20.3 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΈνα ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου εμπνευσμένο από τον Pablo Picasso

Ένα ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου εμπνευσμένο από τον Pablo Picasso


Του Σταύρου Νικ. Αμανάκη,

Στη λογοτεχνία και στις τέχνες υπάρχουν κοινά θέματα και μοτίβα, τα οποία επανέρχονται σε διάφορες φάσεις, αναπτύσσοντας μία σχέση ανταλλαγής και συνδιαλλαγής μεταξύ των πρώτων. Τα παραδείγματα μεταφοράς καλλιτεχνικών έργων σε λογοτεχνικά είναι πολλά: από τον Όμηρο και τον Dante Alighieri, στον Stéphane Mallarmé και σε δημιουργούς του 20ού και 21ού αιώνα. Η ποιητική αναπαράσταση ενός καλλιτεχνικού έργου είναι συχνή, με συχνότερη την επιλογή ενός πίνακα ή άλλου αντικειμένου με καλλιτεχνική αξία, ενώ ακολουθούν τα λογοτεχνικά έργα με αφετηρία (ολική ή μερική) μουσικές συνθέσεις. Αυτό είναι ένα πρώτο επίπεδο μεταφοράς. Ένα δεύτερο επίπεδο, το οποίο επισημαίνει ο καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο ΕΚΠΑ, Δημήτρης Αγγελάτος (2017), είναι ο δανεισμός όρων από τη λογοτεχνία για την περιγραφή της τέχνης της ζωγραφικής, όπως με τον Αλμπέρτι τον 15ο αιώνα.

Ο Εμπειρίκος δεν ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, όμως συνδεόταν με αυτή με μία σχέση θαυμασμού. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Οδυσσέας Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά, ο Εμπειρίκος διοργανώνει στο σπίτι του έκθεση με υπερρεαλιστικούς πίνακες. Ο ίδιος ασχολείται με μία από τις αναπαραστατικές τέχνες, τη φωτογραφία, και μάλιστα οργανώνει έκθεση με φωτογραφίες του το 1955-1956, στις οποίες διακρίνονται στοιχεία υπερρεαλιστικά. Ο υπερρεαλισμός, κίνημα με ληξιαρχική πράξη γέννησης στον μεσοπόλεμο και στη Γαλλία και ιδρυτή των André Breton, είχε μια δυναμική σε όλες τις μορφές τέχνης. Εν Ελλάδι, ο Νίκος Εγγονόπουλος ξεκίνησε ως υπερρεαλιστής ζωγράφος και έπειτα ασχολήθηκε με την υπερρεαλιστική ποίηση. Στο μανιφέστο του υπερρεαλισμού του 1924, η υπερρεαλιστική πράξη αφορά τον «ψυχικό αυτοματισμό σε καθαρή μορφή, με τον οποίο προτίθεται κανείς να εκφράσει είτε προφορικά, είτε γραπτά, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, την πραγματική λειτουργία της σκέψης». Οι υπερρεαλιστές δηλαδή στρέφουν την προσοχή τους και στις άλλες τέχνες, κυρίως τις αναπαραστατικές, είτε δημιουργώντας έργα οι ίδιοι είτε παρακολουθώντας την παλιότερη και σύγχρονή τους παραγωγή.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, σύμφωνα με τον γιο του Λεωνίδα, γνωρίζει τον Picasso το 1937 στο Παρίσι, στη Διεθνή Έκθεση της γαλλικής πρωτεύουσας. Ο Έλληνας ποιητής επηρεάζεται ως ένα βαθμό από τον ζωγράφο και οι εκφράσεις αυτής της επίδρασης, όπως επισημαίνει και αναλύει ο Βασίλης Λέτσιος (2013), εντοπίζονται στο πεζό ποίημα «Σαλτιμπάγκοι στα πέριξ του Παρισιού. (Ερμηνεία ενός πίνακος του Πικάσσο)» του Εμπειρίκου, από την ποιητική συλλογή Οκτάνα (ποιήματα γραμμένα από το 1958 έως το 1965), εμπνευσμένο από τον πίνακα «Οικογένεια σαλτιμπάγκων» του 1905 του Picasso και στη μετάφραση του θεατρικού έργου του Picasso Les quatres petites filles που γράφτηκε στα 1947-1948. Η Βιβίκα Εμπειρίκου και ο Λεωνίδας Εμπειρίκος ανέθεσαν το 1979 στον εκδότη του Εμπειρίκου, Σταύρο Πετσόπουλο, την έκδοση της μετάφρασης του θεατρικού με τον ελληνικό τίτλο Τα τέσσερα κοριτσάκια, μετάφραση που έγινε το 1973, μετά τον θάνατο του Picasso.

Οικογένεια σαλτιμπάγκων (1905). Ελαιογραφία σε μουσαμά. Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον.

Το θέμα των σαλτιμπάγκων επανέρχεται πολλές φορές στο έργο του ζωγράφου κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα στη γαλάζια (1901-1904) και στη ροζ περίοδο (1905-1906) αλλά και στη δεκαετία του 1920. Ο Εμπειρίκος «επιλέγει» εκείνον τον πίνακα και επιχειρεί μία «ερμηνεία». Εδώ απεικονίζονται έξι σαλτιμπάγκοι με διαφορετικές ενδυμασίες, εκ των οποίων μία γυναικεία φιγούρα απεικονίζεται αποκομμένη από τους υπόλοιπους πέντε και «τοποθετημένη» στην κάτω δεξιά γωνία του πίνακα. Ο Εμπειρίκος προσέχει αυτή τη γυναικεία φιγούρα και επικεντρώνεται σε αυτή. Το ίδιο έχει κάνει και ο Picasso. Την έχει τοποθετήσει σε απομακρυσμένη θέση, στραμμένη προς τον θεατή του πίνακα με γυρισμένη την πλάτη της στους υπόλοιπους σαλτιμπάγκους, ενώ φοράει κανονικά ρούχα, κάτι που σχολιάζει και ο Εμπειρίκος στο πεζό του ποίημα:

«Και η Άννα; Ω, η Άννα! Κάθεται εκεί, παράμερα, σε μίαν άκρη, και ενώ είναι η κορυφαία του θιάσου –όχι αμαζών, μα ιππεύτρια– μένει εκεί, σαν ξένη, σαν αφηρημένη. Δεν είναι εύθυμη, μήτε θλιμμένη, μα ονειροπαρμένη. […] Όμως τα ρούχα αυτά δεν είναι επαγγελματικά, μα τα κανονικά της, τα ρούχα της κάθε ημέρας […]».

