Της Ανδριάνας Γιάτσιου,
Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1832), μονάρχης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ορίστηκε ο Όθων (Γερμανικά: Otto Friedrich Ludwigvon Wittelsbach), του οίκου των Wittelsbach. Όντας, ωστόσο, ανήλικος (γεν. το 1815), μέχρι την ενηλικίωσή του το 1835, ανέλαβαν τρεις αντιβασιλείς, τους οποίους είχε ορίσει ο οίκος του. Ήταν ο μοναδικός μονάρχης της Ελλάδος που έφερε τον τίτλο Βασιλεύς της Ελλάδος, δεδομένου ότι οι επόμενοι, της Δυναστείας των Γκλύξμπουργκ, είχαν τον τίτλο Βασιλεύς των Ελλήνων.
Το 1843 το ελληνικό κράτος βρισκόταν σε δεινή κατάσταση με πολλαπλά προβλήματα να ταλανίζουν το εσωτερικό. Προβλήματα όπως η αγροτική γη, οι εθνικές γαίες, η εκπαίδευση και άλλα, είχαν ως αποτέλεσμα την αναμενόμενη δυσφορία του ελληνικού λαού. Εκτός αυτών, ο Όθων είχε υποχρεωθεί σε σκληρή οικονομική πολιτική για να αποπληρωθεί το δάνειο των 60 εκατομμυρίων φράγκων, που είχε λάβει το 1833, με εγγυήτριες τις τρεις προστάτιδες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, οι τιμές της γης και των ακινήτων είχαν φτάσει στα ύψη, ενώ κυριαρχούσε η τοκογλυφία. Περαιτέρω, ο απολυταρχικός τρόπος άσκησης της εξουσίας του παλατιού πολλές φορές οδηγούσε σε μικροεξεγέρσεις, οι οποίες καταστέλλονταν αμέσως από τον κυβερνητικό στρατό. Το αποτέλεσμα ήταν το παλάτι να αποτελεί για χρόνια αιτία πολιτικών αναταραχών και να συγκεντρώνει το μίσος και τη δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού. Ήταν αναγκαία, λοιπόν, η θέσπιση νόμων, που θα περιόριζαν τη δύναμη του παλατιού.
Προετοιμασία της επανάστασης
Το 1840 ο Ιωάννης Μακρυγιάννης ίδρυσε μία παράνομη (κατά τον Όθωνα) οργάνωση, με σκοπό την επιβολή του Συντάγματος που είχε υποσχεθεί στον λαό. Στην οργάνωση μυήθηκαν οπλαρχηγοί και αγωνιστές του 1821 που είχαν παραγκωνισθεί από τους Βαυαρούς. Τα μέλη δεσμεύονταν με όρκο στην πατρίδα και την Ορθοδοξία. Ο Μακρυγιάννης, στη συνέχεια, στράφηκε στη μύηση πολιτικών. Κατάφερε να μυήσει του αρχηγούς των αγγλικών και ρωσικών κομμάτων, Ανδρέα Λόντο και Ανδρέα Μεταξά, αντίστοιχα. Για να επιτύχει, όμως το κίνημα χρειαζόταν και τη συμμετοχή του στρατού. Για τον λόγο αυτόν, μύησε το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη, τον οποίο φρόντισαν να μεταθέσουν από το Άργος στην Αθήνα και να διορίσουν στρατιωτικό διοικητή της πρωτεύουσας. Λίγο πριν το ξέσπασμα του κινήματος, σχηματίστηκε τριμελής επιτροπή που απαρτιζόταν από τους Ανδρέα Μεταξά, Μακρυγιάννη και Δημήτριο Καλλέργη. Ο καθένας αντιπροσώπευε έναν διαφορετικό κόσμο: ο Μεταξάς τον πολιτικό, ο Μακρυγιάννης τον λαϊκό και ο Καλλέργης τον στρατιωτικό.
Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου
Ως αρχική ημερομηνία της εκδήλωσης του κινήματος είχε οριστεί η 25η Μαρτίου, ώστε να συμπίπτει με τον εορτασμό της επανάστασης. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός του Μακρυγιάννη τον οδήγησε στο να αποκαλύψει το μυστικό σε πολλούς και έτσι επισπεύσθηκε το κίνημα. Το κίνημα θα ξεκινούσε από τους στρατώνες, ώστε να ακινητοποιούνταν εγκαίρως τα στελέχη του οθωνικού καθεστώτος. Έτσι, τη νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου, τα σημαίνοντα στελέχη του κινήματος κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Μακρυγιάννη, για να δώσουν το τελικό σύνθημα. Η χωροφυλακή παρατηρώντας τις ύποπτες κινήσεις, περικύκλωσε την οικία. Ο Καλλέργης, τότε, συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα της κατάστασης, κατέφθασε στους στρατώνες και ξεσήκωσε τους αξιωματικούς με το σύνθημα «Ζήτω το Σύνταγμα». Αμέσως, διέταξε έναν λόχο να διαλύσει την πολιορκία του οίκου του Μακρυγιάννη και άλλον να ανοίξει τις φυλακές του Μεντρεσέ, ενώ εκείνος κατευθυνόταν με 2.000 στρατό προς τα ανάκτορα. Επιπλέον, είχε στείλει στρατό και σε άλλα σημεία (νομισματοκοπείο, Εθνική Τράπεζα και διάφορα υπουργεία). Ο λαός ενώθηκε με τον στρατό κατά την πορεία προς τα ανάκτορα, ζητωκραυγάζοντας.
