Της Ειρήνης – Βασιλείας Κουτή,
Τον περασμένο Ιανουάριο με την επανίδρυση του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής (και Ασύλου) κατέστη απολύτως σαφές και στον πλέον δύσπιστο ότι το προσφυγικό ζήτημα συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα κρισιμότερα χαρτοφυλάκια της Δημόσιας Διοίκησης. Η κυβέρνηση πράττοντας ορθώς δέχτηκε ότι είχε υποτιμήσει το θέμα και έσπευσε να το επανορθώσει. Ήδη από τον Ιούλιο, οι προτεραιότητές της εστιάζουν αρχικά στην επιτάχυνση των διαδικασιών ασύλου και στην αύξηση των επαναπροωθήσεων, σε συνεργασία με και τους αρμόδιους Οργανισμούς που θα συνέβαλλαν διαφωτιστικά επί του θέματος. Όλα αυτά με δεδομένο μια αρκετά προβληματική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, που μετατρέπει την κίνηση των πληθυσμών σε ζήτημα γεωπολιτικής σημασίας. Τέλος, στην ατζέντα κυριαρχούσε το ζήτημα της μετεγκατάστασης των πληθυσμών στην ηπειρωτική Ελλάδα, με στόχο την αποσυμφόρηση των νησιών.
Τα ανωτέρω πλάνα άλλαξαν μαζί με τη νέα πραγματικότητα που ήρθε και επέβαλλε ο Covid-19. H συνθήκη της πανδημίας επέβαλλε την αναστολή των αιτημάτων ασύλου, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του αριθμού των αχαρτογράφητων ανθρώπων που βρίσκονται εντός της χώρας. Στο συγκεκριμένο σημείο να υπενθυμίσουμε ότι τον περασμένο Ιανουάριο, μετά και την εκβιαστική πολιτική της Τουρκίας στον Έβρο, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) η κυβέρνηση προχώρησε σε αναστολή των αιτημάτων ασύλου για όλο το μήνα Μάρτιο, αναστολή που δε χρειάστηκε να παραταθεί λόγω της αναστολής όλων των διοικητικών διαδικασιών έως 15 Μαΐου. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή και μέχρι τις 20 Απριλίου σημαντικές διατάξεις της Μεταναστευτικής Νομοθεσίας βρίσκονται εν μέσω δημόσιας διαβούλευσης, με σημαντικές τροποποιήσεις να ακολουθούν. Αναμενόμενο γεγονός από τις κυβερνητικές εξαγγελίες που είχαν προηγηθεί, πού όμως εγείρει αρκετά ερωτήματα για το πώς μπορούμε να μιλάμε για επιτάχυνση διαδικασιών ασύλου, όταν για δύο και πλέον μήνες έχουμε αναστολή των διοικητικών διαδικασιών. Παράλληλα, δε γίνεται να παραβλέψουμε το σοβαρότατο ανθρωπιστικό ζήτημα που διογκώνεται συνεχώς, με τους αρμόδιους Οργανισμούς να κρούουν τον κώδωνα για τις υγειονομικές του προεκτάσεις.
Παρά λοιπόν την πρωτοφανή αυτή συνθήκη του κορωνοϊού, το ερώτημα είναι εάν αφενός η Κυβέρνηση θα συνεχίσει να παραβιάζει τις Διεθνείς Συνθήκες και αφετέρου μήπως μιλάμε τελικά για προσχηματική επιτάχυνση των διαδικασιών που θα ακολουθήσουν, οι οποίες εάν δε γίνουν με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και εχέγγυα, τελικώς θα στραφούν εις βάρος των δικαιούχων. Τώρα περισσότερο από ποτέ, η Κυβέρνηση θα πρέπει να αποδείξει ότι οι Διεθνείς Συνθήκες δεν αποτελούν γι’ αυτήν κενό γράμμα και πως η Συνθήκη της Γενεύης περί διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να γίνεται υποχείριο εθνικών συμφερόντων. Εδώ, να υπενθυμίσουμε πως επικαλέστηκε το αρ. 78. παρ.3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) και την επείγουσα κατάσταση προκειμένω να προχωρήσει στην προαναφερθείσα ΠΝΠ του Μαρτίου. Ο ΟΗΕ έσπευσε να απαντήσει στα ανωτέρω, κάνοντας σαφές ότι: η διάταξη αυτή […] δεν μπορεί να αναστείλει το διεθνώς αναγνωρισμένο δικαίωμα της υποβολής αίτησης ασύλου και την αρχή της μη-επαναπροώθησης, τα οποία και τα δυο αποτελούν επίσης μέρος του ευρωπαϊκού δικαίου». Ενώ στο ίδιο κλίμα, η Ίλβα Γιόχανσον Επίτροπος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι νομικά ανεκτό, παράλληλα με την Επίτροπο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης Ντούνια Μιγιάτοβιτς που ζήτησε αναλυτικότερες διευκρινίσεις για τα κλειστά κέντρα κράτησης και εχέγγυα για το καθεστώς ανελευθερίας που θα ισχύει σε αυτά.
