Του Άγγελου Μαρίνου,
Οι αντιδράσεις των κρατών παγκόσμια απέναντι στον ιό κρίνονται κάθε μέρα. Κάποιες χώρες θεωρείται ότι δεν έκαναν αρκετά, ή ότι δεν έπραξαν με την απαραίτητη ταχύτητα, δεδομένου του μεγέθους της απειλής. Για άλλες χώρες, αισθητά λιγότερες, αναφέρεται ότι υπερέβαλαν στην αντιμετώπισή τους. Κάθε αντιμετώπιση που επιλέχθηκε είναι προβληματική με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Το lockdown που έχει επιβληθεί και στην Ευρωπαϊκή επικράτεια (με ελάχιστες εξαιρέσεις), είναι μία μέθοδος η οποία φέρει τα δικά της προβλήματα.
Πολλοί θεσμικοί παράγοντες πιάστηκαν από το ρητό «πρώτα ο άνθρωπος και μετά οι αριθμοί», μία φράση η οποία υπερασπίζεται την απόφαση περιορισμού μετακινήσεων και επιπλέον, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, φέρει τον σκοπό του να ντροπιάσει αντιφρονούντες.
Ωστόσο φτάνουμε στο σήμερα, όπου τα οικονομικά στοιχεία καταφτάνουν. Ναι μεν οι πολίτες προστατεύθηκαν από μία απειλή, αλλά ρίχθηκαν θύματα σε μία άλλη. Η Κίνα θα συρρικνωθεί για πρώτη φορά οικονομικά μετά από δεκαετίες, ενώ η Αμερική και η Ε.Ε. θα εμφανίσουν συρρίκνωση η οποία το πιθανότερο να ξεπεράσει το -6% και -5% αντίστοιχα. Ακόμα και εάν επιστρέψουμε, λοιπόν, στην κανονικότητα αύριο, κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί, η οικονομική ζημία είναι ήδη ανεπανόρθωτη και το πραγματικό της μέγεθος άγνωστο. Η έλλογη απορία που οφείλει να φέρει κάποιος, είναι πόσο ώριμοι είναι πραγματικά οι θεσμοί που διοικούν και κατά πόσο είναι μακροοικονομικά αξιόπιστοι.
Τόσο το σύστημα της δημοσιογραφίας, όσο και αρμόδιοι κυβερνητικοί θεσμοί, είχαν ως πρώτο μέλημα να προστατέψουν τον εαυτό τους. Για να το κάνουν αυτό, έπρεπε να εστιάσουν τα στατιστικά τους μοντέλα, έτσι ώστε να προβλέψουν το χειρότερο δυνατό σενάριο, ώστε να μην κατηγορηθούν ότι δεν έδειξαν αρκετή προσοχή απέναντι σε μία μεγάλη απειλή. Όπως αντιλαμβανόμαστε σήμερα, αυτή δεν ήταν η σωστή αντίδραση, πρωτίστως γιατί δεν ήταν ψύχραιμη. Το ότι δεν ήταν η σωστή, δεν συνεπάγεται ότι μας οδήγησε σε λάθος αποφάσεις, καθώς αυτό είναι ακόμη άγνωστο. Σημαίνει, όμως, ότι δεν ήμασταν κατάλληλα προετοιμασμένοι σε θεσμικό επίπεδο να διαχειριστούμε απόλυτα επιστημονικά και αντικειμενικά μία απειλή τέτοιου τύπου και μεγέθους.
Αναπόφευκτα οδηγηθήκαμε σε καθολικό Lockdown και όχι σε άλλες μορφές, οι οποίες θα επέτρεπαν έστω κάποια οικονομική δραστηριότητα, χωρίς να υπάρξει διεξοδικός δημόσιος συλλογισμός. Καταλήξαμε έτσι στο σήμερα, με τεράστιες οικονομικές ζημίες, με την τιμή του πετρελαίου να έχει φτάσει σε οικτρά επίπεδα και με θεσμούς οι οποίοι δεν έχουν καμία αξιόπιστη αντίληψη βάσει της οποίας να προετοιμαστούν για την επόμενη μέρα. Και όλα αυτά χωρίς να υπάρχει χρόνος να μελετηθούν εναλλακτικές, άσχετα με το αν θα ήταν βιώσιμες ή θα απορρίπτονταν. Το χειρότερο δε από όλα, είναι ότι, ενώ ο αριθμός των ασυμπτωματικών κρουσμάτων παραμένει άγνωστος, οι υπολογισμοί θνησιμότητας του νέου κορωνοϊού πέφτουν μέρα με τη μέρα, έχοντας φτάσει σημαντικά κάτω από το 1% σε μοντέλα που υπολογίζουν με μετριοπάθεια τον πραγματικό αριθμό των ανθρώπων που αποτελούν ασυμπτωματικούς φορείς.
Το αύριο που θα μας βρει, λοιπόν, θα επιφυλάσσει, ή τουλάχιστον θα έπρεπε, πολλές αλλαγές. Πρωτίστως, θα πρέπει να υπάρξει πίεση για περισσότερη μετριοπάθεια από τους επίσημους ενημερωτικούς φορείς, καθώς η ειδησιογραφία υπερέβαλε σε πολλές μετρικές τις οποίες πολλάκις ανέφερε, ενώ αυτές αποδείχτηκαν αναξιόπιστες και βιαστικές. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η ειδησιογραφία και η οικονομία δεν είναι δύο κόσμοι ασύνδετοι, αλλά άρρητα συνδεδεμένοι.
