Της Αγγελικής Καλούδη,
«Μένουμε σπίτι»: σαφές και κατανοητό, με δύο λέξεις σλόγκαν. Υιοθετήθηκε από όλες τις χώρες, που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την πανδημία του κορωνοϊού και υιοθετήθηκε (όπως ήταν λογικό να γίνει) και στην Ελλάδα. Δηλώνει την ασφάλεια, που παρέχει το σπίτι ως καταφύγιο από πάσης φύσεως δεινά, εν προκειμένω την πανδημία και το φόβο της θνησιμότητας. Με επίκληση τον κίνδυνο κλυδωνισμού της δημόσιας υγείας, η κυβέρνηση προέβη έγκαιρα σε πολύ αυστηρά μέτρα περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας, που μέχρι στιγμής έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά έως και σωτήρια ως επί το πλείστον. Τα κοινωνικά δίκτυα γέμισαν με εικόνες του λογότυπου «Μένουμε σπίτι», οι τηλεοπτικοί σταθμοί με σποτ του ιδίου περιεχομένου, ενώ οι δρόμοι άδειοι και οι επιχειρήσεις στον πάγο. Όλοι μένουμε σπίτι! Το ερώτημα που δημιουργείται εύλογα και αφορά πολλούς συνανθρώπους μας είναι: όταν δεν έχουμε σπίτι πού μένουμε; Όταν βρισκόμαστε ήδη στο όριο της φτώχειας τι γίνεται; Δεν πρέπει μετά από σχεδόν δύο μήνες εγκλεισμού, να υπάρχει ένα πλάνο βιωσιμότητας ή έστω μια μέριμνα για όλους τους συμπολίτες μας, που δεν έχουν το προνόμιο, να μείνουν στο σπίτι ή έστω κάτω από μια στέγη ή για αυτούς, που δεν έχουν τη δυνατότητα, να ανταπεξέλθουν, δεδομένων των συνθηκών;
Οι πιο εκτεθειμένοι σε αυτόν τον ιό -αλλά και στις συνέπειες που απορρέουν από αυτόν- είναι φυσικά οι συμπολίτες μας, που πάσχουν από κάποιο νόσημα, οι επαγγελματίες, που βλέπουν τις επιχειρήσεις τους να καταρρέουν και φυσικά, οι άστεγοι και οι άποροι συνάνθρωποί μας. Για τις δύο πρώτες κατηγορίες λήφθηκε σχετικά αμέσως μέριμνα με ιατρική περίθαλψη και αυστηρά μέτρα περιορισμού για τους πρώτους και με το επίδομα των 800€, που θα δοθεί καλώς εχόντων των πραγμάτων στους περισσότερους επαγγελματίες, πλην κάποιων εξαιρέσεων. Και ενώ ο ιός εξαπλώνεται, η συζήτηση που έχει έρθει τελευταία στο προσκήνιο αφορά τον εντοπισμό κρουσμάτων σε καταυλισμό Ρομά, στη Νέα Σμύρνη της Λάρισας. Θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι υπήρξε κάποια επιχορήγηση για τους άστεγους στην περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας, καθώς και μεμονωμένες δράσεις για τους άστεγους και άπορους στην Αθήνα. Κάποιος κακεντρεχής θα υποστήριζε, ότι προτεραιότητα είναι η προφύλαξη «της δικής μας» δημόσιας υγείας. Αυτή η παραδοχή πέραν από βαθιά ρατσιστική είναι και εξαιρετικά παράλογη.
Οι άνθρωποι των καταυλισμών, προσφυγικών ή Ρομά, οι άστεγοι, οι άποροι, ζουν σε συνθήκες που μπορούν να αποτελέσουν ναρκοπέδιο για την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, που τόσο παλεύει να επιτύχει η κυβέρνηση. Είναι σαφώς σημαντικά πιο ευάλωτοι από το μέσο Έλληνα πολίτη, ενώ μεγάλο μέρος πάσχει από υποκείμενα νοσήματα. Το γεγονός πως δεν υπάρχει μέριμνα γι’ αυτούς από το κράτος είναι κίνδυνος τόσο για τους ίδιους τους, όσο και για τη δημόσια υγεία. Είναι μια ομάδα που χρειάζεται προστασία πιο πολύ από άλλους και που πρέπει όλοι να σταθούμε δίπλα τους. Ορισμένα συσσίτια συνεχίζονται κυρίως από την Εκκλησία, κάποιες διανομές τροφίμων γίνονται επίσης, από οργανώσεις που δραστηριοποιούνται με σκοπό την ανακούφιση των ευπαθών ομάδων και μια μικρή μερίδα φιλοξενείται σε χώρους, που ωστόσο υπάρχει μεγάλος συνωστισμός, ενώ οι αρμόδιοι κάνουν έκκληση για ενίσχυση του κοινωνικού παντοπωλείου και φαρμακείου.
Το θεμιτό θα ήταν, να υπάρξει κάποιο σχέδιο που να αφορά όλη την Ελλάδα και κυρίως να αρχίσουν τα τεστ και σε αυτούς. Είναι αδιανόητο σε μια δημοκρατία, να υφίστανται πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Είναι αντιφατικό, να επικαλούμαστε τη δημόσια υγεία των πολιτών ενός κράτους και στην ουσία να αποκλείουμε μια μερίδα πληθυσμού από αυτήν. Είναι ακόμα ανεπίτρεπτο μια κρίση, να αντιμετωπίζεται με μισαλλοδοξία και με τη λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» αντί με αλληλεγγύη. Ας ελπίσουμε αυτή η πανδημία να δώσει ξανά ζωή στην ανθρώπινη και όχι στην κτηνώδη φύση μας.