Της Μαρίας Κουτσανδριά,
Το πρωί της 23ης Αυγούστου του 1973, ο Jan-Eric Olsson και ο Clark Olofsson, δύο ένοπλοι άντρες, εισήλθαν σε μια πολυσύχναστη τράπεζα, το Sveriges Kreditbanken, στην κορυφαία πλατεία Norrmalmstorg της Στοκχόλμης και απήγαγαν 4 υπαλλήλους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ομηρείας τους κι ενώ βρίσκονταν σε κίνδυνο, αρκετά από τα θύματα αντιστάθηκαν στις προσπάθειες των αρχών να τους διασώσουν, ενώ υποσχέθηκαν μετά τη σύλληψη των δραστών να μην καταθέσουν εναντίον τους, αποδεικνύοντας το έμπρακτα. Εντύπωση προκαλεί μάλιστα, το αίσθημα ευγνωμοσύνης, πλάσμα μιας ανεπτυγμένης συναισθηματικής προσκόλλησης προς τους απαγωγείς, συνοψιζόμενο στην ενός εκ των ομήρων ακόλουθη πρόταση: «Πίστεψα ότι ήταν πολύ μεγαλόψυχο από μέρους του το ότι μου είπε πως θα πυροβολούσε μόνο το πόδι μου». Αμέσως μετά το συμβάν τα θύματα δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν στους ψυχολόγους τη συμπάθεια που έτρεφαν, όπως και την έλλειψη θυμού και μίσους προς τους απαγωγείς τους. Μήνες μετά τη λήξη της δοκιμασίας τους, οι όμηροι δεν είχαν ακόμη απολέσει την πίστη τους προς τους ληστές, ενώ σε μια ακραία εκδήλωση της αφοσίωσής τους προς αυτούς, προσφέρθηκαν μέχρι και να ενισχύσουν οικονομικά τον δικαστικό αγώνα τους, προσφέροντας χρήματα.
Το πανεθνικό αυτό συμβάν οδήγησε στη γένεση του όρου «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» ενός ψυχολογικού φαινομένου κατά το οποίο τα θύματα απαγωγής αναπτύσσουν αισθήματα αφοσίωσης, συμπάθειας έως και προστασίας για τους θύτες τους, έχοντας απωθήσει τον κίνδυνο στον οποίο εκτέθηκαν. Φυσικά πρόκειται για παράλογα συναισθήματα, όπως άλλωστε και η ταύτιση με τους απαγωγείς, τελώντας υπό καθεστώς σύγχυσης, με αποτέλεσμα να αποκωδικοποιούν λανθασμένα τις σκηνές ρίσκου που βίωσαν. Έτσι καταλήγουν να εκλαμβάνουν την έλλειψη ολοκληρωτικής κακοποίησης ως μια πράξη καλοσύνης, αποδίδοντάς της σημαντικές διαστάσεις και παρερμηνεύοντας τα πραγματικά κίνητρα των δραστών.
Στην Αμερική η φράση είναι πιο στενά συνδεδεμένη με την υπόθεση της Patty Hearst του 1974, η οποία απήχθη από την οργάνωση Συμβιονικός Απελευθερωτικός Στρατός, κατέστη αντικείμενο τεράστιας σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης και τελικά έγινε συνεργός των απαγωγέων της σε ληστεία τράπεζας. Όταν συνελήφθη, αρνήθηκε τις κατηγορίες περί συμμετοχής της στην τρομοκρατική οργάνωση αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει τη δίκη. Αργότερα αθωώθηκε με προεδρική χάρη και παντρεύτηκε τον σωματοφύλακά της.
Κι ενώ το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» κατέστη ευρέως γνωστό ως ψυχολογική κατάσταση σε περιπτώσεις ομηρίας εξαιτίας της δημοσιότητας, η συναισθηματική δέσμευση με τους απαγωγείς δε συνιστά άγνωστο φαινόμενο στην ιστορία της ψυχολογίας. Είχε εντοπιστεί πολλά χρόνια πριν αυτό το συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζομένου και σε άλλες ομάδες ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων αιμομιξίας ή trafficking, κακοποιημένων παιδιών και γυναικών, αιχμαλώτων πολέμου κ.λ.π. Δηλωτικές της εξαρτητικής αυτής σχέσης και γνώριμες σχεδόν προς όλους μας θαρρώ, είναι κάποιες φράσεις όπως: «Ακούγεται τρελό, αλλά όσο κι αν με πλήγωσε τον έχω ανάγκη στη ζωή μου», ή «Ξέρω τι μου έκανε, αλλά τον αγαπώ ακόμα» κ.ά. Την τέλεια ανάγνωση του συνδρόμου αυτού μπορεί να βρει κανείς στο πρωτότυπο έργο Η Πεντάμορφη και το Τέρας, ενός μαύρου ανέκδοτου θα έλεγε κανείς για τα δικαιώματα των γυναικών του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με το στόρι, ένα θηρίο απαγάγει μια νεαρή κοπέλα, απομονώνοντάς την από τους πάντες και υποχρεώνοντάς την να φροντίζει τον ίδιο, τον οποίο και τελικά ερωτεύεται.
