Της Σταυρούλας Τζιόρα,
Το αναίμακτο πραξικόπημα της 25ης Απριλίου 1974 ανέτρεψε τη μακροβιότερη δικτατορία του 20ου αιώνα στην Ευρώπη, την πορτογαλική. Η επανάσταση των Γαρυφάλλων πήρε το όνομά της από τους στρατιώτες οι οποίοι είχαν τοποθετήσει στις κάννες των όπλων τους γαρύφαλλα, έπειτα από προτροπή των πορτογάλων πολιτών που ξεχύθηκαν στους δρόμους την ημέρα εκείνη.
Το πραξικόπημα αυτό έθεσε το τέλος του «Νέου Κράτους», όπως είχε ονομάσει την ιδιάζουσα δικτατορία του ο Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ, και η οποία είχε εκκινήσει το 1926. Τι ήταν, όμως, αυτό που οδήγησε τους στρατιώτες στην επαναστατική αυτή κίνηση;
Πρέπει να δούμε προσεκτικά τα ιστορικά γεγονότα για να βγάλουμε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Στις 28 Μαΐου 1926 ένα στρατιωτικό πραξικόπημα κατέλυσε την ασταθή πρώτη Πορτογαλική δημοκρατία. Μέσω του δικτατορικού αυτού καθεστώτος αναδείχθηκε η προσωπικότητα του Σαλαζάρ, ο οποίος αρχικά διετέλεσε υπουργός οικονομικών και εν συνεχεία πρωθυπουργός μέχρι το 1968, όταν λόγω ενός εγκεφαλικού επεισοδίου εγκατέλειψε την εξουσία. Το 1932, λοιπόν, εγκαινίασε το λεγόμενο «Νέο Κράτος», ένα φασίζον κορπορατιστικό καθεστώς με ελαστικό θεσμικό σύστημα. Ο Σαλαζάρ εφαρμόζοντας την τακτική της λογοκρισίας και αναπτύσσοντας ένα αστυνομικό κράτος, προσπάθησε να αδρανοποιήσει την κοινωνία έτσι ώστε να μην εναντιωθεί κανείς στο καθεστώς του. Ωστόσο, δεν κατάφερε να αποτρέψει τη δυσαρέσκεια που πυροδοτήθηκε ενάντια στο καθεστώς από τους αποικιακούς πολέμους. Ο στρατός ποτέ ουσιαστικά δεν απεδέχθη τον δευτερεύοντα ρόλο του στο πολίτευμα αυτό. Εντός του στρατού κυριαρχούσε κοινωνική και ιδεολογική ετερογένεια, η οποία συντελούσε στην αύξηση της δυσαρέσκειας απέναντι στο καθεστώς. Τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη είχαν ήδη αρχίσει να εγκαταλείπουν τις αποικίες τους, χαρίζοντάς τους την ανεξαρτησία όπως το 1960, οπότε το Βέλγιο αποχώρησε από το Κονγκό αλλά και η Βρετανία από τις δικές της αποικίες, μέχρι το 1965. Αντίθετα, ο Σαλαζάρ στράφηκε κατά της αποαποικιοποίησης και δεν εγκατέλειψε τις αφρικανικές αποικίες (Μοζαμβίκη, Αγκόλα, Γουινέα-Μπισάου), έως το 1975· οπότε με την κατάρρευση της δικτατορίας οι Πορτογάλοι αποχώρησαν από τις αποικίες τους, θέτοντας στη διάθεση του πορτογαλικού λαού τα αμύθητα χρηματικά ποσά που σπαταλούσαν για τη διατήρηση των αποικιών.
Όταν ο Σαλαζάρ εγκατέλειψε την εξουσία το 1968, τη θέση του ανέλαβε ο καθηγητής Νομικής Μαρσέλο Καετάνο, ο οποίος παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 1974, οπότε ανετράπη με το στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Καετάνο εισήγαγε ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο το οποίο στόχευε μέσω της περιορισμένης φιλελευθεροποίησης στην ανανέωση του «Νέου Κράτους». Νομιμοποίησε ορισμένες αντιπολιτευτικές κινήσεις, αύξησε την εξουσία της Εθνοσυνέλευσης και σε μία προσπάθεια να ακολουθήσει το ισπανικό πολιτικό μοντέλο, εξέφρασε την προτίμησή του στους τεχνοκράτες. Ακολουθώντας το ισπανικό πολιτικό μοντέλο του ’60, ο Καετάνο το 1971 προσέλαβε μία νέα γενιά τεχνοκρατών με σκοπό να προβούν στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις των οικονομικών και πολιτικών θεσμών. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν επιφανειακές και δεν κατάφεραν να ενδυναμώσουν το καθεστώς. Η εξουσία του Καετάνο πάλευε να επιζήσει ανάμεσα σε διαφορετικά πολιτικά ρεύματα τα οποία σταδιακά την αποδυνάμωναν. Οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Καετάνο ώθησαν τις υποβόσκουσες αντιφάσεις του «Νέου Κράτους» και τόνισαν πως η ριζοσπαστική αντικατάσταση του καθεστώτος αποτελεί τη μοναδική λύση της θεσμικής κρίσης.
