12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο έγκλημα της εσχάτης προδοσίας: Η Δίκη των Έξι

Το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας: Η Δίκη των Έξι

Της Μαρινιώς Βεργίνη,

Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις το κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκην μας και δεν καταβάλλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς”.
Δ. Γούναρης

Η ιστορία είναι γνωστή. Την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922, ακολουθεί, μέσα σε κλίμα γενικευμένης αγανάκτησης, η δημιουργία του Επαναστατικού Κινήματος της 11ης Σεπτεμβρίου, με βασικά αιτήματα την παραίτηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου και την τιμωρία των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής. Στη βάση αυτή και με την έκδοση διατάγματος περί συστάσεως και λειτουργίας έκτακτου στρατοδικείου, οδηγούνται σε δίκη, οι φερόμενοι ως υπαίτιοι της εθνικής τραγωδίας και στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη, Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος, Γεώργιος Μπαλτατζής, Νικόλαος Θεοτόκης, Μιχαήλ Γούδας, Ξενοφών Στρατηγός, όπως και ο διοικητής του στρατεύματος, Γεώργιος Χατζανέστης, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η δίκη αυτή, που κατέληξε στην καταδίκη και εκτέλεση των έξι εκ των οκτώ κατηγορουμένων και ισόβια κάθειρξη των άλλων δύο, συνεχίζει μέχρι σήμερα να αποτελεί μια μαύρη σελίδα της ελληνικής δικαιοσύνης, όχι μόνο λόγω της πληθώρας στοιχειωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που αγνοήθηκαν και καταπατήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκειά της, αλλά, κυρίως, λόγω της απολύτως σαθρής θεμελίωσης της ίδιας της κατηγορίας, σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο της εποχής.

Στο δίκαιό μας σήμερα, το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας τυποποιείται στο άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα και διαφοροποιείται ουσιαστικά πλήρως ως προς το περιεχόμενο, από το αντίστοιχο έγκλημα κατά τη χρονική περίοδο του 1922. Σύμφωνα με το 134 ΠΚ, η εσχάτη προδοσία είναι ένα έγκλημα υπαλλακτικώς μεικτό, καθώς μπορούν περισσότεροι τρόποι τέλεσης να εναλλαχθούν πάνω στην ίδια μονάδα εννόμου αγαθού, το οποίο δεν είναι άλλο από το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα (και όχι το έθνος, το κράτος ή η Πολιτεία όπως στο παρελθόν), εφόσον οι τρόποι τέλεσης κατατείνουν επί της ουσίας στην κατάλυση ή στην παρακώληση της ομαλής λειτουργίας του.

Αντιθέτως, η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, με την οποία παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι το 1922, βασίστηκε στις διατάξεις των άρθρων 56 εδ. ε, 57, 123 εδ. 3 και 224 του Ποινικού Νόμου, 194 και 178 της Στρατιωτικής Ποινικής Νομοθεσίας, 109, 21 και 23 του κοινού Ποινικού Νόμου και 10 του, από 12 Οκτωβρίου του 1922, Διατάγματος Επαναστατικής Επιτροπής περί συστάσεως εκτάκτου Στρατοδικείου προς εκδίκαση των κατά των υπαίτιων της Εθνικής καταστροφής κατηγοριών. Επί τη βάσει των διατάξεων αυτών, ως εσχάτη προδοσία νοείται η πράξη υποστήριξης της εισβολής εντός της ελληνικής επικράτειας ξένων ενόπλων δυνάμεων, με σκοπό οι δυνάμεις αυτές να αποσπάσουν τμήμα του ελληνικού εδάφους και να το προσαρτήσουν στη συνέχεια σε ξένο κράτος. Στο πλαίσιο αυτό εντάχθηκαν μεταξύ άλλων οι εξής πράξεις των κατηγορουμένων: 1). Να εξαγγείλουν δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου, να του αναθέσουν την αρχηγία του στρατού καθώς και να παραλείψουν να απαιτήσουν εντέλει την παραίτησή του, παρότι στην επάνοδο του ήταν αρνητικά διακείμενες οι συμμαχικές δυνάμεις. 2). Να διασπάσουν το στρατιωτικό μέτωπο στη Μικρά Ασία, στέλνοντας στρατεύματα στη Θράκη και να καταστήσουν επικεφαλής των στρατευμάτων απειροπόλεμα στελέχη, αποδυναμώνοντας έτσι τις ένοπλες δυνάμεις. 3). Να συνεχίσουν την εκστρατεία προς την Άγκυρα, χωρίς σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας, προκαλώντας έτσι κλονισμό του ηθικού των στρατευμάτων. 4). Να αμελήσουν τη διενέργεια των πράξεων προσάρτησης της Βόρειας Ηπείρου και των Δωδεκανήσων, που είχαν παραχωρηθεί με προηγούμενες συμφωνίες στην Ελλάδα καθώς και να αρνηθούν να ηγηθεί της διπλωματικής αποστολής ο Δ. Ράλλης και ο Ε. Βενιζέλος. Με άλλα λόγια, οι πολιτικοί χειρισμοί των κατηγορουμένων που συντέλεσαν στην αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας, θεωρήθηκαν ως ενέργειες εμπίπτουσες στην έννοια της εσχάτης προδοσίας, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω, δηλαδή ως υποστήριξη της απόσπασης ελλαδικού χώρου από τις τουρκικές δυνάμεις.