Σε τελική ανάλυση ο συναισθηματικός δεσμός με έναν κακοποιό είναι στην πραγματικότητα μια στρατηγική επιβίωσης, ένας μηχανισμός αυτοσυντήρησης που εκδηλώνει το θύμα, ερχόμενο αντιμέτωπο με μία λαίλαπα αντικρουόμενων συναισθημάτων: αφενός θυμού και ανάγκης για απελευθέρωση, αφετέρου συναισθηματικής προσκόλλησης και εναρμόνισης με την ψυχολογία του θύτη. Πρόκειται για έναν παραλογισμό εκ πρώτης όψεως, το ανεξήγητο του οποίου αίρεται, αν αναζητήσουμε την απάντηση σε μια συχνά χρησιμοποιούμενη υπόθεση, βασιζόμενη στη φροϋδική θεωρία και τις ασυνείδητες διανοητικές διεργασίες που διέπουν τις ανθρώπινες συμπεριφορές, τα συναισθήματα και τη σκέψη μας. Βάσει αυτής της υπόθεσης η σύνδεση συνιστά αντίδραση του ατόμου στο τραύμα της θυματοποίησής του. Το Εγώ αναζητά προστασία και η ταύτιση με τον επιτιθέμενο τον απενοχοποιεί στα μάτια του θύματος και τον απομακρύνει από το βάθρο της απειλής, παύοντας να τον θεωρεί ως τέτοια, αφού πλέον οι δυο τους πορεύονται με γνώμονα τις ίδιες αξίες. Κατά τον Symonds, τονίστηκε επίσης η έννοια της παλινδρόμησης (βρεφοποίησης, infantilism): έντονο στρες κατακλύζει τον πληττόμενο, μετατρέποντας τον σε εύπλαστο και υποτακτικό. Τη στιγμή εκείνη συμβαίνει μια βαθιά συμπεριφορική αντίδραση στον ψυχισμό του θύματος: αντιλαμβάνεται πλέον τη μη στέρηση της ζωή του από τον δράστη ως πράξη μεγαλοψυχίας κι αυτόν ως «καλό άνθρωπο». Ο λόγος για το φαινόμενο της παθολογικής μεταβίβασης. O Machiavelli (1513/1947) περιγράφει πολύ γλαφυρά αλλά όχι επιστημονικά το σύνδρομο στον «Πρίγκιπα» με τα εξής λόγια: «Οι άνθρωποι, όταν εισπράττουν καλό εκεί που περιμένουν κακό, αισθάνονται ιδιαιτέρως ευγνώμονες προς τον ευεργέτη τους».
Είναι τελικά το σύνδρομο της Στοκχόλμης το ίδιο με το να βρίσκεται κανείς μέσα σε μια σωματικά και ψυχικά καταχρηστική σχέση;
Η απάντηση είναι όχι.
Παρόλο που πολλές από τις αιτίες και τα συμπτώματα του συνδρόμου αυτού προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μια τέτοιας σχέσης, υφίσταται μια σημαντική διαφορά. Αυστηρό προαπαιτούμενο του συνδρόμου της Στοκχόλμης είναι η μη προηγούμενη γνώση και επαφή με τον εξουσιαστή του. Ας πάρουμε για παράδειγμα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Το θύμα και ο δράστης σχετίζονται με κάποιο τρόπο, εμπλέκονται ρομαντικά ή σε κάποια άλλη στενή σχέση.
Εν κατακλείδι, η σωστή διαπαιδαγώγηση και η πρόληψη, όχι μέσω μιας χρησιμοθηρικής αλλά αντίθετα μιας ουμανιστικής εκπαίδευσης θα διδάξει στα παιδιά τη διάπλαση υγιών και συναισθηματικά ισορροπημένων διαπροσωπικών σχέσεων, τη διαμόρφωση χαρακτήρων ενηλίκων και κυρίως την αναγνώριση οποιασδήποτε μορφής κακοποίησης.