιείται από τα περισσότερα κράτη για την καταπολέμηση της πανδημίας είναι το χρέος. Πακέτα στήριξης, κρατικοποιήσεις και επιδόματα θα μας απασχολήσουν αναμφίβολα το προσεχές διάστημα. Οι κεντρικές τράπεζες θα τυπώσουν νέο χρήμα, θα αγοράσουν περισσότερα και πιο επικίνδυνα ομόλογα και θα κληθούν να παρέχουν κοστοβόρες εγγυήσεις. Τα οικεία χαρακτηριστικά της κρίσης σταματούν, ωστόσο, κάπου εδώ. Και αυτό γιατί οι επιπτώσεις της είναι πρωτόγνωρες και η έκβασή της παραμένει αβέβαιη. Είναι αδύνατο να υπολογιστεί η ζημιά, όταν η κρίση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, κι έτσι δε γνωρίζουμε αν το μοτίβο θα συνεχιστεί. Προς το παρόν, ο ταύρος, πρησμένος και ζαλισμένος, βρίσκεται ακόμα σε καραντίνα και κανείς δεν φαίνεται πρόθυμος να στοιχηματίσει.