Της Αγγελικής Κωνσταντάρα,
«Ὅτι μπόρεσα ν᾿ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ᾿ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ᾿δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει…», Οδυσσέας Ελύτης.
Η 21η Μαρτίου έχει καθιερωθεί από την UNESCO ως Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, γεγονός που από μόνο του καταδεικνύει την σημασία της ως στοιχείου πολιτισμικής κληρονομιάς. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που μεγάλοι ποιητές τιμώνται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας ως αναγνώριση τόσο για την συμβολή τους στην διάνθιση του γλωσσικού και πνευματικού πολιτισμού όσο και για την ιδιαίτερη οξύνοια τους. Γιατί ούτε η συγγραφή αλλά ούτε και η ερμηνεία ενός ποιήματος είναι απλή υπόθεση, κυρίως όταν αυτό είναι σύνθετο συναισθημάτων αλλά και ιστορικοκοινωνικών στοιχείων.
Πράγματι, η ποίηση σε πολλές περιπτώσεις αντανακλά την ιστορία, την νοοτροπία και τα ήθη ενός λαού παρουσιάζοντας με αλληγορικό τρόπο σκηνές του καθημερινού βίου και ιστορικά γεγονότα. Παραδείγματος χάρη, το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και το «Επί Ασπαλάθων» του Γιώργου Σεφέρη παραπέμπουν στην Ελλάδα της δικτατορίας, μία Ελλάδα βαθιά πληγωμένη που ήλπιζε στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Ιστορικών στοιχείων της αρχαιότητας και του Βυζαντίου βρίθουν τα ποιήματα του Καβάφη, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα «Στα 200 π.Χ.» και «Μανουήλ Κομνηνός». Είναι φανερό ότι για να κατανοήσουμε την ποίηση πολλές φορές αρκεί να ανατρέξουμε σε ιστορικές πήγες ή να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τα γραφόμενα βάσει γλωσσικών κανόνων. Είναι όμως πάντα έτσι; Η ανάγνωση ενός ποιήματος απαιτεί πάντα ιδιαίτερη γλωσσική και ιστορική διδασκαλία ή ο καθένας μας μπορεί να ερμηνεύσει με υποκειμενικό τρόπο ένα ποίημα;
Στα σχολικά μας χρόνια, όλοι είχαμε ένα ανθολόγιο με διηγήματα και ποιήματα. Η επαφή μας με την ποίηση είχε ξεκινήσει, αν όχι από τα νηπιακά με την απαγγελία στίχων –που δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να θεωρηθούν ποίηση–, σίγουρα από τα παιδικά μας χρόνια όταν με τη βοήθεια των δασκάλων μας προσπαθούσαμε να καταλάβουμε «τι θέλει να πει ο ποιητής». Στο γυμνάσιο και το λύκειο αυτό που επιχειρούσαμε ήταν μία «φιλολογική ανάγνωση» του ποιήματος με σκοπό να αποκρυπτογραφήσουμε τα σχήματα λόγου και να έχουμε μία κατά το δυνατόν αντικειμενική εικόνα του νοήματος, «αλιεύοντας» τη βούληση του ποιητή, όπως συναγόταν από τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά το χρόνο συγγραφής. Πολλές φορές μάλιστα στο πλαίσιο της δημιουργικής γραφής σκαρώναμε κι οι ίδιοι τα δικά μας «ποιήματα» με όχι και τόσο εκπληκτικά αποτελέσματα.
Αξιολογώντας μία τέτοια πρακτική, θα έλεγα ότι παρουσιάζονται δύο όψεις. Από τη μία πλευρά, η κατανόηση της λειτουργίας των σχημάτων λόγου και η εξοικείωση με την ποιητική γραφή και τα διάφορα ρεύματα οπωσδήποτε διευκολύνουν την προσέγγιση του νοήματος και διευρύνουν τον γλωσσικό μας πλούτο. Έχουμε έτσι την ευκαιρία να απολαύσουμε τις εικόνες ενός γλαφυρού ποιήματος και να επηρεαστούμε γλωσσικά από την περίτεχνη και άλλοτε λιτή, μα συνάμα παραστατική έκφραση των ποιητών. Παίρνουμε έτσι ένα δείγμα της γλωσσικής και πνευματικής τους ευφυΐας. Από την άλλη όμως πλευρά, μία αμιγώς μεθοδολογική προσέγγιση ενός ποιήματος με γραμματική κι ιστορική ερμηνεία μπορεί να αποτελεί ένα πρώτο και βασικό στάδιο κατανόησης, δεν επιτρέπει όμως στον αναγνώστη να ταυτιστεί με το ποίημα ανάλογα με τα δικά του βιώματα, ερμηνεύοντάς το με τρόπο προσήκοντα στην δική του ψυχική διάθεση. Αποκλείει δηλαδή οποιαδήποτε ερμηνεία δεν συνάδει με το νόημα που ο ποιητής –ενδεχομένως– επιθυμούσε να προσδώσει στις λέξεις.