Το κατά πόσο οι συγκεκριμένες ενέργειες είναι όντως υπεύθυνες αποκλειστικά αυτές για τα επιζήμια για τη χώρα αποτελέσματα, και ως τέτοιες συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, είναι ούτως ή άλλως αμφίβολο, καθώς, το γεγονός ότι εντέλει δεν προήγαγαν ενδεχομένως το συμφέρον των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, δε σημαίνει αυτομάτως ότι υποστήριξαν την εισβολή των ξένων. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο, στη θεμελίωση της κατηγορίας εντοπίζεται ένα βήμα παραπέρα. Στην υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας, η οποία, τόσο στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο, όσο και σ’ αυτό του 1922, απαιτεί, για να πραγματωθεί, την ύπαρξη δόλου από πλευράς του δράστη. Μάλιστα, στο δίκαιο του 1922, ο δόλος πρέπει να έχει τη μορφή που ονομάζουμε σήμερα άμεσο δόλο α’ βαθμού, καθώς είναι απαραίτητη όχι απλώς η γνώση του εγκληματικού αποτελέσματος ως ενδεχομένου και η αποδοχή του, όπως ισχύει σήμερα, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: η επιδίωξη του.

Κι αν επομένως γίνει δεκτό, ότι πράγματι οι ενέργειες των κατηγορουμένων είχαν ως αποτέλεσμα να υποστηριχθεί η προσάρτηση ελληνικών εδαφών από την Τουρκία, για τη θεμελίωση της τέλεσης εσχάτης προδοσίας, είναι απαραίτητο να καταφαθεί, ότι οι κατηγορούμενοι επεδίωκαν μέσω των ενεργειών τους, ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα. Στο ποινικό δίκαιο, ωστόσο, δεν υπάρχει «τεκμήριο δόλου». Για να αποδοθεί μια πράξη σε ένα πρόσωπο ως τελεσθείσα με δόλο, οφείλει το δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη πεποίθηση, δηλαδή βεβαιότητα, για την ύπαρξη δόλου, θεμελιώνοντάς τη σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Αν τέτοια βεβαιότητα δεν σχηματισθεί, η τέλεση της πράξης με δόλο δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Ο δόλος δε των συγκεκριμένων προσώπων, μόνο αυτονόητος δεν είναι, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν, παρά μόνο να χάσουν, από την κατά κράτος ήττα της Ελλάδας. Στη δεδομένη περίπτωση, παρά την καταδίκη των κατηγορουμένων για εσχάτη προδοσία, στην πραγματικότητα το δικαστήριο απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη δόλου των υπόδικων προσώπων, τεκμηριώνοντας τη με συγκεκριμένες πράξεις τους που να καθιστούν σαφές ότι όντως επεδίωξαν την τουρκική εισβολή και προσάρτηση ελληνικών εδαφών μέσω της κατάρρευσης του Μικρασιατικού μετώπου. Το Έκτακτο Στρατοδικείο απλώς διακήρυξε στην απόφασή του το δόλιο χαρακτήρα των ενεργειών των κατηγορουμένων (“Κατηγορείσθε ότι… συναποφασίσαντες… περί πράξεως εσχάτης προδοσίας, εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστηρίξατε την εισβολή ξένων στρατευμάτων…”), ενώ ακόμα και μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας σημειώθηκαν περιπτώσεις άρνησης της ύπαρξης δόλου στο πρόσωπο των κατηγορουμένων ή και της ίδιας της τέλεσης εσχάτης προδοσίας.