Η υποστήριξη του «Νέου Κράτους» από την Εκκλησία, τους διανοούμενους και τους επιχειρηματίες, έπειτα από 30 χρόνια πολέμου για τη διατήρηση των αποικιακών κτήσεων, άρχισε να διαβρώνεται. Ωστόσο, η μεγαλύτερη δυσκολία για τον Καετάνο δεν ήταν η διαχείριση αυτών των ομάδων, αλλά του στρατού. Ο ίδιος αδυνατούσε να διατηρήσει τις ένοπλες δυνάμεις υπό τον έλεγχό του διότι δεν επενέβαινε στον διορισμό του αρχηγού του στρατού, εν αντιθέσει με τον Σαλαζάρ, αλλά ούτε και στον διορισμό των υπόλοιπων σημαντικών στελεχών του στρατού.
Η δυσαρέσκεια του στρατού για τη διακυβέρνηση Καετάνο οξύνονταν καθώς δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στα αιτήματά του για αύξηση μισθών και συντάξεων και καλύτερες συνθήκες, αλλά και να διαχειριστεί τις αποικιακές συγκρούσεις. Σταδιακά ένας αυξανόμενος αριθμός επεισοδίων στρατιωτικής απειθαρχίας, λόγω της διατήρησης των αποικιακών πολέμων, έλαβε χώρα κατά τη διακυβέρνηση Καετάνο. Στην προσπάθειά του να διαχειριστεί τον στρατό, έκανε το μοιραίο λάθος που τελικά θα οδηγούσε στην ανατροπή του. Θέσπισε νόμο (353/73) τον Ιούλιο του 1973, υπέρ της ένταξης εφέδρων αξιωματικών στην ιεραρχία του στρατού, εξοργίζοντας τους επαγγελματίες αξιωματικούς. Το περιστατικό αυτό απέδειξε την αδυναμία του Καετάνο να προβεί σε αλλαγές εντός του στρατού.
Η νομιμότητα της κυβέρνησής του αμφισβητήθηκε, και ο δρόμος προς το στρατιωτικό πραξικόπημα άνοιγε πλέον διάπλατα. Μία πρώτη πραξικοπηματική προσπάθεια διενεργήθηκε από τον δεξιό στρατηγό Kaulza, η οποία εξουδετερώθηκε τον Δεκέμβριο του 1973. Η ανατροπή του Καετάνο έγινε πραγματικότητα μέσω μιας αριστερής στρατιωτικής οργάνωσης, του Κινήματος Ενόπλων Δυνάμεων (ΚΕΔ). Το ΚΕΔ συστάθηκε τον Σεπτέμβριο του 1973 και αποτέλεσε ένα μυστικό στρατιωτικό κίνημα. Αρχικά, στόχοι του κινήματος ήταν η απόσυρση του νόμου 353/73, η αύξηση των στρατιωτικών μισθών και η επανεξέταση της πολιτικής, όσον αφορά τις αποικιακές κτήσεις. Ωστόσο, σε συνέδριο που πραγματοποίησαν το 1973 έγιναν αναφορές για στρατιωτική παρέμβαση. Στις 24 Μαρτίου 1974 το ΚΕΔ όρισε τον Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο ως υπεύθυνο για τον σχεδιασμό του πραξικοπήματος. Απόρρητα έγγραφα της Γενικής Διεύθυνσης Προστασίας, που είδαν το φως της δημοσιότητας, αποδεικνύουν ότι ο Καετάνο είχε πληροφορίες για την πραξικοπηματική ενέργεια μία εβδομάδα πριν την 25η Απριλίου.
Το έναυσμα της εξέγερσης έδωσε το τραγούδι με τίτλο «Γκράντολα, μελαψή πόλη», του αντιστασιακού τραγουδιστή Ζέκα Αφόνσο, το οποίο ακούστηκε τα ξημερώματα της 25ης Απριλίου από το κρατικό ραδιόφωνο. Μέσα σε λίγες ώρες το ΚΕΔ πήρε τον έλεγχο του αεροδρομίου της Λισαβόνας και των κεντρικών στρατιωτικών γραφείων. Στρατεύματα βγήκαν στους δρόμους της Πορτογαλίας δίνοντας το σήμα της γενικής εξέγερσης και δίνοντας ώθηση στους πολίτες να ξεχυθούν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν. Σύντομα ο Καετάνο παραδόθηκε και εγκατέλειψε την Πορτογαλία. Μερικές συγκρούσεις σημειώθηκαν ανάμεσα σε νεαρά άτομα και αστυνομικούς τα ξημερώματα της 26ης Απριλίου, όταν η μυστική αστυνομία τελικά παραδόθηκε. Από αυτές τις συγκρούσεις προέκυψαν και τα μοναδικά πέντε θύματα της κατά τα άλλα αναίμακτης επανάστασης.
Το Νέο Κράτος ανετράπη από τον ίδιο φορέα που είχε συντελέσει στη δημιουργία του, τον στρατό. Η Επανάσταση των Γαρυφάλλων δεν ήταν απλά το αποτέλεσμα της αποτυχίας του πολιτικού συστήματος και της πίεσης των κοινωνικών κινημάτων. Ήταν, ακόμη, το αποτέλεσμα μιας μακράς παράδοσης στρατιωτικού παρεμβατισμού, που είχε παγιωθεί σε θεωρητικό και θεσμικό επίπεδο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Olinas Osuna, J. (2014). The deep roots of the Carnation Revolution: 150 years of military interventionism in Portugal. Portuguese journal of Social Science. Σελ. 215-231. DOI: 10.1386/pjss.13.2.215_1
- Ραφαηλίδης Βασίλης (1996), Λαοί της Ευρώπης, σελ. 213, εκδ. Εικοστού Πρώτου
- Τζώρτζης, Ι. (2019). Η «επανάσταση των γαρυφάλλων». Η Καθημερινή