Ο βασιλιάς έστειλε έμπιστούς του να μεταπείσουν το στράτευμα, αλλά κατά διαταγή του Καλλέργη συνελήφθησαν αμέσως. Ο Όθων φοβούμενος τα χειρότερα, έστειλε τον διαγγελέα του στον Σχινά, για να φέρει τα πυροβόλα. Ο τελευταίος, όμως, προτίμησε να συνταχθεί με τους επαναστάτες.
Στις 3 τα ξημερώματα, οι πολιτικοί αποστάτες και μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας κάλεσαν το συμβούλιο σε συνεδρία για να επικυρώσουν τις επαναστατικές πράξεις. Το συμβούλιο αναγνώρισε το κίνημα και με εκλεγμένη επιτροπή θα παρουσίαζε τις αποφάσεις του στον βασιλιά. Ο λαός και ο στρατός διαλύθηκαν την επόμενη μέρα στις 3 το μεσημέρι, αφού είχαν γίνει αποδεκτά όλα τα αιτήματα και κυρίως εκείνο της παραχώρησης Συντάγματος. Το πολίτευμα της χώρας μεταλλάχθηκε σε Συνταγματική Μοναρχία από Απόλυτη. Από τότε, η πλατεία των Ανακτόρων μετονομάστηκε σε Πλατεία Συντάγματος.
Τους δύο επόμενους μήνες (Οκτώβριο και Νοέμβριο) έγιναν οι εκλογές του 1843 και συγκροτήθηκε η συνταγματική Εθνική Συνέλευση, η οποία συνέταξε το Σύνταγμα που υπέγραψε ο Όθωνας.
Εκλογές του 1844
Μετά από τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου, ο Όθων διόρισε μεταβατική κυβέρνηση ώστε να προκηρύξει εκλογές και να συντάξει το Σύνταγμα. Οι εκλογές αυτές έγιναν σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο της 4ης Μαρτίου 1829, δηλαδή με «έμμεση και καθολική ψηφοφορία του άρρενος πληθυσμού, άνω των 25 ετών». Εξελέγησαν 244 πληρεξούσιοι από 92 εκλογικές περιφέρειες, συμπεριλαμβανομένων και εκπροσώπων των αλύτρωτων περιοχών που συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821. Από την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου μέχρι τις εκλογές του 1844 υπήρξαν τρεις προσωρινές κυβερνήσεις με μικρή θητεία (Μεταξά, Κανάρη και Μαυροκορδάτου).
Στις 26 Νοεμβρίου του 1843 εξελέγη επιτροπή με 21 μέλη για να καταρτίσει σχέδιο Συντάγματος. Το τελικό σχέδιο ψηφίστηκε την 21η Φεβρουαρίου 1844, κυρώθηκε από την Εθνοσυνέλευση και εκδόθηκε από τον μονάρχη στις 18 Μαρτίου του ιδίου έτους. Με βάση τον εκλογικό νόμο, που καταρτίστηκε στις 18 Μαρτίου 1844, κάθε επαρχία αποτελούσε ξεχωριστή εκλογική περιφέρεια. Ο αριθμός των βουλευτών που εκλέγονταν σε κάθε εκλογική περιφέρεια εξαρτώνταν από τον πληθυσμό της. Επαρχίες πάνω από 10.000 κατοίκους εξέλεγαν έναν βουλευτή, έως 20.000 κατοίκους 2 βουλευτές, έως 30.000 κατοίκους 3 βουλευτές, πάνω από 30.000 κατοίκους εξέλεγαν 4 βουλευτές. Προνομιακά, η Ύδρα θα εξέλεγε 3 βουλευτές, οι Σπέτσες 2 βουλευτές και «οι εν Ελλάδι Ψαριανοί» 2 βουλευτές. Επίσης, έναν βουλευτή θα εξέλεγαν οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι εκλογές του 1844 ήταν οι πρώτες κοινοβουλευτικές της Ελλάδας. Διήρκεσαν έξι μήνες, μέσα σε κλίμα νοθείας και διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής κυβέρνησης Μαυροκορδάτου. Οι περισσότερες περιοχές τις έκαναν τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1844, ενώ άλλες τον Αύγουστο. Διατελέστηκαν με το πλειοψηφικό σύστημα στενής περιφέρειας και με τη μέθοδο των σφαιριδίων. Νικητής αναδείχθηκε ο αρχηγός του Γαλλικού Κόμματος, Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος ήταν πλέον ο πρώτος κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός της Ελλάδας. Παρ’ όλο που συγκέντρωσε 20 έδρες και ήρθε τρίτο στις εκλογές, συνασπίστηκε με το Ρωσικό Κόμμα, υπό τον Ανδρέα Μεταξά, το οποίο είχε συγκεντρώσει 55 έδρες. Η πρώτη εκλεγμένη Βουλή των Ελλήνων συνεδρίασε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1845. Υποστηρίζεται, βέβαια, η σωστή άποψη πως ο πρώτος κοινοβουλευτικά εκλεγμένος πρωθυπουργός είναι ο Χαρίλαος Τρικούπης, καθώς κοινοβουλευτικό σύστημα με όλη την έννοια του όρου υπήρξε με την καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης στα 1875.
Βιβλιογραφία
- Κ. Παπαρρηγόπουλος, Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – τόμος 21, σσ. 190-193
- Α. Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία, ιστ’ έκδοση, σσ. 141-152