Συνήγορος υπεράσπισης: …Φρονείτε ότι αι ενέργειαι αύται ήσαν προβεβουλευμέναι, σκόπιμοι, γενόμεναι ειδικώς δια να βλάψουν την πατρίδα…;
Πάσαρης: Έχω την πεποίθησιν ότι δεν ήσαν σκόπιμοι. Τον δόλον τον αποκλείω.
Γ. Ράλλης: …Αλλ’ αφού είχεν ήδη προκηρυχθεί το δημοψήφισμα δεν ήτο εύκολον να ματαιωθεί. Ο λαός προετοιμάζετο μετ’ ενθουσιασμού να εκδηλώση και πάλιν την θέλησίν του υπέρ της επανόδου του Βασιλέως και η Κυβέρνησις εκτεθειμένη πλέον, ήτο υποχρεωμένη να προβή είς την διενέργειαν του δημοψηφίσματος…

Συμπερασματικά, η καταδίκη των οκτώ κατηγορουμένων για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, ήταν άδικη και νομικά απολύτως αθεμελίωτη. Το αν οι ενέργειες και οι επιλογές τους σε πολιτικό επίπεδο απέβησαν επιζήμιες για την Ελλάδα, είναι ένα θέμα διαφορετικό, δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος άρθρου και είναι άλλωστε αδιάφορο σε επίπεδο ποινικής ευθύνης. Η «ανάγκη» κύρωσης πολιτικών σφαλμάτων και λανθασμένων χειρισμών ή κατευνασμού της κοινωνικής κατακραυγής, όπως συνέβη και στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογητική βάση για την κατάχρηση νομικών κανόνων και ιδίως των ποινικών, οι οποίοι επισύρουν τη μεγαλύτερη δυνατή επέμβαση στην προσωπική σφαίρα του ατόμου. Ανεξάρτητα από το αν δικαίως ή όχι οι κατηγορούμενοι βρέθηκαν υπόλογοι της Μικρασιατικής καταστροφής, οι πράξεις τους πολύ απλά δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας.

Βιβλιογραφία

  • Συμεωνίδου- Καστανίδου Ε., Προσβολές του Πολιτεύματος, Σάκκουλα 1988
  • Παρασκευόπουλος Ν. Τα θεμέλια του Ποινικού Δικαίου, Σάκκουλα 2008
  • Μπουρόπουλος Α., Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος: κατ’ άρθρον, Έκδοση 1959
  • Δαφνής Γ., Η Ελλάς Μεταξύ Δύο Πολέμων, τόμος Α’, Ίκαρος 1955
  • ΑΠ 1675/ 2010, Ζ’ Ποινικό Τμήμα
  • 300/ 1990, Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης
  • Η Δίκη των «Έξι», στο Οι Μεγάλες Δίκες, Κυριακάτικη, Ιστορικά, 2011
  • 15 Νοεμβρίου 1922: Η εκτέλεση των Έξι στο Γουδή και η αθώωσή τους 88 χρόνια μετά
Μαρινιώ Βεργίνη
Ζει στη Θεσσαλονίκη και είναι τελειόφοιτη Νομικής ΑΠΘ. Την ενδιαφέρει πολύ η αρθρογραφία και συμμετέχει στον τομέα των Νομικών Θεμάτων, κυρίως με άρθρα που αφορούν σε ζητήματα ποινικού δικαίου.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