Έπειτα, θα έπρεπε οι ίδιοι οι κυβερνητικοί θεσμοί να μην κλείνονται σε μία αντίληψη βάση ενός συγκεκριμένου μοντέλου, διότι αυτό κλειδώνει την κυβερνητική πολιτική σε ένα μονοπάτι ανεξάρτητα από τη ροή δεδομένων ως έχει. Το lockdown θεωρείται ενδεδειγμένο σε περιπτώσεις επιδημίας, ωστόσο η ορθόδοξη μέθοδος (μέχρι προσφάτως δηλαδή) ήταν ο συνεχής έλεγχος του γενικού πληθυσμού (1000 τεστ ανά εκατομμύριο πληθυσμού), ώστε να προκύπτει ένα ποσοστό φορέων κατά προσέγγιση και έπειτα οι περιορισμοί να προσαρμόζονται σε εβδομαδιαία βάση ανάλογα με τα αποτελέσματα των τεστ. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντ’ αυτού, προχωρήσαμε σε ολικό lockdown, τόσο για νέους όσο και για γηραιότερους, κάτι που υποδηλώνει την ατσαλότητα με την οποία οι κυβερνήσεις στράφηκαν στην φαινομενικά πιο υπεύθυνη επιλογή. Αξίζει να αναφερθεί ότι η ορθόδοξη μεθοδολογία δεν απέκλειε ένα καθολικό lockdown, ωστόσο σίγουρα δεν προέβλεπε να αποτελεί την βασική μορφή αντιμετώπισης εξ αρχής και ανεξάρτητα από στατιστικές μετρήσεις.
Τρίτον και κυριότερον, θα έπρεπε οι κυβερνήσεις, τουλάχιστον ιδίως της Ευρωπαϊκής επικράτειας, να δείχνουν κάποιον υγιή δισταγμό πριν άρουν μαζικά ελευθερίες από τους πολίτες τους, τουλάχιστον όσο τα στατιστικά στοιχεία που διαθέτουμε δεν είναι ακόμα απόλυτα. Υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι που κεντρικός άξονας της δημοκρατίας είναι οι ατομικές ελευθερίες και πέρα από ιδεολογικοί είναι και λόγοι εργονομικοί. Δεν υπάρχουν καθαρά στοιχεία που να δείχνουν ότι τα μέτρα έχουν οδηγήσει σε ανταποδοτική οικονομική ζημία, καθώς δεν γνωρίζουμε το μέγεθος της ζημιάς που αποφεύχθηκε. Ωστόσο, σε περίπτωση που όντως οι δυτικές δημοκρατίες αποδειχθούν υπερβολικές, αυτό θα αποτελεί μια ισχυρή υπενθύμιση του πώς οι ελευθερίες των πολιτών θα πρέπει να παύονται με βάση ξεκάθαρα στοιχεία και φειδώ, όχι ενδείξεις, φοβία και βιασύνη.
Αυτές οι αλλαγές αφορούν κάθε χώρα ατομικά. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ισχύει κάτι ακόμα. Είναι ανήκουστο ένας θεσμός ο οποίος επιθυμεί να αναλάβει ηγετικό ρόλο, να εμφανίζει τέτοιες καθυστερήσεις. Δεν αποτελώ υπέρμαχο της ιδέας των κορωνο-ομολόγων, ωστόσο οφείλω να ομολογήσω πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα έπρεπε να είχαν καταλήξει σε κάποιο συγκεκριμένο ενισχυτικό πακέτο για την οικονομία με μεγαλύτερη ταχύτητα. Από τη στιγμή που το lockdown αποφασίστηκε, ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τη σήψη της οικονομίας.
Επομένως, ακόμα και αν το πακέτο δεν ήταν τέλειο, ήταν επιτακτικό και απαραίτητο να μπει σε λειτουργία το γρηγορότερο δυνατόν. Δεν νοείται να υπάρχουν τέτοιες καθυστερήσεις, όταν οι πολίτες βάσει κυβερνητικής πολιτικής έχουν τελματώσει τις ζωές τους. Έδειξαν εμπιστοσύνη και το ευρωπαϊκό κτίσμα θα έπρεπε να είχε αρπάξει αυτή την ευκαιρία να δείξει πως στέκεται πλάι σε αυτή την εμπιστοσύνη, όχι απέναντι. Αποτελεί τεράστια χαμένη ευκαιρία και η ιστορία δεν θα είναι επιεικείς προς τους ηγέτες που την μηδένισαν.
Είναι νωρίς ακόμα για να γνωρίζουμε πώς θα προστατευθεί η οικονομία στο μέλλον από τα σημερινά σφάλματα. Δεν είμαστε ακόμα καν σε θέση να γνωρίζουμε τι όντως αποτελεί σφάλμα και τι όχι. Παρόλα αυτά, είναι βέβαιο πως για να έχουμε καλύτερες ελπίδες στο μέλλον, θα πρέπει να καταβάλουμε περισσότερη ενέργεια, ώστε οι θεσμοί μας να αποτελούν σταθεροποιητικούς παράγοντες και όχι αυτό-προστατευτικές οντότητες.
Γεννηθείς το 1996 στη Κομοτηνή, είναι φοιτητής του Οικονομικού Τμήματος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, με κατεύθυνση στην οικονομική ανάλυση. Διαθέτοντας ακόρεστο ενδιαφέρον για τα πολιτικά, αρθρογραφεί στην κατηγορία των Οικονομικών του OffLine Post.