Έτσι λοιπόν έπειτα από πολύ προβληματισμό θα έλεγα ότι η ποίηση μας συντροφεύει μόνο όταν της το επιτρέψουμε. Δεν αρκεί δηλαδή να προσπαθήσουμε να την προσεγγίσουμε απομνημονεύοντας παρομοιώσεις και μεταφορές, περίτεχνες εκφράσεις και στίχους λυρικούς. Το μεγαλείο ενός ποιήματος θα το αντιληφθούμε μόνο αν απαλλαγούμε για λίγο από την πραγματιστική και ορθολογιστική μας τάση και αφήσουμε χώρο στη φαντασία μας να ξεδιπλώσει τα δικά της φτερά και να μας οδηγήσει σε μονοπάτια ανεξερεύνητα. Είναι κρίμα να περιοριζόμαστε σε μία αυστηρή λογοτεχνική ανάλυση του καβαφικού ποιήματος «Ιθάκη», όταν μπορούμε να πλάσουμε με τη φαντασία μας τους δικούς «Κύκλωπας» και «Λαιστρυγόνας» και να τους «στήσουμε εμπρός» μας για να τους καταπολεμήσουμε. Αυτό είναι με λίγα λόγια και το ειδικό θάρρος που περιγράφει με την μεταφορά του χαρταετού ο Ελύτης· με την δύναμη του μυαλού μας μπορούμε οι ίδιοι να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα μας οδηγήσουν στην αυτοπραγμάτωση και την πνευματική ανεξαρτησία. Εξ άλλου, όπως σε κάθε έργο τέχνης, έτσι και στην ποίηση, ο βαθμός επιτυχίας έγκειται ακριβώς στην δυνατότητα ερμηνείας με πολλούς και κάποτε αντιθετικούς τρόπους. Κι αυτό γιατί, ο καθένας μας έχει ξεχωριστή ψυχοσύνθεση ως αποτέλεσμα διαφορετικών βιωμάτων και επιρροών.
Εφόσον λοιπόν η ποίηση έχει τη δύναμη να αγγίζει την ψυχή μας, ας ανοίξουμε διάπλατα τα μάτια της ψυχής μας για να της επιτρέψουμε να εισέλθει στην πληγωμένη μας καρδιά και να την γιατρέψει. Τα μοναδικά εργαλεία που χρειαζόμαστε τελικά για να απολαύσουμε ένα ποίημα δεν είναι παρά λίγη παραπάνω ευαισθησία –που όλοι κρύβουμε μέσα μας– και ενσυναίσθηση ως εισιτήριο στον κόσμο του ποιητή. Έτσι εξηγείται γιατί οι ποιητές θεωρούνται οι πιο ρομαντικές ψυχές…
Συνοψίζοντας, πέρα από τα γλωσσικά οφέλη, η ποίηση απελευθερώνει ψυχή και νου προσφέροντας όχι μόνο ανακούφιση και ευφορία αλλά και ψυχικό σθένος για την αντιμετώπιση δυσμενών καταστάσεων. Κλείνοντας λοιπόν αυτό το άρθρο θα ήθελα να σας παρακινήσω να διαβάσετε μερικά ποιήματα και να επωφεληθείτε της ποίησης ως αντίδοτου στις δύσκολες ημέρες που διανύουμε. Η ποίηση έχει διαχρονικά παρουσιάσει μεγάλη εξέλιξη σε καιρό κρίσεων διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην διατήρηση του πνεύματος, όπως φαίνεται και από την ακόλουθη ρήση του πάντα επίκαιρου Γ. Σεφέρη: «Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυρρανισμένος από το φόβο και την ανησυχία,τη χρειάζεται την ποίηση».
Μένουμε λοιπόν σπίτι αλλά μένουμε δημιουργικοί και αισιόδοξοι!
Γεννήθηκε το 2001 στην Πάτρα, όπου και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπουδάζει στην Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η επιλογή της σχολής αυτής είναι σε αρμονία με τα ενδιαφέροντά της, καθώς έχει συμμετάσχει σε συνέδρια προσομοίωσης επιτροπών του Ο.Η.Ε (MUN), της Unesco αλλά και σε προσομοίωση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ICJ) σε ρόλο δικαστή αλλά και συνηγόρου. Της αρέσει επίσης να συμμετέχει σε ρητορικά αγωνίσματα, όπως το debate. Στον ελεύθερό της χρόνο, απολαμβάνει να παίζει πιάνο, να ταξιδεύει και να παρακολουθεί ταινίες, ενώ η χορωδία είναι το δεύτερό της σπίτι.