Το βήμα του Εμπειρίκου πέρα από αυτό που επιχειρεί ο Picasso είναι ότι δίνει όνομα στις φιγούρες, ενώ ο ζωγράφος (στα πλαίσια ενός τίτλου πίνακα) τους τοποθετεί «κάτω» από την έννοια της «οικογένειας», τους κρατά ανώνυμους. Η κοπέλα ονομάζεται «Άννα»· επικεντρώνεται σε αυτήν ο ποιητής και με το τέλος μίας υποθετικής παράστασης την φτάνει σε μία κορύφωση, όπως φτάνουν όλα τα ποιήματα της Οκτάνας. Τη θέτει εκτός χώρου, πέρα και μακριά από τη σκηνή του τσίρκου. Εδώ ο Εμπειρίκος «παίζει» με τα επίπεδα. Δημιουργεί το επίπεδο του εδώ και τώρα της παράστασης των σαλτιμπάγκων που ορίζεται από το χειροκρότημα του κοινού και τον χώρο του τσίρκου και ένα δεύτερο επίπεδο στο οποίο μετέχει μόνο η Άννα, συγκεκριμένα το «πνεύμα» της Άννας:

«Και ενώ το πλήθος θα βοά και η ορχήστρα πανηγυρικώς θα παιανίζει […] η Άννα δεν θα είναι εκεί, εντός του στίβου, εντός του ιπποδρόμου, μα θα είναι καθισμένη στα κράσπεδα της πόλεως, εις τα περίχωρα του Παρισιού, πέραν του Aubervilliers, πέραν του Billancourt, πέρα από την καθημερινότητα και από τους πόνους […], η Άννα ιππεύτρια μαζί και μεγαλόχαρη, πάνδημος μαζί και ουρανία, η κορυφαία, η Άννα, μύστης της εκστατικής ζωής και λάτρις της σιωπηλής ροής, της φανερής και τη κρυφής, του Σηκουάνα».

Το «πνεύμα» της Άννας κινείται πια αρχικά στο Παρίσι και έπειτα πέρα από αυτό, σε έναν συμβολικό, δικό του χώρο με την Άννα να είναι «μύστης». Χαρακτηριστικό σημείο είναι η αναφορά στον ποταμό Σηκουάνα. Η σημασία και οι ποιητικοί συμβολισμοί του ποταμιού στο εμπειρίκιο έργο αναδεικνύονται στο «Αμούρ-Αμούρ» από τα Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία (1936-1946). Ο ποιητής ταυτίζεται με την Άννα και ακολουθεί παρόμοια πορεία. Ο χώρος και ο χρόνος της ποίησης λειτουργούν για τον ποιητή όπως λειτουργούν ο χώρος και ο χρόνος της Άννας, αποκόπτονται από την πραγματικότητα και κινούνται πέρα, έξω και πάνω από αυτήν.


Βιβλιογραφία:

• Αγγελάτος, Δημήτριος, 2017, Λογοτεχνία και Ζωγραφική. Προς μια ερμηνεία της διακαλλιτεχνικής (ανα)παράστασης. Αθήνα: Gutenberg.

• Βελουδής, Γιώργος, 2006, Γραμματολογία. Θεωρία λογοτεχνίας, Αθήνα: Πατάκης.

• Ελύτης, Οδυσσέας, 1982, Ανοιχτά Χαρτιά, Αθήνα: Ίκαρος.

• Εμπειρίκος, Ανδρέας, 2002, «Σαλτιμπάγκοι στα πέριξ του Παρισίου. (Ερμηνεία ενός πίνακος του Πικάσσο)», στη συλλογή Οκτάνα, Αθήνα: Ίκαρος.

• Λέτσιος, Βασίλης, 2013, «Όταν ο Εμπειρίκος γνώρισε τον Πικάσσο: σχόλια σε ένα ποίημα και μία μετάφραση», στο Dictio 6 (Επιστημονική Επετηρίδα – Yearbook 2013), Κέρκυρα: Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας, σ. 109-119

• Μαλλιαρού, Εύη, 2018. «Ο άγνωστος Ανδρέας Εμπειρίκος», από τον ιστότοπο της Καθημερινής.

• Χρυσανθόπουλος, Μιχάλης, 2012, «Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι». Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης. Αθήνα: Άγρα.


Σταύρος Νικ. Αμανάκης

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1997, όπου και μεγάλωσε. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, στον τομέα Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών. Οι μεγάλες του αγάπες είναι η λογοτεχνία, το θέατρο, η ζωγραφική, η μουσική. Κείμενα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά του τόπου του.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σταύρος Νικ. Αμανάκης
Σταύρος Νικ. Αμανάκης
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1997, όπου και μεγάλωσε. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, στον τομέα Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών. Οι μεγάλες του αγάπες είναι η λογοτεχνία, το θέατρο, η ζωγραφική, η μουσική. Κείμενα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά του τόπου του.