Για το περικάλυμμα νομιμότητας, η Κυβέρνηση όσον αφορά την αναστολή του δικαιώματος ασύλου και το μη νόμιμο των επαναπροωθήσεων δεν δίστασε να αναφερθεί σε πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ, το οποίο και αποφάνθηκε υπέρ της Ισπανίας, δικαιώνοντάς την για μαζικές επαναπροωθήσεις αλλοδαπών. Το μόνο που ξέχασε να σημειώσει όμως, είναι ότι σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Ελλάδα, οι αλλοδαποί παρέμειναν παράνομα στην Ισπανία χωρίς ουσιαστικά να υφίσταται κώλυμα στις νομικές διαδικασίες του κράτους που θα μπορούσαν να τους προστατέψουν και άρα η Ισπανία είχε κάθε δικαίωμα να τους απελάσει μη παραβιάζοντας τη Συνθήκη της Γενεύης του 1951.
Στα ανωτέρω έρχεται να προστεθεί η όλο και πιο επιθετική πολιτική Ερντογάν. Αναλυτές επισημαίνουν πως αυτό το είδος πολιτικής της γείτονας χώρας συνδέεται με τα πολλά ανοιχτά μέτωπα της Τουρκίας εντός και εκτός συνόρων, χρησιμοποιώντας το προσφυγικό ως μέσω εκβιασμού. Κανείς άλλωστε δε μπορεί να αμφισβητήσει την τεράστια γεωπολιτική σημασία του προσφυγικού. Αποτελεί πρόκληση που επιζητά αποτελεσματικούς πολιτικούς χειρισμούς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως, ότι πέρα από ζήτημα οικονομικής, κοινωνικής, γεωπολιτικής φύσεως, είναι στη ρίζα του, ανθρωπιστικό και έτσι οφείλει να αντιμετωπιστεί.
Τα δεδομένα αποδεικνύουν πως η παρούσα περίοδος είναι δύσκολη για όλους, κυρίως όμως για όσους δεν αποτελούν ημερήσια διάταξη, δε βρίσκονται στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας. Σε αυτή τη φάση θα ήταν άσκοπο να παραβλέψουμε πως η Κυβέρνηση συνειδητά αποσιώπησε τα προβλήματα αυτών των ανθρώπων και τους έθεσε εκτός συστήματος κοινωνικών παροχών. Η πανδημία και οι πιέσεις στον Έβρο άλλωστε, ήταν η τέλεια αφορμή προκειμένου η ακροδεξιά πτέρυγα της Κυβέρνησης να προτάξει το κλασικό πατριωτικό αφήγημα όπως συνηθίζει. Εδώ όμως απαιτείται συνεργασία και πολιτική ενότητα, η επόμενη μέρα δε θα περιμένει.
Μεγαλωμένη στην Καρδίτσα. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής ΔΠΘ και ασκούμενη δικηγόρος στην Αθήνα. Πρόσφατα ξεκίνησε να παρέχει εθελοντικά βοήθεια στο Ελληνικό Forum Προσφύγων ως Νομική Σύμβουλος. Έχει υπάρξει Ραδιοφωνική Παραγωγός κατά το έτος 2016-17, ενώ έχει βραβευτεί και σε δύο ποιητικούς διαγωνισμούς. Άρθρα της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα sites στο παρελθόν και από το Μάρτιο του 2020 αρθρογραφεί για το OffLine Post.